Όλοι γνωρίζουμε υποθέτω, ότι λόγω των ειδικών συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία, όλα τα Σχολεία της χώρας είναι κλειστά. Με εξαίρεση τις Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΣΜΕΑΕ) οι οποίες λειτουργούν «κανονικά» – θα εξηγηθεί στη συνέχεια προς τι τα εισαγωγικά.

Ads

Τα Ειδικά Σχολεία δεν υπάρχουν από πάντα: ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα ιδρύθηκε η πρώτη Σχολή Τυφλών και κάποια Σχολεία Κωφών, με πρωτοβουλία Ιδρυμάτων εκτός εκπαιδευτικού συστήματος, ενώ στη δεκαετία του ’70 αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα στην εκπαίδευση «μαθητών με νοητική καθυστέρηση» (κατά την ορολογία της εποχής) και έγιναν οι πρώτες απόπειρες γι’ αυτό. Χρειάστηκε να φτάσουμε  στο 1981 για να ψηφιστεί στην Ελλάδα νόμος για την Ειδική Εκπαίδευση (ο Ν.1143/1981).

Τότε ιδρύονται για πρώτη φορά Ειδικά Σχολεία και από το 1984 θεσπίζονται οι Ειδικές Τάξεις στα σχολεία της τυπικής εκπαίδευσης.

Τα Σχολεία Ειδικής Αγωγής είναι θεσμός κορυφαίας αναγκαιότητας, καθώς απευθύνονται σε μαθητές με προβλήματα νοητικής υστέρησης (ή οριακής επάρκειας) ανεξαρτήτως αιτιολογίας, αισθητηριακές αναπηρίες, διαταραχές λόγου, κινητική αναπηρία, μαθησιακές δυσκολίες κ.α. –σε βαθμό που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν στις ειδικές τάξεις των τυπικών Σχολείων (όπου αυτές υπάρχουν) ή τον θεσμό της παράλληλης στήριξης. Συνολικά, μεταξύ των μαθητών, το 36,3%  έχει νοητική υστέρηση, το 29,9% βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού και το 13,7% αντιμετωπίζει πολλαπλές αναπηρίες, ενώ το υπόλοιπο 20,1% εμφανίζει άλλες δυσλειτουργίες (τα στοιχεία είναι από το 2018 –τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν επίσημα στοιχεία).

Ads

Στην Ειδική Αγωγή πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, φοιτούσαν (πάντα με στοιχεία του 2018), 11.368 μαθητές.

Με κάπως αυθαίρετους υπολογισμούς (με βάση τον ρυθμό αύξησης των μαθητών ανά έτος), σήμερα πρέπει να φοιτούν περισσότεροι από 15.000 μαθητές.

Ας σημειωθεί κάτι: Σύμφωνα με μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το ποσοστό των ατόμων με κάποια αναπηρία, κυμαίνεται γύρω στο 10% -και αυτό το ποσοστό παρατηρείται σε κάθε πληθυσμιακή ομάδα, ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, καταγωγή, κοινωνικό ή οικονομικό επίπεδο, πολιτισμική κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης ή οτιδήποτε άλλο. Με δεδομένο ότι σήμερα στη χώρα μας φοιτούν 1.367.000 μαθητές (στοιχεία του Υπ. Παιδείας), καταλαβαίνουμε ότι πιθανότητα ένα πολύ μικρό μόνο μέρος της ανάγκης καλύπτεται, ακόμα κι αν συνυπολογίσουμε ότι ένας αντίστοιχος αριθμός φοιτά στις Ειδικές Τάξεις του τυπικού σχολείου.

Η απόφαση να παραμείνουν σε λειτουργία τα Σχολεία Ειδικής Αγωγής είναι επί της αρχής σωστή: Όχι μόνο με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν και ούτε μόνο επειδή παρέχεται βέβαια το δικαίωμα στη γνώση σ’ αυτά τα παιδιά.

Το κύριο ζήτημα είναι ότι αυτοί οι μαθητές, στο Σχολείο τους κοινωνικοποιούνται, οικοδομούν υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις, κατακτούν κάθε μέρα όλο και μεγαλύτερη αυτονομία, αντιλαμβάνονται τις ικανότητές τους και βιώνουν θετικά επιτεύγματα. Και γι’ αυτά τα παιδιά, τίποτε απ’ όλα αυτά  δεν είναι αυτονόητο.

Επομένως, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλα, αυτά τα σχολεία πρέπει να λειτουργούν, ακόμα και σε συνθήκες πανδημίας. Ναι, αλλά πώς;
Στα Ειδικά Σχολεία, είναι πρακτικά αδύνατο να κρατηθούν αποστάσεις, τόσο μεταξύ των μαθητών, όσο και μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών. Είναι ΕΙΔΙΚΑ Σχολεία και απαιτούν ΕΙΔΙΚΕΣ συμπεριφορές. Ναι, όλο το διδακτικό και επιστημονικό προσωπικό είναι ειδικά εκπαιδευμένο, ναι τα τμήματα είναι ολιγομελή. Μια –δυο φορές διενεργήθηκαν και δοκιμασίες ταχείας ανίχνευσης του ιού (rapid test στα ελληνικά), όποτε τα συνεργεία του ΕΟΔΥ το καταφέρνουν, ξεπερνώντας τη δική τους έλλειψη προσωπικού και μέσων, να είναι καλά οι άνθρωποι.

Αλλά σε ό,τι αφορά στο Υπουργείο Παιδείας, οι ΣΜΕΑΕ αφέθηκαν να λειτουργούν, χωρίς ενίσχυση των υποδομών, χωρίς διεύρυνση των χώρων, χωρίς καμία επιπλέον υποστήριξη, με έλλειψη προσωπικού – το 56% των εκπαιδευτικών είναι αναπληρωτές (πολλοί από αυτούς ακόμα και σήμερα, Δεκέμβριο μήνα, «προσωρινά» τοποθετημένοι), 14% αποσπασμένοι από άλλες δομές και μόνο το 30% είναι μόνιμοι.

Η χρήση της μάσκας για αρκετούς μαθητές είναι μια μικρή καθημερινή περιπέτεια –και σε μερικές περιπτώσεις και για τους δασκάλους: Πώς να εξηγήσεις κάτι φορώντας μάσκα, σε ένα παιδί που επικοινωνεί μόνο «διαβάζοντας» τα χείλη σου, πώς να διατηρήσεις απόσταση από κάποιον μαθητή που κινείται μόνο υποβασταζόμενος;  Και πιο πολύ, πώς να μην αγκαλιάσεις ένα παιδί, όταν είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει την εσωτερική του ένταση;

Το ότι μάσκες και άλλα ατομικά μέσα προστασίας, μαθητές και εκπαιδευτικοί τα προμηθεύονται οι ίδιοι, με προσωπικό κόστος, δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Όπως και οι διαχρονικές ελλείψεις υποδομών, δεν είναι της στιγμής.

Πληροφοριακά και μόνο: συμβαίνει να συμμετέχω στη διαδικασία ενός Σχολείου Ειδικής Αγωγής, που συγκριτικά θεωρείται ικανοποιητικά εξοπλισμένο, σε ένα αρκετά λειτουργικό κτίριο. Που όμως δεν διαθέτει ανελκυστήρα, ούτε ράμπα κίνησης μεταξύ πρώτου και δευτέρου ορόφου. Τα παιδιά μας που έχουν κινητικά προβλήματα, «απλώς» δεν έχουν δει τον δεύτερο όροφο του σχολείου τους. Ποτέ. Αλλά είπαμε, τα προβλήματα υποδομών υπάρχουν σε μεγάλο βάθος χρόνου και δεν είναι της στιγμής. Και, χρόνια τώρα, τα «μικρά γαλατικά χωριά» της Ειδικής Αγωγής, με όλα τους τα προβλήματα, αντιστέκονται και θα αντιστέκονται. Πάντα.

Στο σημερινό «δια ταύτα»: Οι ΣΜΕΑΕ πρέπει να κλείσουν, για όσο το δυνατόν μικρότερο διάστημα, το οποίο πρέπει να αξιοποιηθεί για την αναδιάρθρωση των χώρων, την ενίσχυση με ειδικά μέσα ατομικής και γενικής προστασίας και την πρόσληψη επιπλέον έκτακτου επιστημονικού και λοιπού προσωπικού –ή αν αυτό θεωρηθεί αδύνατο, την πρόσληψη επιπλέον αναπληρωτών εκπαιδευτικών και τον διαχωρισμό των μαθητών σε δύο ζώνες λειτουργίας: κανείς δεν λέει ότι η λειτουργία μιας σχολικής δομής σε «βάρδιες» είναι ιδανική κατάσταση, αλλά ζούμε σε ειδικές συνθήκες αυτούς τους μήνες. Και τα Σχολεία Ειδικής Αγωγής θα πρέπει να λειτουργήσουν κανονικά –χωρίς εισαγωγικά.

* Κώστας Αποστόλου, Μέλος του ΔΣ του «Κοινωνικού ΕΚΑΒ», Αναπληρωτής ΠΕ87.01 -1ο ΕΝΕΕΓΥΛ Ανατολικής Θεσσαλονίκης