Οι λόγοι της τεράστιας μείωσης της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ασφαλώς είναι πολλοί. Έχουν ήδη γραφεί πολύ σημαντικές αναλύσεις στην προσπάθεια αποτίμησης του εκλογικού αποτελέσματος και των αιτίων του[1].

Ads

Προσωπικά επιθυμώ να επιμείνω με ένα εμμονικό ίσως τρόπο σε κάποια ζητήματα που αφορούν την ανεπαρκή κατανόηση από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ της αναγκαιότητας αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος καθώς και μιας από τις προϋποθέσεις υλοποίησής του, ήτοι τις ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες.

Κατά τη γνώμη μου, στο πλήγμα που υπέστη εκλογικά η αξιωματική αντιπολίτευση συνέβαλαν και οι αυτές δύο παράμετροι, οι οποίες ελάχιστα κατανοήθηκαν και καθόλου δεν συζητήθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα. Αφενός δεν έγινε αντιληπτή η πολύ μεγάλη αξία των συμμαχιών σε εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο και αφετέρου δεν δόθηκε καθόλου έμφαση στη σημασία της γνώσης, προκειμένου να παραχθεί ένα ρεαλιστικό πολιτικό αφήγημα με προοπτική κυβερνησιμότητας.

Τα τέσσερα τελευταία χρόνια, μέσα σε ένα αναμφίβολα δυσμενέστατο πολιτικό περιβάλλον αντί μιας συστηματικής πολιτικής εμβάθυνσης στα αίτια της ήττας το 2019 αλλά και στα χαρακτηριστικά και στις ιδιότητες μιας κοινωνίας ανασφαλούς, κουρασμένης και σε διαρκή εξέλιξη, ο ΣΥΡΙΖΑ προσέφυγε συχνά σε μια αποσπασματική επικοινωνιακή πολιτική με ενίοτε σφοδρό και προσωποποιημένο καταγγελτικό λόγο συμμετέχοντας ιδίως τον τελευταίο καιρό σε ένα πλειοδοτικό ράλι παροχών. Η στρέβλωση αυτή δεν επέτρεψε να εντοπισθούν και να κατανοηθούν αρκετά  κεντρικά ζητήματα,  όπως η επιτακτική ανάγκη αλλαγής του αναπτυξιακού υποδείγματος και οι πολλαπλές συνέπειες του υφιστάμενου όπως η φυγή του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού (brain drain), η σημασία του δημογραφικού, της ερήμωσης της περιφέρειας, της διεύρυνσης των ανισοτήτων κ.ά.

Ads

Με την στρατηγική αυτή, η οποία εν πολλοίς ετεροκαθορίστηκε από την βαθιά αντιδημοκρατική μονοθεματική θεώρηση των ΜΜΕ, σχηματίσθηκε η εσφαλμένη εικόνα ενός κόμματος που ο πολιτικός του λόγος δεν έχει γείωση, βάθος και τεκμηρίωση αλλά απλά προσβλέπει σε βραχυπρόθεσμο κομματικό όφελος, με μόνο ουσιαστικά στόχο την αξιοποίηση των συχνότατων και σοβαρότατων κυβερνητικών «ολισθημάτων». Ένα κόμμα που στηρίχθηκε πολύ στη δεινή επικοινωνιακή ικανότητα του Αλέξη Τσίπρα, υπερφαλαγγίστηκε από τους πανάκριβους  επικοινωνιολόγους του Μεγάρου Μαξίμου, που μετέτρεψαν τον μονίμως αμήχανο και υπερφίαλο πρωθυπουργό σε trendy persona των social media, χωρίς να μπορεί να αντισταθμίσει τη μάχη της εικόνας με ένα στέρεο πολιτικό όραμα και συγκεκριμένες γειωμένες προτάσεις.

Το πεδίο της αναπτυξιακής στρατηγικής και πώς πρέπει η χώρα να πορευθεί μακροπρόθεσμα είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα όλων αυτών των αδυναμιών. Στο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εκ του αποτελέσματος φαίνεται να υπάρχουν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις όχι ρητά αποτυπωμένες ή διατυπωμένες, που επίσης δεν ταυτίζονται απαραίτητα με κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα ή τάσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με την αντίληψη ότι δεν υφίστανται προοπτικές για παραγωγική ανασυγκρότηση. Συχνά έχει υποννοηθεί και από τις τάξεις των στελεχών του κόμματος ότι η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν είναι εφικτή στον  παρόντα διεθνή συσχετισμό δυνάμεων (άλλοι επιμένουν στον ρόλο του ευρώ, άλλοι γενικότερα της ΕΕ και άλλοι έτι περαιτέρω στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό ή/και στην χρηματιστικοποίηση των σύγχρονων οικονομιών).

Η πλήρης υιοθέτηση αυτής της λογικής, η οποία σημειωτέον δεν είναι  ανυπόστατη (αλλά υπερβολική στην απολυτότητα της), οδηγεί τον πολιτικό χώρο που την εγκολπώνεται στην γραμμή του ΚΚΕ λίγο πολύ:  αμυντική υπεράσπιση δικαιωμάτων εν αναμονή καταστροφικών εξελίξεων και εν τέλει του «κόκκινου Μάη». Σ΄ αυτήν την θεώρηση των πραγμάτων, μπορεί το οραματιζόμενο κοινωνικοοικονομικό πρότυπο να διαφέρει ακόμα και ουσιαστικά από του ΚΚΕ, αλλά ο δρόμος προς αυτό, η μεταβατική περίοδος πρακτικά τείνουν να μοιάζουν. Πόση αξία έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι περιέχει η θέση περί «όπλου παρά πόδα» ή ότι οι «εξελίξεις ούτως ή άλλως συμβαίνουν και τα γεγονότα  απλά μας ξεπερνούν», συμβαίνουν «ερήμην μας».

Η δεύτερη αντίληψη είναι μάλλον, περισσότερο καιροσκοπική και εγγύτερη στην πραγματικότητα των ασκούντων ηγετική πολιτική επιρροή. Δεν αρνείται την παρουσία προοπτικών για παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά λογίζεται απλά ως «εκτός πολιτικής ατζέντας». Θεωρεί το πολιτικό παιχνίδι, αποφασιστικά και καίρια προσανατολισμένο στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Ασχολείται επομένως αποκλειστικά με την πολιτική συγκυρία και επικοινωνία διά των σκανδάλων και των άμεσων πολιτικών προβλημάτων (αδυναμίες του ΕΣΥ, αυξήσεις τιμών κτλ.),  υποστηρίζοντας ότι «εμείς θα τα καταφέρναμε καλύτερα», επί τη πραγματική βάσει της εντιμότητας, της απουσίας διαπλοκής, του φιλολαϊκού προσανατολισμού.

Εδώ υπάρχει ένα πολύ μεγάλο  «αλλά»: η απουσία αναφοράς σε μια διαφορετική παραγωγική βάση, σε διαφορετικούς υποστηρικτικούς θεσμούς (όπως οι κρατικοί, οι ανεξάρτητες αρχές, τα εργατικά συνδικάτα, οι θεσμοί του κορπορατιστικού κράτους κτλ.), σε διαφορετικές κοινωνικοπαραγωγικές συμμαχίες εντός και εκτός της χώρας, κατέστησαν την τάση  αυτή ελάχιστα πιστευτή (συχνά ως δημαγωγική) και εν τέλει εκλογικά μειοψηφική.

Με αυτόν τον τρόπο δεν χτίζονται κοινωνικοοικονομικές συμμαχίες που δρουν υποστηρικτικά και δημιουργικά στο πολιτικό παίγνιο, το οποίο ολοένα και περισσότερο μορφοποιείται σαν μια αντιπαράθεση κορυφής, αποκλειστικά σχεδόν γύρω από θέματα αξιοπιστίας, εντιμότητας και μιας αφηρημένης ικανότητας διακυβέρνησης. Εκεί όπου πλέον οι κοινωνικές τάξεις συμμετέχουν περισσότερο ως θεατές, υποστηρίζοντας την μια ή την άλλη ομάδα, ουδέποτε όμως ως συνδιαμορφωτές και ενεργώς συμμέτοχες στις εξελίξεις γύρω από ένα διαφορετικό παραγωγικό μέλλον.

Τέλος, η τρίτη αφορά στην αντίρρηση της ανάγκης μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και σχετίζεται με την εκτίμηση ότι τα προβλήματα μπορεί να αντιμετωπισθούν με την αναδιανομή υπέρ των λαϊκών τάξεων, η οποία μάλιστα μπορεί να υλοποιηθεί σχεδόν άμεσα. Η άποψη αυτή ιδίως συνδυασμένη με τα παραπάνω λεχθέντα περί εντιμότητας, απουσίας διαπλοκής κτλ. συγκροτεί το κυρίαρχο προγραμματικό σχήμα που ηττήθηκε στις πρόσφατες αναμετρήσεις. Το σχήμα αυτό σαφέστατα δεν είναι αβάσιμο: η χώρα χρειάζεται και αναδιανομή και ηθική αναδίπλωση, που βεβαίως σε κάποιο βαθμό θα επιφέρουν και παραγωγικά οφέλη. Όμως η θέση αυτή, ιδίως στην απολυτότητα με την οποία σχηματοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια, πάσχει θεμελιακά.

Πιστεύω πως η χώρα στην πράξη έχει ουσιαστικό πρόβλημα παραγωγής που μόνο εν μέρει ανάγεται σε πρόβλημα διανομής και που δεν μπορεί να καλυφθεί μέσω αυτού. Η χώρα χρειάζεται νέο παραγωγικό υπόδειγμα και μόνο αν και εφόσον αυτό επιτευχθεί είναι δυνατό να οδηγηθούμε και σε ουσιαστική αναδιανομή, χωρίς να σκοντάψουμε π.χ. στην ενεργή αντίδραση των μεσαίων στρωμάτων (την οποία βιώσαμε άμεσα την τελευταία 5ετία, με την επαινετή  προσπάθεια ενίσχυσης του φτωχότερων στρωμάτων).

Στην παρούσα φάση η παραγωγή προηγείται της διανομής και επομένως μέγα μέρος της προσοχής πρέπει να στραφεί εκεί, στην αναζήτηση και επινόηση των παραγωγικών μας δυνατοτήτων. Δεν αρκεί ούτε το ηθικό μας πλεονέκτημα, ούτε ο φιλολαϊκός μας λόγος.  Πρέπει να δοθεί προσοχή και έμφαση στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα αλλά βεβαίως και στο γεγονός ότι το απολύτως καθοριστικό παραγωγικό καθήκον αναδιάρθρωσης δεν μπορεί να υλοποιηθεί από την κυβερνώσα παράταξη, η οποία είναι εγκλωβισμένη στα συμφέροντα της παραγωγικής μας δομής, ικανοποιημένη και εφησυχασμένη.

Είναι γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο όραμα για το τι είδους κοινωνία θέλουμε, προς ποια κατεύθυνση  θέλουμε εθνικά να κινηθούμε και συνεπώς ποιο ρόλο οραματιζόμαστε για τη χώρα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Στη χώρα μας ακολουθείται επί χρόνια και ιδίως σήμερα μια πολιτική «φτηνής ανάπτυξης» (χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς κ.ά.).  Αυτό όμως που χρειάζεται είναι, μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη» («ανηφορικό δρόμο» -“high road”), η οποία θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και  στην καινοτομική δυνατότητά του, με στόχους τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής και αναβάθμισή της σε κεντρική θέση, αλλά και σημαντική στήριξη της γεωργίας.

Αυτό θα βοηθήσει τη χώρα και θα επιτρέψει να ασκηθούν πολιτικές αναδιανομής, ώστε να μειωθούν οι κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες και η ανεργία, ιδίως των νέων και των μορφωμένων, άρα να αντιμετωπιστεί και το κύριο αίτιο της διαρροής εξειδικευμένου προσωπικού. Για όλα αυτά, είναι απαραίτητος ένας ολοκληρωμένος αναπτυξιακός σχεδιασμός, συνοδευόμενος από συνεκτικό συντονισμό σε υψηλό κυβερνητικό επίπεδο, αποτελεσματική υλοποίηση, διαρκή παρακολούθηση και αξιολόγηση. Υπό αυτές τις, απαιτητικές πράγματι προϋποθέσεις μπορεί η χώρα να πραγματοποιήσει ένα «άλμα πρωτοπορίας», όχι ως άσκηση πολιτικής βούλησης αλλά με την απαραίτητη υποστήριξη από την αναγκαία γνώση και τεκμηρίωση, που προϋποθέτει μια «συλλογική αναλυτική ικανότητα» (thinking capacity) η οποία θα βοηθήσει να ασκηθούν «πολιτικές βασισμένες σε δεδομένα» (evidence informed policies).

Προέχει να ανοίξει καταρχήν στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μια τεκμηριωμένη συζήτηση με όλους τους κοινωνικούς και επιχειρηματικούς εταίρους για να αποκτηθεί ξανά η γείωση με την κοινωνία και την επιχειρηματικότητα. Ένας ειλικρινής διάλογος βάσει συγκεκριμένων δεδομένων για να καταγραφούν οι ανάγκες της κοινωνίας και να υπάρξουν ζυμώσεις και προτάσεις. Έτσι μόνο θα μπορέσει η Αριστερά να λειτουργήσει ως όχημα για για να κατανοήσει η κοινωνία πού βρισκόμαστε, προς τα πού θέλουμε να πορευτούμε και πώς. Ο μικροπολιτικά καλλιεργούμενος κυβερνητικός εφησυχασμός απλά συσκοτίζει τα κακώς κείμενα.

Χρειάζεται να χτιστεί ένας σταθερός συσχετισμός παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων που θα μπορέσει να ηγεμονεύσει για διάστημα πολύ μεγαλύτερο από έναν εκλογικό κύκλο, ώστε να υπάρξουν τα αναμενόμενα οφέλη. Ο συσχετισμός αυτός θα προκύψει από τις κοινωνικοοικονομικές εκείνες ομάδες που συμμερίζονται σε μεγάλο βαθμό τη διάγνωση αλλά και τους τρόπους επίλυσης των ευρύτερων κοινωνικών προκλήσεων – δυνάμεις που θα συμφωνούν στην ανάγκη για μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, παραγωγική αναβάθμιση, αναζωογόνηση της ελληνικής περιφέρειας, βελτίωση της ζώνης των κοινών, διακοπή της πορείας απαξίωσης του Δημοσίου σε υγεία και παιδεία, επαναφορά του κρατικού ελέγχου σε στρατηγικούς τομείς.

Είναι αναγκαίες οι συμμαχίες με τις κοινωνικές ομάδες που είναι ή θα βρεθούν σύντομα στο περιθώριο (εργαζόμενοι-φτωχοί, αυτοαπασχολούμενοι, επιχειρηματίες μικρής ή πολύ μικρής κλίμακας, μετανάστες, νέοι ιδίως επιχειρηματίες εγκλωβισμένοι στις  τρέχουσες παραγωγικές συμπληγάδες με όραμα και προθυμία ανάληψης ρίσκου, εργαζόμενοι σε δημόσιο και ΔΕΚΟ με προθυμία δημιουργίας κ.λπ.)· με προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις (πολιτικές δυνάμεις των Σοσιαλιστών, κομμουνιστών αλλά  και των Πράσινων και  Σοσιαλδημοκρατών που κρατούν αποστάσεις από τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα)·  Και είναι καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ να αντιληφθεί το μέγεθος της ευθύνης και να ανοίξει αυτήν την αναγκαία αλλά και τόσο καθυστερημένη συζήτηση, από της οποίας την επιτυχή υλοποίηση εξαρτάται το μέλλον της χώρας. Αυτό στη συνέχεια μπορεί να οδηγήσει στη συνεννόηση, στο μέτρο του δυνατού, κάποιων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων για την υλοποίηση ενός παρόμοιου στρατηγικού οράματος για τη χώρα.

Η μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων δεν είναι πια επιλογή, αλλά επιτακτική ανάγκη για αλληλένδετους κοινωνικούς και παραγωγικούς λόγους. Πρέπει να καταπολεμηθεί η ανισότητα με όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας, με  μια στιβαρή προοδευτική φορολογία, με πάταξη της φοροδιαφυγής, βελτίωση του εισοδήματος, αλλά και ενδυνάμωση του ρόλου των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Από μόνη της όμως η δράση αυτή δεν επαρκεί αν δεν συνοδευτεί και από παραγωγική αναβάθμιση, καθώς έχει να αντιμετωπίσει τα τείχη των μεσοανώτερων τάξεων, των οποίων τα κεκτημένα θίγονται.

Ο δρόμος αυτός είναι μακρύς και δύσβατος. Συνεπώς, το πιο σημαντικό καθήκον της Αριστεράς είναι αφού αρχικά προκαλέσει την κοινωνική ζύμωση, να αποδεχθεί και να αναγνωρίσει τι είναι δέον να αποφασισθεί (υπάρχει ήδη άλλωστε σειρά σχετικών επιστημονικών μελετών, που έχουν αρχίσει να επιδρούν στο δημόσιο λόγο) με ποιους τρόπους θα το πετύχει, ποιες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες πρέπει να επιδιώξει και ποιο είναι το κατάλληλο μεταβατικό πρόγραμμα. Εκεί κατά τη γνώμη μου, θα κριθεί σε σημαντικό βαθμό το μέλλον της προοδευτικής παράταξης αλλά και της ταυτότητας της χώρας.

Από τη στιγμή που τα τεράστια ζητήματα χάραξης πολιτικής, προϋποθέτουν τη δημιουργία αναγκαίων διεθνών συνθηκών, πρέπει να επιμείνουμε στη διαμόρφωση διεθνικών συνασπισμών και φιλικών συσχετισμών καταρχάς στην ΕΕ, με συμμαχίες σε όλα τα επίπεδα (πολιτικά, εθνικά, περιφερειακά, τομεακά, κ.λπ.), με στόχο την αποκατάσταση των ανισοτήτων. Εξίσου σημαντικό τέλος, για την στρατηγική της Αριστεράς είναι να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιουργούνται από την τεράστια δύναμη των Παγκόσμιων Ψηφιακών Πλατφορμών και των υπερσυσσωρευμένων χρηματιστικών κεφαλαίων.

Να οικοδομηθεί μια ευρεία κοινωνικο-πολιτική απαίτηση (τόσο σε διεθνή, ευρωπαϊκή όσο και σε εθνική κλίμακα) ώστε να εφαρμοστούν διασυνοριακοί κανονισμοί· για ορθή και δίκαιη φορολόγηση· με πιο διαφανείς, ηθικές και ανταποδοτικές διαδικασίες. Τέλος, έμφαση πρέπει να δοθεί αντίθετα προς την κυρίαρχη τάση στην ενίσχυση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και συνεταιρισμών με περιορισμό των ολιγοπωλιακών καταστάσεων με σκοπό τη βελτίωση της οικονομίας αλλά και της οικονομικής δημοκρατίας.

Δεν υπάρχουν «εύκολες» και άμεσες λύσεις ιδίως σε θέματα αναπτυξιακής στρατηγικής και προτύπων. Απαιτείται όραμα, ποιοτική αξιοποίηση του χρόνου  και ηγεσίες που θα μπορέσουν να εκφράσουν το σύνολο αυτών των αναγκών και θα τις απαντήσουν.  Αντίθετα δεν χρειαζόμαστε ηγεσίες αποκομμένες από το πεδίο,  που «χαϊδεύουν» αυτιά υποσχόμενες άμεσες και εύκολες λύσεις. Πρέπει να δοθεί προσοχή σε φωνές σοβαρές, με προβληματισμό και μακροχρόνιες στοχεύσεις, που δυστυχώς διαχρονικά δεν καταλαμβάνουν τον απαραίτητο χώρο στον δημόσιο διάλογο.

Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης που έχει περιέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, εν όψει της εκλογής νέας ηγεσίας και των αυτοδιοικητικών εκλογών, δεν υπάρχει χώρος άμεσα για να συζητηθούν και προγραμματισθούν όλα αυτά τα σημαντικά. Επομένως  απόκειται στη νέα ηγεσία να αντιληφθεί τον ιστορικό της ρόλο και ποια είναι τα μείζονα ζητήματα που θα διαμορφώσουν την εθνική μας ταυτότητα τα επόμενα χρόνια, ώστε απομακρυνόμενη από την αντιπολιτευτική πολιτική, που εν πολλοίς καταδικάσθηκε έντονα, να διαμορφώσει και να επιβάλει την ατζέντα που στοιχειωδώς επιχειρήσαμε να σκιαγραφήσουμε.

[1] Ενδεικτικά κάποια που κατά τη γνώμη μου ξεχωρίζουν Δραγασάκης Γ. (ΑΥΓΗ της Κυριακής  10.7.23), Δουζίνας Κ. (ΕΦΣΥΝ 10.7.23) Ελευθερίου Κ. (ΕΝΑ, 11.7.23).

*Οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής ΠΑΜΑΚ, π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης, Μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ