Το δίλημμα ‘είμαστε υπέρ των παροχών με δημιουργία δημοσιονομικού ελλείμματος, ή πιστοί στην τήρηση του συμφώνου σταθερότητας και των πεπραγμένων της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ’ έθεσε πρακτικά ο Νίκος Μπίστης, υπερασπιζόμενος τη δημοσιονομική προσαρμογή και την σχετική επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο Δημήτρης Λιάκος με αφορμή το νέο, επιβαρυντικό του δημοσίου ελλείμματος, πακέτο στήριξης 338 εκατ. ευρώ που ανακοίνωσε η κυβέρνηση μετά την κατάθεση του Προϋπολογισμού 2022. Το άρθρο του Δ. Λιάκου σχολίασε δημόσια ο αν. τομεάρχης Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Τσίπρας θεωρώντας ‘από τα δεξιά’ την προσέγγιση Λιάκου για το κοινωνικό μέρισμα-ψίχουλα Μητσοτάκη και τονίζοντας πως: «Τέτοιες αντιλήψεις ενδεχομένως δεν έχουν καμιά θέση στον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη κι ο Σόιμπλε πιο μετρημένος θα ήταν». 

Ads

Εννοείται πως, επί της αρχής, όλες οι απόψεις μελών και στελεχών ενός δημοκρατικού κόμματος της Αριστεράς είναι αποδεκτές ως βάση συζήτησης ιδιαίτερα σε προσυνεδριακή περίοδο, όπως ορθά επισημαίνει  ο Νίκος Μπίστης. Δύο παρατηρήσεις μόνο σχετικά με τις δημοκρατικές διαδικασίες. Πρώτο, η άποψη πως «στην σύγχρονη μεγάλη και δημοκρατική Αριστερά απαγορεύονται μόνο οι απαγορεύσεις» ελπίζουμε να έχει ρητορικό χαρακτήρα, γιατί αν ίσχυε τότε δεν θα τηρούνταν κανένας κανονισμός, κανένα καταστατικό, δεν θα υπήρχαν υποχρεώσεις (αλλά ούτε και δικαιώματα) και θα διαλύονταν το κόμμα. Δεύτερο, δεν είναι ορθό να λέγεται πως «οι πρακτικές μιας άλλης αρχικής περιόδου του κομμουνιστικού κινήματος.. επιβιώνουν μόνο σε μικρές γκρούπες της Αριστεράς». Ο Μπίστης αναφέρεται υποθέτω σε αυταρχικές πρακτικές επιβολής, αποκλεισμών, διαγραφών κλπ που είναι συνέπεια γραφειοκρατικών, συγκεντρωτικών και σταλινικών αντιλήψεων και οι οποίες συχνά συναντώνται και σε μεγάλα κόμματα της Αριστεράς. Αν δεν ήταν έτσι, υποθέτω δεν θα υπήρχε λόγος να γράψει το άρθρο του..

Επί της ουσίας τώρα, δεν πιστεύω πως υπάρχει δίλημμα επιλογής μεταξύ κοινωνικών παροχών και δημοσιονομικής πειθαρχίας.

  • Ακόμη και μία απλώς αριστερή προοδευτική κυβέρνηση σίγουρα πρέπει να δίνει παροχές με δεδομένο ότι υπάρχει μεγάλη κοινωνική ανισότητα και φτώχεια.
  • Επίσης, μία αριστερή κυβέρνηση της οποίας η χώρα είναι μέλος μιας ένωσης κρατών – όπως η Ευρωζώνη – όπου έχει υπογραφεί συνθήκη σταθερότητας και δημοσιονομικής πολιτικής οφείλει να την τηρήσει, αφού προηγουμένως επιχειρήσει να την αλλάξει κατά το δοκούν.
  • Περιορισμοί που ισχύουν
  • Η χρηματοδότηση όταν έχεις συστηματικά ελλειμματικό προϋπολογισμό προέρχεται από τις αγορές, άρα εξαρτάσαι από τα επιτόκια και την πιστοληπτική ικανότητα.
  • Ότι δανείζεσαι σήμερα επιβαρύνει το αύριο, άρα την επόμενη γενιά.
  • Ήδη έχει συσσωρευτεί υψηλό χρέος από τις προηγούμενες γενιές που πρέπει να αποπληρωθεί αν οι συσχετισμοί δεν επιτρέπουν τη μερική έστω διαγραφή του.
  • Το ‘μαξιλάρι’ το ακουμπάς με μέτρο και σύνεση, γιατί δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει (πχ μία νέα χρηματοπιστωτική κρίση).
  • Οι μελλοντικές κοινωνικές δαπάνες θα αυξάνουν γιατί ο πληθυσμός  γερνάει και οι υγειονομικές ανάγκες αυξάνουν.
  • Η συμβατική διαχειριστική λύση
  • Άρα το ερώτημα είναι πως μια μετριοπαθής αριστερή κυβέρνηση μπορεί να εξυπηρετήσει και τους δύο στόχους. Απάντηση:
  • Δημοσιονομικό νοικοκύρεμα, με διαχείριση δαπανών (ανακατανομή με δραστικό περιορισμό σπατάλης) και αύξηση εσόδων (πρέπει όλοι στην κοινωνία να πληρώνουν αυτό που τους αναλογεί).
  • Χρηματοδότηση (πιέζεις ώστε η ΕΚΤ να σε αντιμετωπίζει όπως όλες τις χώρες).
  • Διαπραγμάτευση (αλλαγή σε επίπεδο ΕΕ των δημοσιονομικών κανόνων).
  • Πολιτικές για αύξηση πληθυσμού (απαραίτητος παραγωγικός συντελεστής).
  • Πολιτικές για αύξηση κεφαλαίου και τεχνολογίας στα πλαίσια της ψηφιοποίησης και του πράσινου καπιταλισμού.

Η αριστερή ριζοσπαστική απάντηση

Ads

Μία αριστερή ριζοσπαστική απάντηση στα προβλήματα αυτά οφείλει να βλέπει μακριά και να αντιμετωπίζει την πολλαπλή κρίση (κλιματική, υγειονομική, οικονομική) με όρους ανθρώπινης πλανητικής επιβίωσης και όχι κεφαλαιακής συσσώρευσης και επιχειρηματικής κερδοφορίας. Γιατί όπως έχει αποδείξει η ιστορία των τελευταίων 5 δεκαετιών τα βραχυχρόνια οικονομικά συμφέροντα είναι αυτά που λαμβάνουν τις αποφάσεις και επειδή βρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό και σύγκρουση αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την κλιμακούμενη περιβαλλοντική καταστροφή.

Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η μετάβαση σε μία βιώσιμη, δίκαιη και οικοσοσιαλιστική οργάνωση της ανθρώπινης οικονομίας και κοινωνίας δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική στα πλαίσια της αναρχίας των αγορών, της υπερχρέωσης των οικονομιών και των λιπόψυχων και καθυστερημένων κυβερνητικών «πράσινων» παρεμβάσεων. Ακόμη και το περίφημο Ταμείο Ανάκαμψης στο οποίο όλοι (Δεξιά και Αριστερά) έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους για έξοδο από την κρίση είναι too little, too late. Απαιτείται δημοκρατικός κεντρικός σχεδιασμός της αναδιοργάνωσης των οικονομιών σε εθνική και σε παγκόσμια βάση με παράλληλη ρύθμιση και μερική διαγραφή των χρεών. Και αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μιας αριστερής ριζοσπαστικής κυβέρνησης με διεθνιστικό όραμα και ολιστικό σχέδιο.

Το πραγματικό ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν θέλουμε απεριόριστο έλλειμμα (και δαπάνες με παροχές) ικανό να χρηματοδοτείται από την ΕΚΤ βάσει της Νέας Νομισματικής Θεωρίας, ή πλήρη σεβασμό των δημοσιονομικών κανόνων κι επιστροφή σε μία άτυπη μνημονιακή πολιτική τύπου 2015-18. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η Αριστερά μπορεί να σηκώσει το τεράστιο βάρος της πλανητικής διάσωσης και κοινωνικής χειραφέτησης.

Είναι βέβαιο, πάντως, πως ακόμη και με συμβατική μεταρρυθμιστική διαχείριση, η «δεύτερη φορά Αριστερά» δεν μπορεί να είναι σαν την πρώτη. Όχι μόνο γιατί αντιμετωπίζει διαφορετικές πλέον συνθήκες, αλλά και γιατί τώρα υποτίθεται ότι έχει εξάγει τα συμπεράσματα από τα λάθη και την εμπειρία της «πρώτης φοράς» ώστε να γνωρίζει περισσότερα και καλύτερα για το πώς πρέπει να πορευτεί.

Ασφαλώς κι έχουν δίκιο οι Λιάκος-Μπίστης όταν λένε πως η χώρα είναι υπερχρεωμένη, με ισχνή παραγωγική βάση και πως η κατάσταση είναι εύθραυστη. Όμως, δεν βρισκόμαστε στο απρόβλεπτο 2015 και δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι στις νέες δυσκολίες «οι πρώτοι που θα την πληρώσουν είναι τα λαϊκά στρώματα και η μεσαία τάξη». Αυτό εξαρτάται από την πολιτική που θα εφαρμόσουμε.

Όσοι προτάσσουν τους δημοσιονομικούς περιορισμούς δεν αντιλαμβάνονται, μάλλον, πως η Αριστερά έρχεται στην κυβέρνηση με πρόγραμμα αλλαγής συσχετισμών, κανόνων και θεσμών προκειμένου να αλλάξει την ίδια την κοινωνία. Συνεπώς, ξεκινά τους σχεδιασμούς της από το τι θέλει να κάνει και αναζητεί τα μέσα για τον σκοπό αυτό λαμβάνοντας υπόψη τους έξωθεν περιορισμούς. Δεν ξεκινά από τους περιορισμούς…Χωρίς πολιτικό σχέδιο κοινωνικής αλλαγής και ανάλογη βούληση εφαρμογής του, η «δεύτερη φορά» Αριστερά ενδεχομένως να είναι και η τελευταία..