Διαβάζοντας κανείς τα ρεπορτάζ στις εφημερίδες για τον ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο διάστημα βλέπει την αναφορά στον Μπάιντεν. Κατανοητό σ’ ένα βαθμό γιατί με την επίθεση που δέχεται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα πρέπει να χρησιμοποιεί και παραδείγματα από τον υπόλοιπο πλανήτη για να δείχνει ότι δεν επικαλείται εξωπραγματικά ή ανεφάρμοστα πράγματα. Ως εδώ καλά, αλλά:

Ads
  1. Το πρόγραμμα Μπάιντεν είναι το πρόγραμμα Ομπάμα στην πρώτη θητεία και μεσούσης της χρηματοπιστωτικής κρίσης και σήμερα εμφανίζεται λίγο πιο μπροστά γιατί κι εκεί η κοινωνική κίνηση ανέδειξε και νέα υποκείμενα.
  2. Ένα αντίστοιχο πρόγραμμα πήρε λαϊκή εντολή το 2015 κι έσπασε τα μούτρα του στην αδιαλλαξία του Σόιμπλε, των σκοτεινών κοστουμιών της βρυξελλιώτικης γραφειοκρατίας και η δήθεν πολιτική Ευρώπη είχε πάθει στην καλύτερη των περιπτώσεων μούγκαφον και στη χειρότερη έλεγε “φάτε τον”.

Το τι συνέβη είναι γνωστό, έχει παράξει πολιτικά αποτελέσματα, έχει καταγραφεί στην ιστορία. Είναι η στιγμή που η ΕΕ κάνει ιμπεριαλιστικού τύπου επέμβαση σε μια χώρα (και μάλιστα μέλος της) καταλύοντας τη δημοκρατία. Αυτό ως σχόλιο και για τις άλλες υποκρισίες της ΕΕ.

Αυτό που προκύπτει είναι ότι ο Μπάιντεν είναι ΗΠΑ, που πέρα από ΗΠΑ σε μέγεθος έχουν αυτόνομη οικονομική και νομισματική πολιτική. Ένα αντίστοιχο πρόγραμμα στην Ευρώπη, όπως έχει δείξει η πρόσφατη ιστορία, θα έπρεπε να απασχολήσει πολλά κρίσιμα Eurogroup τουλάχιστον. 

Ακόμα και για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης η ΕΕ δεν φάνηκε να έβαλε μυαλό. Θετικό ότι χαλάρωσε το Σύμφωνο Σταθερότητας του ευρώ, ένα πουλάκι όμως πρόσφατα από την Αθήνα κελάηδησε πως μόλις τελειώσει η κρίση, ο ζουρλομανδύας των πλεονασμάτων θα πρέπει να επανέλθει και όποιος το διάβασε τσουτσούριασε (και από τους κυβερνώντες).

Ads

Αρνητικό, ότι δεν έχει καταλήξει ακόμα στο Ταμείο Ανάκαμψης και δεν φαίνεται να καταλήγει οριστικά πριν τις γερμανικές εκλογές. Δεν έβαλε μυαλό λοιπόν.  Και τα πάντα – ακόμα και ως συζήτηση – εξαρτώνται από τις γερμανικές εκλογές. 

Είναι μια ευκαιρία όμως η post covid εποχή, και όσα συμβαίνουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ώστε  ν’ ανοίξει η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης.

Μια συζήτηση που θα πρέπει ν’ αποκτήσει δυναμικά χαρακτηριστικά και να μην εξελιχθεί και κυρίως να μην περατωθεί μεταξύ κυβερνήσεων και τεχνοκρατών ή μεταξύ ισχνών πολιτικών ομάδων. O covid είναι εκτός από κρίση και τομή, αλλά και ευκαιρία η γενιά της κρίσης, η γενιά του μεγαλύτερου πειράματος βιοπολιτικής με τον περιορισμό ελευθεριών, να συναντηθεί με τις γενιές της επισφάλειας, το ευρωπαϊκό πρεκαριάτο με τη ριζοσπαστική οικολογία, τα κινήματα υπέρ των προσφύγων και φυσικά την αριστερά σε μια δομική αμφισβήτηση της Ευρώπης του νεοφιλελευθερισμού και της ακροδεξιάς. Ένα αναβαθμισμένο και πιο έμπειρο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ δηλαδή.

Η κεντροαριστερά δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ. Είναι κατασκευασμένος ευφημισμός της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και όταν παραδόθηκε οριστικά στο νεοφιλελεύθερο δόγμα (διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, Μπλερ – Σημίτης κι από κοντά και ο Ντ’ Αλέμα μη χάσει, όλοι υπό τη σεπτή καθοδήγηση του Σρέντερ).

Υπάρχει όμως πάντα η δεξιά που πέρα από την Τορά του νεοφιλελευθερισμού βρίσκει τρόπους να αλλάζει βιτρίνα ριζοσπαστικά και να μετακινείται πιο δεξιά. Και δυστυχώς δεν απελευθερώνει δυνάμεις στο κέντρο, αλλά τις συμπαρασύρει.

Το ερώτημα λοιπόν είναι, αν η πολιτική αριστερά στην Ευρώπη μπορεί να συναντηθεί με τα κοινωνικά στρώματα που την αφορούν και με την κοινωνική ριζοσπαστική αριστερά και τα νέα ρεύματα και φυσικά τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας που επανατοποθετούνται μετά και τις ήττες, αλλά και το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ. Πάρα πολύ απαραίτητες προϋποθέσεις όλα αυτά για να μην χρειάζεται ένα πρόγραμμα “τύπου Μπάιντεν” πολλά κρίσιμα Eurogroup.

Στην ελληνική ιδιαιτερότητα (που όμως είναι συνδεδεμένη και με την πραγματικότητα των άλλων), υπάρχει μια εκτίμηση που λέει ότι το 2019 ηττήθηκε η αριστερά, το είπε εντελώς χυδαία πρόσφατα ο Μητσοτάκης. Δυστυχώς όμως και εντός της αριστεράς υπάρχει αυτή η εκτίμηση.

Ένα εντελώς λανθασμένο συμπέρασμα γιατί:

α. Και το 32% δεν το λέει κανείς στρατηγικού χαρακτήρα ήττα. Και στην ελληνική βουλή εκπροσωπούνται ένα πολύ μεγάλο και δύο μικρότερα κόμματα με αναφορά στην αριστερά και τις υποτελείς τάξεις

β. Ηττήθηκε ένα κόμμα που αναγκάστηκε να εφαρμόσει ένα ξένο πρόγραμμα καταφέρνοντας όμως και να λειάνει αιχμές και γωνίες αυτού του ξένου προγράμματος και τελικά να θωρακίσει τη χώρα έναντι νέων απειλών και νέων κρίσεων (το μαξιλάρι των 37 δισ. που διασώζει την Ελλάδα στην πανδημική κρίση). Ηττήθηκε όμως κι ένα κόμμα που σπατάλησε όλες τις δυνάμεις και τις δυνατότητες στο να ξεπεράσει η χώρα την μακρά μνημονιακή περιπέτεια των καταναγκασμών και υπήρξε άτολμο για μια σειρά από ριζοσπαστικές πολιτικές (με μόνη εξαίρεση τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία δυστυχώς ένα τμήμα του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ υποβιβάζει ως ένα θέμα που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα από τα δεξιά στον Μητσοτάκη) σε πεδία έξω από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής aka μνημόνιο. Το τελευταίο πολύ κρίσιμο και για την εκλογική του πορεία, γιατί το 2015 οι νίκες δεν ήταν πάνω σε ένα οικονομικό πρόγραμμα και μόνο, αλλά κυρίως στο αίτημα της πολιτικής αλλαγής.

Σήμερα το πολιτικό σχέδιο “κεντροαριστερά – μεγάλη δημοκρατική παράταξη” δεν είναι ικανό να σταθεί εμπόδιο, να ενεργοποιήσει εξελίξεις ώστε να διαμορφωθούν οι συνθήκες πολιτικής αλλαγής απέναντι στα χειρότερα που ήρθαν. Και όχι γιατί δεν αρέσει σε κάποιον που αυτοπροσδιορίζεται αριστερός.

Έχει μικρή σημασία τι αρέσει στον καθένα. Αριστεροί και αριστερές όμως έχουν κάθε δικαίωμα ν’ αγωνιούν για το ποια φυσιογνωμία βοηθά και να ευοδωθεί πολιτικό σχέδιο. 

Εκλογικά αποτελέσματα, δημοσκοπήσεις, αλλά και αναλύσεις κοινωνικών τάσεων και κοινωνικών λειτουργιών από εξαιρετικούς επιστήμονες και think tank  δείχνουν για αυτή την περίοδο και μεγάλες δυσκολίες, αλλά και απογοητεύσεις και ρηγματώσεις που μπορούν ν’ ανοίξουν νέα πεδία 

Είναι άλλο να μην θέλει να δει κάποιος τα νέα πεδία και άλλο να υποστηρίζει πως δεν υπάρχουν. Πάντως σε όλες αυτές τις αναλύσεις (που χρησιμοποιούν και data) το σχέδιο της κεντροαριστεράς δεν παίζεται άσσος και over. Παρατηρείται βέβαια και μια σπάνια παραδοξότητα, αλλά όποιος παρακολουθεί από το 2008 τους δημοσιολογούντες του “ακραίου κέντρου” έχει εξηγήσεις για το μίσος και την εχθροπάθεια απέναντι σε ένα πρόσωπο.

Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, αν και κυβέρνησε στις συνθήκες που κυβέρνησε, να επιδιώξει τη διαμόρφωση των συνθηκών για ένα come back του λαού στο προσκήνιο και άρα για πολιτική αλλαγή; Η απάντηση είναι “ναι, ειδικά γιατί κυβέρνησε στις συνθήκες που κυβέρνησε”. 

Ο covid φέρνει έναν καινούργιο κόσμο. Για το αν θα είναι πιο δυστοπικός από τον χθεσινό ή θα μπορεί να περνάει το φως – που είπε και ο Κοέν – δεν αρκεί στην ελληνική ιδιαιτερότητα ούτε το “λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά”, ούτε η υποτίμηση του πολιτικού προσωπικού του κυρίαρχου μπλοκ, ούτε κάτι κρεμάστρες της εξουσίας από το χθες με ή χωρίς σακάκι. Σε κάθε περίπτωση ο Τσίπρας είναι πολιτική προσωπικότητα παγκόσμιου βεληνεκούς για να γίνεται το φωτογραφικό φόντο οποιουδήποτε. 

Η ελληνική ιδιαιτερότητα – επειδή ο πολιτικός χρόνος ούτε συστέλλεται, ούτε διαστέλλεται αυθαίρετα ανάμεσα στα κενά – έχει ανάγκη: πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες, πολιτική μεγαλοψυχία και μεταμέλειες που θα μπορούν να είναι κι ένα σήμα μιας νέας αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης για την οικοδόμηση ενός νέου “αντί” πάνω σε πολύ συγκεκριμένα επίδικα που απασχολούν τις μεγάλες δεξαμενές των από εδώ ακροατηρίων και στον παρονομαστή θα έχουν την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία.

Το σύστημα επιχειρεί  ο Μητσοτάκης να επιβληθεί ως “νέος Σημίτης”. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και οι πολλά χρόνια ενασχολούμενοι με την πολιτική καταλαβαίνουν ακριβώς το περιεχόμενο αυτού του σχεδίου. Καλό είναι λοιπόν αγχώδεις αναγνώσεις και άρα λανθασμένες αποτυπώσεις να μην επιτρέψουν να χαθεί το momentum του κάτι (που μπορεί και να υπάρξει) και δυστυχώς να μετατεθεί η απάντηση στο κάποτε.