Τα πολιτικά κόμματα προσέρχονται στις εκλογές παρουσιάζοντας στους ψηφοφόρους τρία διακριτά σύνολα.

Ads

Πρώτον, το πολιτικό τους προσωπικό, δηλαδή τους υποψήφιους βουλευτές και τον υποψήφιο πρωθυπουργό.
Δεύτερον, τις προγραμματικές τους θέσεις, τις δεσμεύσεις και τις εν γένει επεξεργασίες τους.
Και τρίτον, τις γενικότερες πολιτικο-ιδεολογικές τους σταθερές, που τα τοποθετούν στον άξονα Αριστερά-Δεξιά.

Οι πολίτες δεν δίνουν συνήθως το ίδιο βάρος και στα τρία, αν και οι γηραιότεροι ψηφοφόροι τείνουν να επιλέξουν ψηφοδέλτιο με βάση το «χρώμα». Συνήθως, ιδιαίτερο βάρος αποδίδεται στην υποψηφιότητα του πρωθυπουργού, με τη λογική ότι αυτός ή αυτή εκφράζει και συμπυκνώνει όλα όσα έχει να πει ή μπορεί να επιτύχει ένα κόμμα.

Αυτή η εκτίμηση είναι βέβαια λανθασμένη. Η πείρα δείχνει ότι πάρα πολλά στη διάρκεια μιας κυβερνητικής θητείας εξαρτώνται από την ποιότητα του συνολικού πολιτικού προσωπικού και την ύπαρξη επεξεργασμένων θέσεων. Όμως, είτε το θέλουμε είτε όχι, στη μεταμοντέρνα πραγματικότητα που ζούμε, όλοι έχουν στραμμένα τα βλέμματα στον «αρχηγό».

Ads

Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι ενδιαφέρον να δούμε τα αποτελέσματα των πιο πρόσφατων δημοσκοπήσεων, διότι αλλού δείχνουν τα λεγόμενα «ποιοτικά ευρήματα» και αλλού η λεγόμενη «καταλληλόλητα πρωθυπουργού». Η αντιπολίτευση έχει μεν το προβάδισμα σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικών ζητημάτων, αλλά ο Μητσοτάκης αναδεικνύεται καταλληλότερος ως πρωθυπουργός -και με διαφορά.

Αναρωτιέμαι γιατί συμβαίνει αυτό, δεδομένου ότι η εικόνα του νυν πρωθυπουργού δεν θα μπορούσε να είναι πιο τραυματισμένη. Μην τα ξαναλέμε: δώρα δισεκατομμυρίων στους έχοντες μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, αίσχη της αστυνομίας, παρακολουθήσεις, Τέμπη, και τόσα άλλα.

Πολλοί αποδίδουν το άφθαρτο του Μητσοτάκη στην προστασία που του παρέχουν τα συστημικά ΜΜΕ και στις «θυσίες» που έχουν γίνει σε κυβερνητικό επίπεδο, ώστε να φαίνεται ότι δεν έχει ευθύνη για τα κακώς κείμενα. Αρκεί όμως αυτό; 

Προφανώς δεν αρκεί. Στον Αλέξη Τσίπρα παραμένει εν μέρει η ζημιά που του έχει προκαλέσει η ρητορική του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου: η «λαδιά» του αναξιόπιστου, εκείνου που μπορεί να αλλάζει ριζικά ρότα, όταν καταλάβει ότι οι συνθήκες δεν τον ευνοούν -όπως το 2015.

Ο κόσμος λέει ότι καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια μεθόδευση, την οποία χρησιμοποιούν συστηματικά όλα τα κόμματα -του ΠΑΣΟΚ συμπεριλαμβανομένου.

Η ερώτηση είναι τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ για να αντιμετωπίσει αυτό το έλλειμμα αξιοπιστίας, που, από ό,τι φαίνεται, του στερεί ό,τι χρειάζεται για να διασφαλίσει τη νίκη.

Ο τέως πρωθυπουργός έχει εξηγήσει πολλές φορές τι συνέβη το 2015 και γιατί ήταν υποχρεωμένος να αλλάξει πορεία. Αλλά αυτό το ακούνε όσοι είναι σχετικά καλοπροαίρετοι και πρόθυμοι να το πιστέψουν. Οι υπόλοιποι υιοθετούν ό,τι κυκλοφορεί στα ΜΜΕ, από το οποίο προκύπτει ότι ο μεν Μητσοτάκης τηρεί τα υπεσχημένα, ενώ ο Τσίπρας άγεται και φέρεται από τον καιροσκοπισμό του.

Και οι θέσεις; Οι θέσεις είναι το σημαντικότερο, αλλά τα πρόσωπα στέκονται ανάμεσα σ’ αυτές και τους ψηφοφόρους. Και σωστά. Διότι τι αξία έχουν τα λόγια, όταν βγαίνουν από αναξιόπιστα στόματα;

Η καλύτερη διέξοδος για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα αξιοπιστίας η αξιωματική αντιπολίτευση είναι να βγάλει μπροστά ένα πολιτικό προσωπικό, που είναι αποδεδειγμένα ικανό και κυρίως άφθαρτο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ανανέωσε κατά πολλούς τρόπους τα ψηφοδέλτιά του, αλλά ένα πραγματικά νέο προφίλ χρειάζεται πολύ περισσότερα από ποσοστώσεις και κεντρογενείς. Κατά τούτο λοιπόν, η συμπλήρωση των ψηφοδελτίων και η συγκρότηση του ψηφοδελτίου επικρατείας αναδεικνύονται σε πολιτικά εργαλεία πρώτου μεγέθους.

Πολλές φορές η λύση είναι μπροστά στα μάτια μας, αλλά αρνούμαστε να τη δούμε. Εμπροσθοφυλακή στον ΣΥΡΙΖΑ -και στην Αριστερά γενικότερα- πρέπει να γίνουν οι νέοι. Νέοι από κάθε άποψη, ηλικιακά, μορφωτικά, διανοητικά. Αυτό ήταν το τεράστιο πλεονέκτημα του κόμματος το 2012 και το 2015 και αυτό είναι που κινδυνεύει τώρα να χάσει, αν προτιμήσει την ασφάλεια που υπόσχονται τα άσπρα μαλλιά και οι γκρίζοι κρόταφοι. 

Και για να προλάβω κάτι άλλο: μέχρις αποδείξεως του εναντίου, οφείλουμε να θεωρήσουμε ότι οι ηλικιωμένοι που γίνονται νεότεροι όσο γερνούν υπάρχουν μόνο στα τραγούδια.