Ο Άγγελος Τσέκερης, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην διευθυντής της Αυγής, κάνει μια πρώτη αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος και σχολιάζει που κατά τη γνώμη του οφείλεται η πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τι πρέπει να γίνει από εδώ και στο εξής

Ads

– Στους ψηφοφόρους 17-35 η Νέα Δημοκρατία πήρε 27.7% δηλαδή 13 μονάδες κάτω από το πανελλαδικό της ποσοστό. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 20%. Στις εκλογές του 2019 το αντίστοιχο αποτέλεσμα ήταν 35% για την ΝΔ και 39% για τον ΣΥΡΙΖΑ.

– Σε σχέση με το 2019, στην πιο ισχυρή ηλικιακή του ομάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει 19 μονάδες, έναν στους δυο. Έχει ενισχύει, κατά κύριο λόγο την αποχή. Αυτό δεν εξηγείται ούτε με την υπεροπλία του αντιπάλου στα ΜΜΕ, ούτε με την λιποταξία του ΠΑΣΟΚ απο την απλή αναλογική, ούτε με την δραματική αστοχία του Γ. Κατρουγκαλου που εμφανιζεται σήμερα περίπου σαν πισώπλατο χτύπημα.

– Αυτή η ήττα δεν εξηγείται, βεβαιως,  ούτε με το πού τοποθετείται ο ΣΥΡΙΖΑ στο φάσμα αριστεράς – σοσιαλδημοκρατίας, που είναι η άλλη μεγάλη μας συζήτηση, γιατί μας είναι και η πιο εύκολη. Το πρόβλημα είναι πολύ πιο βασικό: όλοι αυτοί θεώρησαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν άξιζε τον κόπο. Η πολιτική που παράγει δεν τον κάνει συμπαθή. Και στον βαθμό που και το 2019, την ίδια πολιτική ακολουθούσε πάνω κάτω, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στο περιεχόμενο. Εντοπίζεται στην ποιότητα.

Ads

– Το να ασχοληθούμε με την ποιότητα και το επίπεδο της πολιτικής που παράγουμε, είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο θέμα. Στην πραγματικότητα δεν θελουμε να το κουβεντιάσουμε γιατί δεν ξέρουμε πώς να το λύσουμε. Είμαστε μονταρισμένοι με τέτοιον τροπο, ώστε αυτό να είναι το περισσοτερο που μπορούμε να καταφέρουμε

– διότι η διάταξη των δυνάμεων μας, προκύπτει από άλλες προτεραιότητες. Αφού αυτό είναι το περισσότερο που μπορούμε να καταφέρουμε, στο τέλος το κάνουμε και πλεονέκτημά μας: ένα ελαφρώς ακατέργαστο πολιτικό αποτέλεσμα, είναι λαϊκότητα, είναι αυθεντικότητα, είναι υπέρβαση του ελιτισμού… και όταν καταλαβαίνουμε το πρόβλημα – συνήθως το καταλαβαίνουμε στις εκλογές – πάμε να το λύσουμε κάνοντας αουτσόρσινκ απέξω: μιντιακούς, σελέμπριτις, τοπικούς παράγοντες με έτοιμη πελατεία και τέτοια.

– Τι εννοούμε μιλώντας για ποιότητα; Εννοούμε μια δημόσια εικόνα που να είναι επαρκής, σταθερή και αυθεντική. Απέχουμε πάρα πολύ από αυτό και η απόδειξη είναι ότι τέσσερα ή πέντε στελέχη μας που καταφέρνουν να το εκφράσουν σε προσωπικό επίπεδο, είναι και τα μονα που έχουν ευρεία αποδοχή σε θετικές γνώμες. Με εξαίρεση αυτούς, η συνολική μας εικόνα είναι μετρίου επιπέδου και ακατέργαστη. Και δεν μιλαω για άτομα. Ένα ένα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά γενικό κανόνα και σε πολύ μεγάλο ποσοστό έντιμοι και σοβαροί άνθρωποι. Πολλοί είναι και διαβασμένοι. Όλοι μαζί όμως είμαστε χειρότεροι από ότι ένας ένας ξεχωριστά. Και αυτό είναι ένδειξη ότι το κόμμα δεν λειτουργεί με σωστό τροπο.

– Αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να μας ρίχνει από τα συννεφα, γιατί στην πραγματικότητα μας απασχολεί εδώ και καιρό. Η άποψή μου είναι η εξης: από την διακυβέρνηση του 2015 – 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε στην διαδικασία αυτού που ο Δραγασάκης αποκάλεσε «βίαιη ωρίμανση». Η βίαιη ωρίμανση ανέδειξε τα θετικά χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης μας – ιδιαίτερα στον κοινωνικό τομέα και την διαφάνεια – ανέδειξε όμως και αντιφάσεις. Από τότε, το κόμμα ασχολείται εσωτερικα με κυρίως δυο κατηγορίες προβλημάτων.

Η μια είναι μια «συμπεριλήτικοτητα» που επιδεικνύουμε στην προσέγγιση και στον προσεταιρισμο ανθρώπων, χωρίς να είναι ορατές οι κοινές αρχές που μας συνδέουν. Ας μην κρυβόμαστε, ως κυβέρνηση της Αριστεράς βρεθήκαμε να συνομιλούμε με απίθανους τύπους, στα μυαλά κάποιων μάλιστα, ωρίμαζε και το σχέδιο να φτιάξουμε από όλα αυτά τα φερτά υλικά ένα αναχωματάκι κόντρα στο γιγάντιο σύστημα διαπλοκής της ΝΔ. Η δεύτερη κατηγορία προβλημάτων αφορούσε τα θέματα ύφους. Η δημοκρατία έχει κανόνες συμπεριφοράς. Δεν μπορείς να χτίσεις ηγεμονία αν δεν τους σέβεσαι, θεωρώντας μάλιστα την κακοποίησης τους και πλεονέκτημά σου.

– Μα καλά τώρα, θα πει καποιος, είναι σοβαρά θέματα αυτά για μια κυβέρνηση που έκλεισε το πρόγραμμα, έβαλε 2 εκατομμύρια ανθρώπους σε περίθαλψη υπό τις ζητωκραυγές του ΠΟΥ και έδειξε στην χώρα και τους μικρομεσαίους τι σημαίνει έντιμη διαχείριση των ΕΣΠΑ; Είναι σοβαρότερα από ότι θα θέλαμε να πιστεύουμε. Γιατί τετοιες παραφωνιες έδωσαν πολυάριθμες λαβες για μια τεράστια εναντίον μας επιχείρηση αποδόμησης, την οποία δεν καταφέραμε να διαχειριστούμε. Και γιατί δημιουργούσαν αμφιβολίες, στενοχώρια και ένταση στο εσωτερικό του δικού μας κόσμου. Αυτή νομίζω ήταν η συζήτηση στο κόμμα, το 2019, μετά τις ήττες στις ευρωεκλογές και τις δημοτικές εκλογές του 2019. Και ήταν μια συζητηση βαρειά, παρότι, σοβαρές πολιτικές διαφορές δεν υπήρχαν.

– Το 2019 μετά τις βουλευτικές και το αξιοπρεπέστατο αποτέλεσμα, είχαμε μια εξαιρετική ευκαιρία: να συζητήσουμε για όλα αυτά, να τα ξεκαθαρίσουμε, να βάλουμε στην άκρη τα αρνητικά σημεία της διακυβέρνησης μας, προκειμένου να πετύχουμε δυο βασικά πράγματα: πρώτον να δείξουμε στον κόσμο ότι καταλαβαίνουμε και ότι τον σεβόμαστε. Και δεύτερον να μπορέσουμε να υπερασπιστούμε πιο αποφασιστικά τα θετικά του απολογισμού μας.

– Θα ήταν όμως μια άβολη συζήτηση για κάποιους συντρόφους. Έτσι την προσπεράσαμε δια την «φυγής προς τα εμπρός», που δεν πιάνει ποτέ. Καλέσαμε τον κόσμο να μαζικοποιήσει το κόμμα, χωρις μισή κουβέντα ουσιαστικής κριτικής. Λες και είχαμε δικαιωθεί, λες και είχαμε κερδίσει.

– Από την στιγμή εκείνη τραβήχτηκε μια διαχωριστική: αυτοί που είναι με το μπροστά και αυτοί που θέλουν επιστροφή στο 3%. Κάθε συζήτηση για πιο περίπλοκα πράγματα, τέθηκε στο περιθώριο.

– Η διεύρυνση του κόμματος υπήρξε η βασική μας στρατηγική για την επάνοδο στην κυβέρνηση. Αυτή λοιπόν είναι που αποδοκιμάστηκε. Είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε τις αιτίες. Πάρα πολυς κοσμος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα με πραγματικά αγνες και ειλικρινεις προθεσεις. Κινητοποιήθηκαν ομως και μηχανισμοί, σε ένα επίπεδο που δεν μας άξιζε και που κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να προστατεύσει. Έτσι, η διεύρυνση δεν παρήγαγε πολιτική, δεν απελευθέρωσε δυναμική, δεν ενίσχυσε το ηθικό του κόσμου μας, δεν μας ανανέωσε. Παρήγαγε ανταγωνισμούς, τριβές και ειλικρινή ανθρώπινη στενοχώρια. Παρήγαγε και πολύ, πάρα πολύ παραγοντισμό. Εγγραφές σε σακούλες, αδράνεια και αμηχανία στις υπερφορτωμενες από νέα μέλη, οργανώσεις, κατακόρυφη πρώτη του επιπέδου των πολιτικών μας λειτουργιών.

Η μοιραία προσαρμογή του κόμματος σε μια χαμηλών απαιτήσεων κατάσταση, οδήγησε, στο αποτέλεσμα του Ιουνίου. Σε όλη την προηγούμενη περίοδο ήμασταν καθηλωμένοι στο 22%, φορτωμένοι με τόνους αρνητικής γνώμης, χωρίς να έχουμε το θάρρος να αναρωτηθούμε γιατί. Περιμέναμε να φθαρεί ο Μητσοτακης για να στραφεί το 20% προς εμας, χωρις εμεις να κάνουμε κάτι. Και φτάνοντας επιτέλους στις εκλογές, κάναμε ο,τι μπορούσαμε για να αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους, με μια καμπάνια που, όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, είχε όλα τα επικοινωνιακά λάθη μαζεμένα: στο περιεχόμενο, στον τόνο, στους στόχους. Όχι γιατί πήραμε τον δρόμο στραβά, αλλά επειδή αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε, απέναντι σε έναν αντίπαλο που δούλευε επαγγελματικά και χωρίς τον παραμικρό ηθικό φραγμό.

– Τώρα πρέπει να ξεμπερδέψουμε την κατάσταση  – και εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μας βοηθάει σε μια ώριμη συζήτηση. Γιατί παρέχει δυνατότητα κακών πρακτικών, όπως οι μαζικές εργαλειακες εγγραφές μελών. Όταν το καταστατικό επιτρέπει κακές πρακτικές, κάποιοι θα βρεθούν να τις ασκήσουν. Και όταν κάποιοι τις ασκήσουν, όσοι δεν τις ασκούν θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση. Και όλο αυτό εκτοπίζει την ουσιαστική πολιτική συζήτηση και μετατρέπει τα πάντα σε ανταγωνισμό για τους εσωτερικούς συσχετισμούς. Δηλαδή το τελευταίο πρόβλημα που έχουμε να λύσουμε (είναι λυμένο άλλωστε) αλλά το μοναδικό που ξέρουμε να λύνουμε. Άντε λοιπόν και το ξαναλύνουμε. Σε ποιο από τα αιτία της ελεύθερης απανταει αυτό;

– Από την Κυριακή το βράδυ φαίνεται να διαμορφώνονται δυο κατευθύνσεις. Η μία είναι να πάμε με φαστ τρακ διαδικασίες, δημοψηφισματικού χαρακτήρα, που αποκλείουν κάθε συζήτηση ουσίας. Άρα να επαναλάβουμε την «φυγή προς τα εμπρός» του 2019. Η άλλη είναι να πάμε σε ένα έκτακτο συνέδριο, αντάξιο ενός σοβαρού και ώριμου αριστερού δημοκρατικου κόμματος.

Με συνέδρους τόσους ώστε να μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση και να είναι εφικτες τεχνικά οι ψηφοφορίες. Και εκεί, με διαδικασιες και συζήτηση ουσίας, με διαφωνιες και συναινέσεις, να δρομολογηθει η πολιτική οργανωτική και λειτουργική ανασυγκρότηση του κόμματος. Με συνέδρους τόσους ώστε να μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση και να είναι εφικτες τεχνικά οι ψηφοφορίες. Και εκεί, με διαδικασιες και συζήτηση ουσίας, με διαφωνιες και συναινέσεις, να δρομολογηθει η πολιτική οργανωτική και λειτουργική ανασυγκρότηση του κόμματος σε όλα τα επίπεδα. Δηλαδή η ανανέωση για την οποία μίλησε ο Τσίπρας την Κυριακή το βράδυ.

*Από τον λογαριασμό του στο fb