Ας εξετάσουμε το κεντρικό επιχείρημα των φεντεραλιστών που είναι υπέρ μιας προοδευτικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (στους οποίους συμπεριλαμβάνω το DiEM25): την ανάγκη για ένα σημαντικά ενδυναμωμένο, «κυρίαρχο» Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ), και την ιδέα ότι η μόνη βιώσιμη εναλλακτική στην τρέχουσα «διακυβερνητικοποίηση» της Ε.Ε. είναι η «κοινοβουλευτοποίησή» της.

Ads

Πρώτον, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι το πέρασμα σε μια υπερεθνική ευρωπαϊκή δημοκρατία σημαίνει – στην καλύτερη περίπτωση – ότι τη διαχείριση όλων των μεγάλων οικονομικών, δημοσιονομικών (και νομισματικών;) πολιτικών αποφάσεων που αφορούν την Ε.Ε. και την ΟΝΕ θα αναλάμβανε μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη (μέσω του ΕΚ) «Ευρωπαϊκή κυβέρνηση». Αυτό θα άφηνε πολύ μικρό περιθώριο για «διανομή εξουσιών» με τα εθνικά κοινοβούλια σε αυτά τουλάχιστον τα κεντρικά ζητήματα. Έχοντας αυτά κατά νου, πρέπει να αναρωτηθούμε: είναι οι Ευρωπαίοι πολίτες έτοιμοι να αποδεχτούν μια τέτοιου είδους νομιμοποίηση για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο;

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτές οι πολιτικές αποφάσεις είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό εκτός του ελέγχου των κρατών μελών, και ότι μια «Ευρωπαϊκή κυβέρνηση» λειτουργεί ήδη – οπότε το ζητούμενο είναι ο «εκδημοκρατισμός» της. Παρότι αληθής, αυτός ο ισχυρισμός συνιστά κατά τη γνώμη μου ταυτόχρονα μια ανεπαρκή απάντηση. Είναι πολύ εύκολο να πει κανείς ότι ένα υπερ-εθνικό σύστημα λήψης αποφάσεων με επίκεντρο το Ευρωκοινοβούλιο θα ήταν περισσότερο νομιμοποιημένο από το τωρινό σύστημα τεχνοκρατικής διακυβέρνησης, μπορεί όμως να πει και ότι θα ήταν αρκετάνομιμοποιημένο ώστε να διασφαλίζει πως οι Ευρωπαίοι πολίτες θα αποδέχονταν τις κατά πλειοψηφία λαμβανόμενες αποφάσεις του με τον ίδιο τρόπο που αποδέχονται σήμερα (σε μεγάλο βαθμό) τις κατά πλειοψηφία λαμβανόμενες αποφάσεις των εθνικών κοινοβουλίων;

Ας υποθέσουμε ότι το επιθυμητό σύστημα ήταν ήδη εγκατεστημένο: δεδομένης της τωρινής σύνθεσης του ΕΚ (με τους συντηρητικούς στη σχετική πλειοψηφία και μια μειοψηφία σοσιαλδημοκρατών που μοιράζονται πολλές από τις ιδεολογικές παραδοχές των πρώτων), δεν θα ήταν εύλογο να υποθέσουμε ότι το ΕΚ θα είχε «δημοκρατικά» επιβάλει στην Ελλάδα (και την Ισπανία, την Πορτογαλία, κ.λπ.) λίγο-πολύ τις ίδιες πολιτικές λιτότητας που επέβαλε και η τρόικα; Θα αρκούσε αυτό το γεγονός για να κάνει τις εν λόγω πολιτικές περισσότερο αποδεκτές στα μάτια των Ελλήνων, των Ισπανών, των Πορτογάλων; Δυσκολεύομαι πολύ να το πιστέψω.

Ads

Μετα – δημοκρατία

Υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που δεν μπορούν να παραβλεφθούν αλλά πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά μέτωπο και τα οποία, σε γενικές γραμμές, υποδεικνύουν μια βαθύτερη κρίση της εκλογικής-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι τις τελευταίες δεκαετίες γινόμαστε μάρτυρες μιας «απίσχνασης» της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας. Στις μακρόβιες δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης, η προσέλευση στις κάλπες βαίνει ολοένα μειούμενη, όπως και η συμμετοχή σε όλα τα μείζονα κόμματα. Αυτή η παρακμή είναι ιδιαίτερα εμφανής στην Ευρώπη, για προφανείς λόγους. Ο Κόλιν Κράουτς επινόησε τον όρο «μετα-δημοκρατία» για να περιγράψει αυτή τη νέα κανονικότητα, την οποία όριζε ως μια κοινωνία που εξακολουθεί να διαθέτει και να χρησιμοποιεί όλους τους θεσμούς της δημοκρατίας, μετατρέποντάς τους όμως σταδιακά σε τυπολατρικά κελύφη, καθώς όλη η ενέργεια και η διάθεση για καινοτομία αφαιρείται από το δημοκρατικό πεδίο και διοχετεύεται σε μικρούς κύκλους πολιτικο-οικονομικών ελίτ.

Υπάρχουν σε γενικές γραμμές δύο τρόποι πλαισίωσης αυτού του φαινομένου. Ο πρώτος είναι να το θεωρήσει κανείς ως το περίπου αναπόφευκτο –θα μπορούσε να πει και «φυσικό»– αποτέλεσμα της οικονομικής και πολιτικής διεθνοποίησης, η οποία έχει διαβρώσει σοβαρά την ικανότητα των μεμονωμένων κρατών να αποφασίζουν για τη μοίρα τους, και κατά συνέπεια των εθνικών εκλογικών – αντιπροσωπευτικών συστημάτων να διαμορφώνουν μια γενική θέληση που να μπορεί να υποτάσσει τους θεσμούς της δημόσιας εξουσίας στους σκοπούς της λαϊκής κυριαρχίας. Σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, η μετάβαση – στο ευρωπαϊκό πλαίσιο – από μια πολλαπλότητα εθνικών (αλλά ολοένα και λιγότερο ισχυρών και κυρίαρχων) δημοκρατιών σε μια και μοναδική (και πραγματικά κυρίαρχη) ευρωπαϊκή υπερ-εθνική δημοκρατία είναι αναπόφευκτη, είτε μας αρέσει είτε όχι.

Αλλά υπάρχει και ένας δεύτερος τρόπος να πλαισιωθεί αυτή η μετάβαση προς τη μετα – δημοκρατία. Και αυτός είναι πως αυτή δεν είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της «παγκόσμιας δυναμικής» αλλά – όπως αναγνωρίζεται στη διακήρυξη των DiEM25 – το αποτέλεσμα μιας έκδηλης διαδικασίας «αποπολιτικοποίησης» που στοχεύει στο να αποσπάσει τη μακροοικονομική πολιτική από τον δημοκρατικό έλεγχο και να θέσει κρίσιμα πεδία της διοίκησης – όπως η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική – εκτός της πολιτικής διεκδίκησης. Με αυτή την έννοια, η ΟΝΕ μπορεί να θεωρηθεί η πιο ακραία μορφή αποπολιτικοποίησης που έχει επιχειρηθεί ποτέ. Σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, η αποπολιτικοποίηση των μεμονωμένων εθνικών κρατών – η οποία περιλαμβάνει και τον αυτοπεριορισμό της «κυριαρχίας» τους, αν αυτή εννοηθεί ως η έκφραση της λαϊκής βούλησης – μπορεί να κατανοηθεί ως ένας τρόπος να «παρθούν πίσω» τα δημοκρατικά και κοινωνικο-οικονομικά οφέλη που είχαν καρπωθεί οι υποτελείς τάξεις το προηγούμενο διάστημα. Εάν έχουν έτσι τα πράγματα, είμαστε σίγουροι ότι ένας περαιτέρω «εκδημοκρατισμός» των θεσμών της Ε.Ε. και της ΟΝΕ είναι ο καλύτερος δρόμος για να προχωρήσουμε;

Επιπλέον, ακόμα και αν δεχτούμε ότι η αποτυχία των εθνικών εκλογικών-αντιπροσωπευτικών συστημάτων είναι ένα ιστορικά καθορισμένο γεγονός και ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από τον εκδημοκρατισμό της ΕΕ – δηλαδή, αν δεχτούμε τη βασική παραδοχή των DiEM25 – προσωπικά θα αμφισβητούσα την αποτελεσματικότητα της «πανευρωπαϊκής» στρατηγικής του κινήματος. Το DiEM φιλοδοξεί να αλλάξει το σύστημα διακυβέρνησης της Ευρώπης «απ’ έξω» – δηλαδή, από ένα θεσμικά ανύπαρκτο πανευρωπαϊκό πεδίο– αλλά ουσιαστικά όλες οι μείζονες αποφάσεις λαμβάνονται ακόμα στο διακυβερνητικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι, ρεαλιστικά μιλώντας, οποιαδήποτε σοβαρή δομική αλλαγή –όπως ένας πραγματικός «εκδημοκρατισμός» του συστήματος – προϋποθέτει ότι οι εθνικές κυβερνήσεις θα συμφωνήσουν για μια τέτοια αλλαγή. Αν όχι, πώς αλλιώς; Και αν ναι, δεν είναι μια στρατηγική που θεωρεί το εθνικό επίπεδο πολιτικά ασήμαντο – όπως υπαινίχθηκε ο ίδιος ο Βαρουφάκης – καταδικασμένη εκ προοιμίου σε αποτυχία; Δεν υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί ένα πανευρωπαϊκό κίνημα που, έστω κι αν αποκτήσει μια πολιτισμική απήχηση, θα μείνει πολιτικά περιθωριακό;

Αλληλεγγύη και εθνικά συμφέροντα

Για να το θέσουμε διαφορετικά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η συνεργασία που βασίζεται στην αλληλεγγύη είναι πράγματι προς το συμφέρον όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Ωστόσο, στον πραγματικό κόσμο, το «εθνικό συμφέρον» μιας χώρας ορίζεται από το κυρίαρχο πολιτικο-οικονομικό καθεστώς: αν η Ευρώπη σήμερα παραμένει βαθιά διαιρεμένη από (συχνά πλασματικά) εθνοτικά, πολιτισμικά και ταυτοτικά ρήγματα, αυτό συμβαίνει γιατί είναι στο συμφέρον του ευρωπαϊκού κεφαλαίου – παρά τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια – να ακολουθεί μια στρατηγική «διαίρει και βασίλευε» απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας. Δεν σημαίνει αυτό ότι αν θέλουμε να υπερβούμε αυτές τις εντάσεις μεταξύ των κρατών πρέπει πρώτα να αλλάξουμε τους συσχετισμούς ισχύοςεντός των κρατών αυτών; Και δεν παραπέμπει αυτό στην ανάγκη μιας εθνικής μάλλον παρά πανευρωπαϊκής προσέγγισης της επιθυμητής αλλαγής;

Επίσης, η διακήρυξη του DiEM25 προσφέρει ελάχιστες ιδέες ως προς τη θέση που θα έπρεπε να πάρουν τα ευρωπαϊκά προοδευτικά κινήματα αναφορικά με την αυταρχική, ιεραρχική, «ομοσπονδιακή» ολοκλήρωση που προτείνεται και επιδιώκεται από το κατεστημένο της Ε.Ε. (και της οποίας η προτεινόμενη από τον Σόιμπλε «δημοσιονομική ένωση» αποτελεί ένα καλό παράδειγμα). Θα συμφωνούσε ο Βαρουφάκης με την ιδέα ότι η όποια περαιτέρω ολοκλήρωση θα ήταν επιθυμητήμόνον αν, όταν και στο βαθμό που συνοδεύεται από την αύξηση του κοινωνικού ελέγχου σε τοπικό, εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, και ότι θα έπρεπε να αντισταθούμε στις τρέχουσες διαδικασίες ολοκλήρωσης «από τα πάνω»;

Τέλος, η προσέγγιση του DiEM25 λαμβάνει ως δεδομένη την επιβίωση της Ε.Ε. και της ΟΝΕ. Αλλά αυτή είναι μια εξέλιξη που μένει να αποδειχθεί. Εστιάζοντας στη μεταρρύθμιση των υπαρχόντων ευρωπαϊκών θεσμών, δεν κινδυνεύει η Αριστερά να βρεθεί επικίνδυνα απροετοίμαστη μπροστά σε μια απρόβλεπτη κατάρρευση της νομισματικής ένωσης; Ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι η Γερμανία και οι άλλες χώρες του «ορντοφιλελεύθερου μετώπου» δεν θα είχαν κανένα λόγο να συναινέσουν σε μια μεταρρύθμιση της ΟΝΕ προς μια κεϋνσιανή, προοδευτική κατεύθυνση, ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που θα κατορθώναμε να πείσουμε έναν επαρκή αριθμό κρατών να υποστηρίξουν μια τέτοια πρόταση. Μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η πιθανότερη εξέλιξη θα ήταν μια έξοδος της Γερμανίας από τη νομισματική ένωση, η οποία θα οδηγούσε πιθανότατα στην κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος.

Κατά συνέπεια, ενώ οι χώρες της περιφέρειας κάνουν καλά να θέτουν ως στρατηγικό στόχο μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση της ΟΝΕ, θα έκαναν επίσης καλά να προετοιμάζονται (α) για έξοδο από την ΟΝΕ και παύση αποπληρωμής των χρεών τους αν δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τους για συμμετρική αναπροσαρμογή, ή (β) για την κατάρρευση της νομισματικής ένωσης ως συνέπειας ακριβώς των απαιτήσεων αυτών (ή άλλων εξωγενών παραγόντων). Για να το θέσω διαφορετικά, πιστεύω ότι αυτό που τελικά θα κάνει τη διαφορά, από μια προοδευτική οπτική, δεν είναι οι θεωρίες που επεξεργαζόμαστε σήμερα για το πώς θα θέλαμε να μοιάζει μια μεταρρυθμισμένη Ευρώπη, αλλά μάλλον η ικανότητά μας να κατευθύνουμε τις μελλοντικές εξελίξεις, όποιες κι αν είναι αυτές, προς όφελός μας.

Ενθέματα