Προχθές αποφάσισα να διαβάσω μαζί με τη μικρή μου αδερφή. Παρά το γεγονός ότι προσπαθούσε (επιτυχημένα) να μου δείξει πόσο αποδοτική είναι στο διάβασμα των Αγγλικών, την έβλεπα ανά 15-20 λεπτά να πιάνει το κινητό της τηλέφωνο. Δεν το έκανε επίτηδες, δεν περίμενε κάποιο σημαντικό μήνυμα, δεν ασχολείται και τόσο πολύ με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Ads

Απλώς, το έκανε. Και όταν τη ρωτούσα «γιατί το κάνεις αυτό συνέχεια;», μου έλεγε «ε από συνήθεια».

Πραγματικά, οι συνήθειες καθορίζουν κάθε χρονική περίοδο της ζωής μας. Αμφιβάλλω όμως κατά πόσο η αδερφή μου μιλούσε ακριβώς για συνήθεια. Δεν είμαι σίγουρος από την άλλη αν πρέπει να γίνει λόγος για εξάρτηση. Σίγουρα όμως, μιλάμε για διάσπαση προσοχής και έλλειψη συγκέντρωσης. Ένα φαινόμενο που μπορεί να παρατηρηθεί από την εποχή που τα παιδιά πέταγαν σαΐτες στην τάξη , μέχρι και σήμερα, που τσεκάρουν το Instagram τους δεκάδες φορές μέσα σε μια σχολική μέρα.
          
To φαινόμενο του «infoflation» στην εποχή του «infotainment»

«Κάθε κουλτούρα εφευρίσκει το δικό της καθεστώς διάσπαση προσοχής» (Bogard,2008, 419)

Ads

 
Παρά το γεγονός πως η διάσπαση προσοχής πολλές φορές μνημονεύεται κυρίως ως απόρροια της ψηφιακής εποχής, ενδεχομένως να αποτελεί σοβαρή παράλειψη η έλλειψη έρευνας ως προς τα σχετικά κοινωνιολογικά της χαρακτηριστικά. Η εποχή που διανύουμε  δικαιολογημένα αποκαλείται “ψηφιακή”. Ένας ακόμη όμως χαρακτηρισμός είναι: “η εποχή της πληροφορίας”.  Δεν είναι δυνατόν όμως μια πληροφορία να σημαίνει κάτι από μόνη της. Η ερμηνεία κάθε πληροφορίας σχετίζεται με την εκάστοτε κουλτούρα κάθε κοινωνίας.

Η κουλτούρα λοιπόν του 2020, είναι η κουλτούρα που διαμορφώνεται στην εποχή της “δημοκρατικής λογοκρισίας” εκεί, όπου “υπάρχει η μόνιμη σύγχυση της εμπορικής επικοινωνίας και ενημέρωσης” (Ραμονέ, 2011, 51).  Πλέον, “ο κόσμος (σσ. της εμπορικής επικοινωνίας) επιχειρεί ένα είδος διαπλοκής με τον κόσμο της ενημέρωσης” (Ραμονέ, 2011, 51). Το αποκαλούμενο “infontainment”, ελληνιστί “ενημεροδιασκέδαση” αποτελεί πλέον το κύριο μοντέλο πληροφόρησης του κοινού. Τα Μέσα, έχοντας εμπορευματοποιηθεί πλήρως , έχουν απολέσει τη δυναμική τους. Η οικονομική τους επιβίωση εξαρτάται κυρίως από τα διαφημιστικά έσοδα, τα οποία έχουν αντικαταστήσει πλέον σχεδόν εξ’ ολοκλήρου τους “πιστούς αναγνώστες”. Μαζί με τη δυναμική τους, τα Μέσα έχουν απολέσει και το ρόλο τους ως “τέταρτη εξουσία”. Ο Ιγνάσιο Ραμονέ, σχετικά με τις ανακατατάξεις αυτές, έγραφε το 2011: “εδώ και περίπου είκοσι χρόνια, από την εποχή που σταδιακά αρχίζει να επιταχύνεται η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, το περιεχόμενο αυτής της “τέταρτης εξουσίας” έχασε σιγά σιγά το νόημα του”. Τα Μέσα δεν είναι πλέον ούτε στο ελάχιστο, “η φωνή όσων δεν έχουν φωνή”. Αντιθέτως, ολοένα και συγκλίνουν στο να γίνουν “η φωνή των διαφημιστών και των επιχειρηματιών”.

Σε μια νέα πραγματικότητα λοιπόν, η πληροφόρηση είναι ασταμάτητη: “Οι ειδήσεις προσφέρονται σε τέτοια αφθονία και με τόση γαρνιτούρα (soft news, infotainment, trash news) που κυριολεκτικά μας προκαλούν ασφυξία” (Ραμονέ, 2011, 64). Ως αποτέλεσμα , “ο σύγχρονος άνθρωπος διατρέχει άρα τον κίνδυνο να καταστεί ένας αδαής, μπουκωμένος με ειδήσεις”. Αυτός ο άνθρωπος γίνεται ολοένα και ικανότερος “στο χειρισμό μεγάλου όγκου ειδήσεων, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους, αλλά ανήμπορος στο να εμβαθύνει σε αυτές”(Ραμονέ, 2011, 65). Πλέον, ο όρος της λογοκρισίας, σύμφωνα με το Ραμονέ, διαφοροποιείται εντελώς ως προς το περιεχόμενο του. Ενώ μέχρι πρότινος συσχετιζόταν με απολυταρχικά καθεστώτα, πλέον συναντάται με μεγάλη συχνότητα και σε δημοκρατικά (“δημοκρατική λογοκρισία”). Η λογοκρισία όμως δεν επιβάλλεται δια νόμου ή δια ροπάλου. Γίνεται με έμμεσο, λανθάνων τρόπο, καθώς οι ειδήσεις είναι αναρίθμητες, με αποτέλεσμα να υψώνεται ένα “τείχος” ανάμεσα στον “μπουκωμένο από ειδήσεις” αναγνώστη και σε ειδήσεις, οι οποίες “χάθηκαν” καθώς είτε δεν είχαν τα εμπορικά στοιχεία για να έρθουν στην επιφάνεια, είτε είχαν αρκετά στοιχεία, τα οποία “δε θα έπρεπε” να έρθουν στην επιφάνεια.

Ο πληροφοριακός πληθωρισμός επομένως, τείνει να διαδραματίζει σημαντικό αντίκτυπο στο πως αντιλαμβανόμαστε και διαβάζουμε τις ειδήσεις στην εποχή της ψηφιακής πληροφορίας. Δε συνυφαίνεται όμως εξ’ ολοκλήρου με τη ς προσοχής που παρατηρείται σήμερα. Ο Ζαν Μποντριγιάρ (1983, 53, όπως αναφέρεται σε Bogard, 2008), μιλώντας για την διάσπαση προσοχής που προκαλεί η τηλεόραση, είχε γράψει: “Δεν βλέπεις εσύ τηλεόραση. Η τηλεόραση βλέπει εσένα. Η αλλιώς, σε απομακρύνει, σε παίρνει μακριά από όσα σε περιβάλλουν”. Πότε όμως συμβαίνει αυτό και γιατί;

          
Μια άλλη διάσταση της διάσπασης προσοχής: Η απόδραση

«Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η διάσπαση  προσοχής είναι μια στρατηγική  εξαφάνισης ή αορατότητας. Η διάσπαση προσοχής επιτρέπει σε ένα δεύτερο γεγονός να συμβεί στο παρασκήνιο ή παράλληλα με το πρώτο» (Bogard, 2008,424)

Ασφαλώς, δεν είναι δυνατόν να εξαχθεί καμία μέγα-θεωρία, που εμπεριστατωμένα να εξηγεί υπό ποιες συνθήκες κάποιο άτομο επιθυμεί να “εξαφανιστεί” ή “να γίνει αόρατο”, καταφεύγοντας στην στρατηγική που αναφέρει ο Bogard. Γίνεται αντιληπτή επομένως η σημασία των κοινωνιολογικών χαρακτηριστικών, στην προσπάθεια η έννοια της διάσπασης προσοχής να αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος και να γίνει περισσότερο κατανοητή. Για παράδειγμα, έρευνες έχουν δείξει πως “εθνικές κουλτούρες που χαρακτηρίζονται από τη μη επιθυμία για ρίσκα και την τάση για αποφυγή της αβεβαιότητας παρουσιάζονται λιγότερο πρόθυμες να υιοθετήσουν νέες τεχνολογίες πληροφοριών και οι κοινωνικοί κανόνες παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοχή της τεχνολογίας εκ μέρους των ατόμων”(Jarvenpaa & Leidner, 1998; Thatcher, Srite, Stepina,& Liu, 2003; Srite &Karahanna, 2006 όπως αναφέρεται σε Chen, Nath & Isley, 2014 ). Σε κοινωνίες επομένως οι οποίες διακατέχονται από καχυποψία απέναντι στις νέες τεχνολογίες πληροφοριών, είναι πιθανό να παρατηρηθούν προκαταλήψεις εις βάρος οποιουδήποτε παρουσιαστεί πιο ενθουσιώδης ως προς την ανάπτυξη τέτοιων τεχνολογιών. Το γεγονός αυτό δύναται με τη σειρά του να αποθαρρύνει αρκετά μέλη της κοινωνίας αυτής από την ενασχόληση τους με τεχνολογίες πληροφοριών, πιθανόν μειώνοντας την εξάρτηση τους από αυτές.  Άρα τα μέλη τέτοιων καχύποπτων κοινωνιών είναι λιγότερο ευάλωτα σχετικά με την  προσοχής σε σχέση με άλλες;

Η απάντηση είναι όχι. Η διάσπαση της προσοχής μπορεί να είναι στην πραγματικότητα ένας μηχανισμός “άμυνας”, απέναντι σε οτιδήποτε νιώθουμε ότι καταπιέζει την ελευθερία μας.

Τέτοιοι φορείς μπορεί να είναι η Εκκλησία ή το Κράτος, όπως υποστηρίζει ο Bogard (2008,420), ή ακόμη και ο καθηγητής σε μια σχολική τάξη . Σύμφωνα με τη θεωρία της ψυχολογικής αναδραστικότητας (Brehm, 1966), όταν θεωρούμε πως αντιμετωπίζουμε έναν “περιορισμό της ελευθερίας μας”, τον οποίο εμείς αντιλαμβανόμαστε ως “αναίτιο”, τείνουμε να υιοθετούμε στάσεις που θεωρούμε ότι αποκαθιστούν την ελευθερία που μας στερείται. Για αυτό για παράδειγμα, ένας μαθητής ο οποίος παίζει με το κινητό του εν ώρα μαθήματος, ενώ γνωρίζει πως η ενέργεια στην οποία προβαίνει είναι λανθασμένη, τη δικαιολογεί με γνώμονα την “εξουσία” που ασκείται πάνω του εκ μέρους του καθηγητή. Αντιδρά δηλαδή και προχωρά σε μια “φαινομενική απόδραση” από τη συνθήκη που καταπιέζει την ελευθερία του. Η θεωρία της “απόδρασης” (“escapism theory”) , ορίζεται ως “μια πτυχή διασκέδασης που επιτρέπει σε ένα άτομο  προσωρινά να τα “παρατήσει όλα” (Mathwick, Malhotra & Rigdon, 2001 όπως αναφέρεται σε Taneja, Fiore & Fischer, 2015). Και η αλήθεια είναι, πως τα τεχνολογικά μέσα της σημερινής ψηφιακής κουλτούρας του “πληροφοριακού πληθωρισμού”, καθιστούν τη δυνατότητα της “απόδρασης” αρκετά εύκολη.
          

Διάσπαση προσοχής, ψηφιακά μέσα και multi-tasking: Μια σχέση αγάπης με δυσκολίες

«Όλη μέρα και όλη νύχτα στους σταθερούς και φορητούς υπολογιστές, τα tablet και τα smartphone, βομβαρδιζόμαστε με τόσα πολλά μηνύματα και ειδοποιήσεις που ακόμη και όταν θέλουμε να συγκεντρωθούμε , είναι σχεδόν απίθανο. Και ακόμα και όταν θέλουμε να χαζέψουμε, οι αντιπερισπασμοί είναι ένα κλικ μακριά» (Harvard Business Review, 2015, 2)

Από τις έρευνες της καθηγήτριας ψυχολογίας στην Καλιφόρνια, Larry Rosen (2015,3) , το 2008 και το 2014 προέκυψαν διάφορα ενδιαφέροντα ευρήματα. Το ζευγάρι ερωτήσεων που τέθηκε στους συμμετέχοντες ήταν το εξής: “Βρίσκεστε ταυτόχρονα στο διαδίκτυο και γράφετε μηνύματα;” και “Στέλνετε e-mails και τρώτε ταυτόχρονα;”. Αρχικά, ήδη από το 2008 η γενιά των αποκαλούμενων baby boomers (γεννημένων μετά τον Β’ Π.Π. έως το 1964) απαντούσε καταφατικά στα ερωτήματα σχεδόν κατά 60 %. Έξι χρόνια μετά, μέλη της ίδιας γενιάς απάντησαν θετικά κατά 67 %. Είκοσι τοις εκατό λιγότερο δηλαδή, σε σχέση με το ποσοστό της iGeneration (γεννημένοι τη δεκαετία του ‘90), που απάντησε καταφατικά και στα δύο ερωτήματα, το 2014. Το εκπληκτικό 87 % των θετικών απαντήσεων που έδωσαν όσοι εντάσσονται στο σημερινό ηλικιακό εύρος 20-30 ετών δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την κυρίαρχη τάση ενός φαινομένου που έχει ονομαστεί “multitasking”, της ταυτόχρονης εκτέλεσης δηλαδή δύο ή περισσότερων ενεργειών, χρησιμοποιώντας τεχνολογικά μέσα. Είναι όμως πραγματικά αποτελεσματικό το multi-tasking;

Σύμφωνα με τη Larry Rosen και τα στοιχεία που επικαλείται (3, 2015), “το να κάνεις δύο πράγματα ταυτόχρονα την ίδια στιγμή είναι πιθανό μόνο όταν το ένα γίνεται αυτόματα. Οπότε ναι, μπορείς να περπατάς και να τρως τσίχλα ταυτόχρονα”. Συμπληρώνοντας τα λόγια της , θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τα εξής: “όμως, δεν μπορείς να στέλνεις mails και να βλέπεις ένα βίντεο ταυτόχρονα καθώς η μια λειτουργία δε θα πραγματοποιηθεί με την ίδια επιτυχία σε σχέση με την άλλη”. Άλλωστε, σύμφωνα με την έρευνα του Clifford Nass και των συναδέλφων του (2,2015) στο πανεπιστήμιο του Stanford,  έγινε ορατό πως “άνθρωποι οι οποίοι τα βγάζουν πέρα με πολλά πράγματα ταυτόχρονα, δεν προσδίδουν την ίδια προσοχή, δεν απομνημονεύουν ή δε διαχειρίζονται τα όσα κάνουν τόσο καλά όσο εκείνοι που κάνουν μια δραστηριότητα τη φορά”. Επομένως γιατί το κάνουν;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι πολυδιάστατη και σύνθετη. Αρκεί μόνο να γίνει αντιληπτό πως νέες μορφές ψυχολογικών συνδρόμων αναδύονται , ως αποκύημα του εθισμού πολλών ανθρώπων στο διαδίκτυο. Τέτοια σύνδρομα είναι το FOΒO (fear of being offline) , το FOMO (fear of missing out) και η nomo-phobia (ο φόβος του να χάσεις την επικοινωνία που προσφέρει το κινητό τηλέφωνο). Όλες αυτές οι μορφές άγχους, “βρίσκονται ένα βήμα μακριά από την εμμονή και τον ψυχαναγκασμό” , όπως διατείνεται η Rosen (3,2015). Η λύση όμως, σύμφωνα με την Alexandra Samuel (4,2015), ερευνήτριας ειδικευόμενης στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και την τεχνολογία, δεν είναι να “απενεργοποιήσουμε τις ψηφιακές συσκευές” αλλά να “παραιτηθούμε από το μύθο πως μπορούμε να τα καταφέρουμε όλα ταυτόχρονα”. Είναι πιθανό, αυτή η ανθρώπινη πεποίθηση (πως μπορούμε να τα καταφέρουμε όλα), σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που έχουν αναφερθεί προηγουμένως (κοινωνικές συγκυρίες, επιθυμία για απόδραση) αλλά και την ευκολία της πρόσβασης στο διαδίκτυο (που ενδεχομένως να το καθιστά ακόμα πιο ελκυστικό) να συνδράμουν τα μέγιστα στην εδραίωση του multi-tasking ως τρόπος χειρισμού των τεχνολογικών μέσων. Η προαναφερθείσα εδραίωση όμως, συνεπάγεται κατά ένα ποσοστό και την εδραίωση του συνδρόμου της διάσπασης προσοχής κατά την χρήση των τεχνολογικών μέσων, καθώς ο χρήστης φαίνεται να μην αρκείται στην εκτέλεση αποκλειστικά και μόνο μιας δραστηριότητα.

Και η εκπαίδευση;

«Για καλό ή για κακό , υπάρχει μια διεισδυτική , νέα δύναμη στην σχολική τάξη. Ο πληθυσμός των μαθητών, έχει πλέον στην κατοχή του υπολογιστές τσέπης. Ίσως όμως, το“για καλό και για κακό”, να είναι ακριβέστερο»  (Aaron & Lipton, 2017, 1)

Η χρήση των νέων τεχνολογιών πληροφόρησης εντός των σχολικών τάξεων, αποτελεί αμφιλεγόμενο ζήτημα. Από τη μια,  όπως υποστηρίζει και ο Adams (2006, όπως αναφέρεται σε Chen, Nath & Isley, 20214) , πολλοί μαθητές μεγαλώνουν μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχεί μια ποικιλία γρήγορων πληροφοριών , οι οποίες τροφοδοτούν τα κανάλια ( σσ. πληροφόρησης) και έτσι περιμένουν από τους καθηγητές μια πλευρά εκπαίδευσης η οποία εμπεριέχει τόσο την ενημέρωση όσο και τη διασκέδαση”(Chen, Nath, Insley, 2014, 162). Οι μαθητές επομένως, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να “απαρνηθούν” κάθε λογής τεχνολογικό μέσο εντός της σχολικής τάξης, την στιγμή που η ζωή τους κατακλύζεται από τέτοιου είδους μέσα.

Από την άλλη, λόγω των ερευνών των Mueller & Oppenheimer (“The Pen Is Mightier Than the Keyboard: Advantages of Longhand Over Laptop Note Taking”, 2014) και των Aaron & Lipton (“Digital Distraction:Shedding Light on the21st-Century College Classroom”, 2017) θέτονται ερωτήματα α) σχετικά με το κατά πόσο η απόδοση των μαθητών φθίνει όταν χρησιμοποιούν ψηφιακές συσκευές και β) κατά πόσο οι σημειώσεις σε φορητούς υπολογιστές επηρεάζουν αρνητικά την απόδοση του μαθητή σε σύγκριση με τις παραδοσιακές σημειώσεις (χαρτί και στυλό). Τα ευρήματα και των δύο ερευνών έδειξαν έκδηλα πως η απόδοση του μαθητή επηρεάζεται αρνητικά τόσο όταν χρησιμοποιεί ψηφιακές συσκευές κατά τη διάρκεια του μαθήματος, όσο και όταν χρησιμοποιεί φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή για τις σημειώσεις του.

Επιπροσθέτως, στην έρευνα των Tindell & Bohlander (“The use and abuse of cell phones and textmessaging in the classroom: A survey of college students”, 2012) σε 269 μαθητές πανεπιστημίου, βρέθηκε πως το 92 % των μαθητών χρησιμοποιούσαν το κινητό τους τηλέφωνο για να στέλνουν μηνύματα, εν ώρα μαθήματος. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι α) η προσοχή (στο μάθημα) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της εκμάθησης καθώς η εκμάθηση μεγιστοποιείται όταν ένας μαθητής προσέχει (Galluch, Long, Bratton, Gee & Groeber, 2009 όπως αναφέρεται σε Taneja, Fiore & Fischer, 2015)  και β) πως “μειώνεται ο χώρος της διαθέσιμης μνήμης” (Aaron & Lipon, 2017, 2) όταν πραγματοποιούμε multi-tasking, γίνεται αντιληπτό πως το ζήτημα της εισαγωγής των τεχνολογιών πληροφοριών στην εκπαίδευση, αποτελεί ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία και απαιτεί λεπτό και ιδιαίτερο χειρισμό.

Τι ωθεί τους μαθητές να κοιτούν τα κινητά τους εν ώρα μαθήματος;

Στο κείμενο τους “Cyber-slacking in the classroom: Potential for digital distractionin the new age” (2015), οι Taneja, Fiore & Fischer χρησιμοποιούν τη θεωρία της “σχεδιασμένης συμπεριφοράς” (Theory of Planned Behaviour), για να εξηγήσουν τους λόγους που ωθούν τους μαθητές να ψάχνουν “απόδραση” από το μάθημα, στα κινητά τους τηλέφωνα.

Η συγκεκριμένη θεωρία υποστηρίζει πως “ο πλησιέστερος παράγοντας μιας συμπεριφοράς είναι η επιθυμία του ατόμου να προχωρήσει σε μια συμπεριφορά η οποία καθορίζεται μεταξύ άλλων: 

α) από τη συμπεριφορά ενός άλλου σημαντικού ατόμου,

β) από υποκειμενικές νόρμες (η κοινωνική πίεση που νιώθει ο μαθητής ώστε να κάνει ο,τι κάνουν οι συμμαθητές του),

γ) από περιγραφικές νόρμες (ο βαθμός που πιστεύει ο μαθητής ότι οι συμμαθητές του προβαίνουν σε μια πράξη) και

δ) από τον αντιλαμβανόμενο έλεγχο της συμπεριφοράς (κατά πόσο δηλαδή η πράξη που θα προβεί ο μαθητής είναι εύκολη ή δύσκολη) (Fishbein&Ajzen, 1975, όπως αναφέρεται σε Taneja, Fiore & Fischer, 2015).

Όταν λοιπόν οι μαθητές “χάνουν την προσοχή τους εντός της σχολικής τάξης , συχνά βρίσκουν στρατηγικές όπως το να αποφεύγουν τις καταστάσεις άγχους, να διαχειρίζονται το άγχος που πηγάζει από τις αγχωτικές καταστάσεις, να διατηρούν μια θετική στάση απέναντι σε αυτήν την κατάσταση και να μεταφέρουν τελικά την προσοχή από την αγχωτική κατάσταση σε άλλα πράγματα (Chan, So & Fong, 2009 όπως αναφέρεται σε Taneja, Fiore & Fischer, 2015)”. Η μεταφορά όμως της προσοχής από την “αγχωτική κατάσταση” σε μια άλλη, δεν είναι δεδομένο ότι θα πραγματοποιηθεί, εάν δεν πληρούνται τα κριτήρια που εκθέτει η “θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς”.