Η πολιτική ζωή της χώρας βιώνει τα τελευταία χρόνια την προσπάθεια συγκρότησης μιας νεοφιλελεύθερης παράταξης. Τα αμιγώς νεοφιλελεύθερα κόμματα παρέμειναν σε χαμηλά ποσοστά, ενώ άλλα μεγαλύτερα κόμματα, όπως η ΝΔ, είχαν απλώς στις τάξεις τους νεοφιλελεύθερους θύλακες που δεν καθόριζαν συνολικά την ταυτότητά τους.

Ads

Το πρώτο βασικό πρόβλημα της ανάπτυξης αυτού του χώρου υπήρξε η πολιτική των συμμαχιών του. Η κατάσταση που περιγράφηκε με την πολυδιάσπαση σε μικρά κόμματα και τους νεοφιλελεύθερους θύλακες εντός άλλων σχηματισμών, δεν ευνοούσε τις ευρύτερες πολιτικές συμπράξεις.

Το κυριότερο όμως ζήτημα σε σχέση με τις συμμαχίες ήταν ότι οι προσπάθειες συγκρότησής τους είχαν ένα ασαφές ιδεολογικό περίγραμμα. Πολλοί εκπρόσωποι του χώρου αυτού θεώρησαν ότι έχουν περισσότερα κοινά με την σοσιαλδημοκρατική πλευρά, παρά με την παλαιά δεξιά. Φαίνεται ότι τελευταία τα αισθήματα είναι αμοιβαία, αν κρίνουμε και από την περίπτωση της διαγραφής του Λεωνίδα Γρηγοράκου από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, όταν άρχισε να φλέρταρει με τη ΝΔ, από τη στιγμή που η τελευταία απέκτησε έναν πιο νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα μετά από την εκλογή στην ηγεσία της του  Κυριάκου Μητσοτάκη. 

Η συνεννόηση μεταξύ της σοσιαλδημοκρατίας και του νεοφιλελευθερισμού, που  φάνταζε αδιανόητη μέχρι πριν από κάποια χρόνια, σήμερα ακούγεται λογική. Και ακούγεται λογική, όχι στη βάση μιας παλαιοκομμουνιστικής θεώρησης, η οποία με έναν απλοϊκό τρόπο εντάσσει τη σοσιαλδημοκρατία και το νεοφιλελευθερισμό στο ίδιο στρατόπεδο, αυτό της «αστικής παράταξης» (τα κομμουνιστικά κόμματα έχουν μια τάση να φτιάχνουν τέτοια απλοϊκά σχήματα, όπως ήταν εκείνο του σοσιαλφασισμού στον Μεσοπόλεμο). 

Ads

Αντίθετα, το νήμα μιας εν δυνάμει συνεννόησης  των δύο χώρων μας πάει πίσω ως τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Ήταν τότε που τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αντιμετώπισαν το πρόβλημα της εύρεσης πόρων που θα χρηματοδοτούσαν τις προνοιακές τους πολιτικές. Η νέα παγκοσμιοποιημένη οικονομία είχε καταστήσει εύκολη υπόθεση τη «δραπέτευση» του κεφαλαίου εκτός των εθνικών συνόρων και έτσι, η φορολόγηση του πλούτου, δεν ήταν πια ικανή να χρηματοδοτήσει το κράτος πρόνοιας . Στην προσπάθεια αναζήτησης άλλων πηγών χρηματοδότησης, οι σοσιαλδημοκράτες στράφηκαν στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στις τράπεζες. Αφομοιώθηκαν έτσι με τους μέχρι πρότινος πολιτικούς τους αντιπάλους, υιοθετώντας μεθόδους που εκείνοι χρησιμοποιούσαν. Η στροφή, από αιχμηρά ιδεολογικά ζητήματα όπως ο συνδικαλισμός και οι ταξικές διαφοροποιήσεις, σε ζητήματα ανώδυνα και κοινής αποδοχής όπως ήταν η παραγωγικότητα της οικονομίας και η οικολογία (απαλλαγμένες όμως από τα κοινωνικά τους συμφραζόμενα), λειτούργησαν ως σημεία επαφής με τους νεοφιλελεύθερους.

Πολλοί από τους νέους όρους του πολιτικού λεξιλογίου, όπως είναι η «ευασφάλεια» / flexicurity (δηλαδή η ταυτόχρονη ευελιξία στην αγορά εργασίας και η παροχή ασφάλειας στους ανέργους με προγράμματα επιδομάτων που λειτουργούν παράλληλα με την υποχρεωτική ένταξη των ανέργων σε προγράμματα μετεκπαίδευσης και υπηρεσιών), αποτυπώνουν με έναν συμπυκνωμένο τρόπο την όσμωση μεταξύ των δύο χώρων. Στην Ελλάδα όμως, η όσμωση των δύο χώρων δεν αποτυπώθηκε γενικά και αόριστα από κάποιες πολιτικές, αλλά από ένα ενιαίο κόμμα: το Ποτάμι. Στις τάξεις του έχουν συνυπάρξει στελέχη που προέρχονται από τη σοσιαλδημοκρατία και τη ΔΗΜΑΡ (Κατερίνα Μάρκου, Γρηγόρης Ψαριανός, Σπύρος Λυκούδης), μαζί με άλλα που έχουν ένα καθαρά νεοφιλελεύθερο προφίλ, όπως είναι η Αντιγόνη Λυμπεράκη.

Το γεγονός όμως, όχι απλώς μιας συνεννόησης των δύο πλευρών σε επίπεδο πολιτικών θέσεων, αλλά της συνύπαρξής τους σε έναν ενιαίο πολιτικό σχηματισμό, δημιούργησε προβλήματα που είχαν να κάνουν με τη δόμηση μιας αναγνωρίσιμης και ισχυρής πολιτικής ταυτότητας.  Οι παλινωδίες του Θεοδωράκη σε σχέση με τις διαδικασίες ένταξης του κόμματος στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ήταν απόρροια αυτής της κατάστασης: μετά από την αρχική διάψευση της ένταξης των δύο ευρωβουλευτών του στο  Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Ποτάμι εντάχθηκε ως ανεξάρτητος σχηματισμός στην  Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, αλλά ταυτόχρονα είχε στενή επαφή με τον ηγέτη της  Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών, που επιβεβαιώθηκε από τις αλλεπάλληλες συναντήσεις του Γκι Φέρχοφσταντ με τον Θεοδωράκη στην Αθήνα, την Μαδρίτη και τις Βρυξέλλες. Το Ποτάμι, από την ίδρυσή του, λειτούργησε ως ένας ιδιότυπος πόλος μεταγραφών από την σοσιαλδημοκρατία προς τον νεοφιλελεύθερο χώρο και αντίστροφα, όπως άλλωστε έδειξε πρόσφατα και η μεταπήδηση της Βασιλικής Τερκενλή προς τη ΝΔ, ύστερα από την εκλογή του Κυριάκου στην ηγεσία της. 

Πρόσφατα, η Φώφη Γεννηματά πρότεινε μια ανάλογης έμπνευσης κίνηση, τη συγκρότηση δηλαδή κοινής Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης με το Ποτάμι. Στην ουσία πρόκειται για μια παλιά ιστορία, που ξεκίνησε με την πρόσκληση του Γιώργου Παπανδρέου προς τον Μάνο και τον Αδριανόπουλο, η οποία δημιούργησε και τότε ανάλογα ζητήματα ταυτότητας στο ΠΑΣΟΚ.

Τώρα όμως είναι διαφορετικά τα πράγματα με τον Κυριάκο. Ο Μητσοτάκης έχει επανειλημμένως ζητήσει την συνεργασία με το Ποτάμι και την κεντροαριστερά, αλλά παίζει καλύτερα το χαρτί της συνεννόησης με τους άλλους χώρους. Ο εκπρόσωπος της Ν.Δ. Γιώργος Κουμουτσάκος σχολίασε ότι το άνοιγμα του κ. Μητσοτάκη είναι με πολιτικούς όρους και αναφορές, και όχι με όρους μεταγραφολογίας. Τόνισε ότι πολλά θα κριθούν και από τις προβλέψεις του εκλογικού νόμου, εάν προωθηθεί τελικώς η αλλαγή του. Έκανε λόγο για συνεργασία της ΝΔ με το Ποτάμι και το χώρο της κεντροαριστεράς, αλλά έθεσε ως επιδίωξη της Ν.Δ. να εκφράσει το ισχυρότερο τμήμα του «ευρωπαϊκού μετώπου», έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Με λίγα λόγια, ο Κυριάκος δε θέλει ακριβώς μια συνεργασία, αλλά μάλλον η πρόθεσή του είναι να «ρουφήξει» τους άλλους σχηματισμούς. Η αντίδραση του Θεοδωράκη και της Γεννηματά σε μια συνεργασία με τη ΝΔ του Μητσοτάκη είναι εύγλωττη και δείχνει ότι έχουν επίγνωση του κινδύνου: ο μεν Σταύρος είπε ότι πρώτα «ο Μητσοτάκης πρέπει να αποδείξει ότι είναι μεταρρυθμιστής», η δε Φώφη, έχοντας και την εμπειρία της υπόθεσης Γρηγοράκου, δήλωσε ότι «με τις απόψεις του κ. Μητσοτάκη μας χωρίζει άβυσσος».

Ταυτόχρονα, ο Μητσοτάκης είναι πιο κατάλληλος για να λύσει το δεύτερο  πρόβλημα που χαρακτήριζε πάντα το νεοφιλελεύθερο χώρο, δηλαδή το ζήτημα της εύρεσης μιας ηγετικής φυσιογνωμίας που θα μπορέσει να τον συσπειρώσει. Μέχρι σήμερα, το πείραμα έχει αποτύχει παταγωδώς. Πολλά από τα έντυπα που στήριξαν ανάλογα εγχειρήματα (δυσανάλογα πολλά σε σχέση με την κοινωνική απήχηση του χώρου), έδειξαν μια πολιτική ανωριμότητα άνευ προηγουμένου σε αυτό το σημείο. Ανακάλυπταν έναν Μεσσία κάθε φορά που κάποιος εμφανιζόταν για να καλύψει αυτό το ηγετικό κενό. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Τζήμερου: προβλήθηκε επίσης εξαιρετικά δυσανάλογα, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η ελάχιστη προηγούμενη δημόσια παρουσία του, αλλά και το συνολικότερο ποιόν του, και τελικά έσβησε μέσα στα ξεχασμένα απόβλητα της πολιτικής γραφικότητας. Ο συμπαθής, κατά τα άλλα, Θόδωρος Σκυλακάκης δεν είχε την εμβέλεια που χρειάζεται αυτός ο χώρος. Ο Σταύρος Θεοδωράκης πηδούσε σε όλες τις πολιτικές βάρκες, για να τις αλώσει όλες, αλλά τελικά βούλιαξε ο ίδιος σε ένα σημερινό δημοσκοπικό ποσοστό της τάξης του 2,2%.

Δεν τον χρειάζεται άλλωστε κανείς πια. Τώρα προέκυψε ο Κυριάκος. Τα χαρακτηριστικά του δείχνουν πως επιτέλους ο χώρος βρήκε τον άνθρωπό του. Η απήχησή του δεν περιορίζεται απλώς στα γνωστά κανάλια της ελληνικής διαπλοκής. Η εμβέλειά του είναι διεθνής και οι συμπάθειές του είναι ισχυρές και στο εξωτερικό (η Wall Street Journal τον περιέγραψε ως «αχτίδα ελπίδας» για την Ελλάδα, ενώ η  Frankfurter Allgemeine Zeitung τον περιέγραψε ως τον πολιτικό που «έχει γεννήσει την ελπίδα»). Βασική του διαφορά σε σχέση με τους προηγούμενους είναι ότι κινείται πάνω στο όχημα ενός μεγάλου κόμματος. Πιο έξυπνη τακτική τελικά, σε σχέση με τους άλλους που έπαιξαν το χαρτί του «καινούριου», του «φρέσκου» και του «διαφορετικού» ή σε σχέση με τον Στέφανο Μάνο που, κάνοντας και αυτός τη μικρή νεοφιλελεύθερη επανάστασή του, προτίμησε να αφήσει το μεγάλο καράβι για να φτιάξει το δικό του κόμμα. Οι δημοσκοπήσεις έδειξαν αμέσως ότι ο κόσμος άρχισε να βρίσκει την λύση στο πρόσωπο του Κυριάκου. Ο Σωτήρας βρέθηκε και πάλι… 

Με έναν μικρό αστερίσκο όμως. Ο Μητσοτάκης τα έχει όλα, εκτός από το πιο βασικό: μια κοινωνική βάση που να ταυτίζεται με τις νεοφιλελεύθερες ιδέες του. Ποτέ δεν άνθισε ο νεοφιλελευθερισμός στην Ελλάδα, πόσο μάλλον σήμερα που η κρίση έχει φανερώσει σε πολλούς ότι οι όποιες αποτυχημένες προσπάθειες  υπέρβασής της δεν ευδοκίμησαν επειδή ακριβώς περιείχαν μερικά από τα πιο απεχθή μείγματα των νεοφιλελεύθερων συνταγών.  Μπορεί προς το παρόν να τον βοηθά η φόρα που απέκτησε από την πρόσφατη εσωτερική εκλογική αναμέτρηση.  Να του δίνει ώθηση το γεγονός ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ιστορικές προκλήσεις και ότι μοιάζει να λυγίζει κάτω από το βάρος τους και κάτω από τις αδυναμίες της. Να παίζει με κάποια επιτυχία το «ευρωπαϊκό χαρτί», σε μια στιγμή που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ένα εχθρικό περιβάλλον από πολλούς κύκλους στην ΕΕ.

Όμως, οι γενικόλογες αναφορές στην «ευρωπαϊκή πορεία» της χώρας έχουν αξία ως ένα σημείο: εάν στην διαδρομή, και υπό την πίεση του προσφυγικού, η κυβέρνηση καταφέρει να βρει τις κατάλληλες συμμαχίες και λύσεις εντός της ΕΕ, τότε ίσως το ασαφές «ευρωπαϊκό επιχείρημα» να μην έχει τόση αξία πια.  Όλα τα παραπάνω αρκούν υπό προϋποθέσεις, όπως και ο ίδιος γνωρίζει. Η άμβλυνση της νεοφιλελεύθερης ρητορείας είναι απαραίτητη για την ανάληψη της εξουσίας. Ήδη, ο θιασώτης της δραστικής μείωσης του δημοσίου, δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του, ότι «απολύσεις στο δημόσιο δεν χρειάζονται με την έννοια της δραστικής συρρίκνωσης του μεγέθους του δημοσίου. Αν γίνουν απολύσεις στο δημόσιο θα πρέπει να γίνουν μόνο ως συνέχιση της μεγάλης προσπάθειας που είχα ξεκινήσει εγώ για την τελική εκδίκαση πειθαρχικών υποθέσεων, για πλαστά δικαιολογητικά. Να δοθεί δηλαδή μια αίσθηση ότι υπάρχει μια τάξη στο δημόσιο … Και πράγματι το ΔΝΤ έχει πάρα πολλές εμμονές. Οι απολύσεις, ο ποσοτικός στόχος των απολύσεων ήταν μια εμμονή του ΔΝΤ». Η προσκόλληση σε ένα «μεταρρυθμιστικό» προφίλ με νεοφιλελεύθερο πρόσημο μπορεί να ήταν αρκετή για την οριακή νίκη στις εσωκομματικές εκλογές, αλλά δε θα τον στείλει στο Μαξίμου ή τουλάχιστον δε θα τον διατηρήσει για πολύ εκεί. Ο Κυριάκος δουλεύει ήδη προς αυτήν την κατεύθυνση, ρίχνοντας νερό στο κρασί του. Άλλωστε στις μέρες μας, όπως έχουν δείξει και οι περιπτώσεις όλων των πρόσφατων κυβερνήσεων, ο δρόμος προς την εξουσία είναι σπαρμένος με εντυπωσιακές και επώδυνες «κωλοτούμπες»…

* Ο Βαγγέλης Αγγελής είναι ιστορικός και αρθρογράφος. Έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα σχετικά με την Ιστορία, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και μια σειρά από κείμενα σε δημοσιογραφικά έντυπα. Η επαγγελματική του εμπειρία περιλαμβάνει εργασία σε διάφορους εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς  ή δημοσιογραφικούς φορείς και ιδρύματα.