Πριν 50 χρόνια, τέτοιες μέρες, αρκετοί της γενιάς μου είδαμε τον Χάρο με τα μάτια μας. Αυτή η στιγμή, όπου το «Ελευθερία ή Θάνατος» έπαψε νάναι πια υλικό σχολικής γιορτής κι έγινε βίωμα, ήταν το κορυφαίο σημείο στη ζωή μας.

Ads

Κατά μια τραγική ειρωνεία, η 50η επέτειος του Πολυτεχνείου μας βρίσκει σήμερα εντελώς αποκαρδιωμένους. Η δική μας Αριστερά, ο χώρος που σμιλεύτηκε από το 1974 με τόσο αγώνα, τόσο πάθος, τόση ελπίδα, ρευστοποιήθηκε μπροστά στα μάτια μας και κατέληξε εκεί που παν’ τα βρόχινα: από πλατιά δυο στόματα μες σε βαθιά σκισμάδα, που λέει κι ο ποιητής.

Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έσβησε ήσυχα, σαν ευτυχισμένος παππούς που εξεμέτρησε το ζην. Πέθανε νέος, με την αγωνία του επικειμένου θανάτου ζωγραφισμένη στα μάτια του. Κι όχι μονάχα αυτό. Αφού παρέδωσε το πνεύμα, τον αφήσαν άθαφτο, να αποσυντίθεται και να τήκεται δημοσία θέα.

Είναι άραγε αυτό το προδιαγεγραμμένο τέλος κάθε αριστερού εγχειρήματος; Μήπως φταίνε οι «ελαττωματικές ιδέες» της Αριστεράς; Μήπως τελείωσε πράγματι η Ιστορία; Ή μήπως ο μύθος του Σίσυφου περιγράφει μια στερεοτυπία που είναι βαθιά ριζωμένη στα συμπεριφερολογικά μας αρχέτυπα;

Ads

Ας αντισταθούμε στους πειρασμούς. Το κυρίαρχο παραμύθι μας παγιδεύει και μας οδηγεί σε γενικεύσεις. Γενικεύσεις κομψές, αληθοφανείς, αλλά και εντελώς αθωωτικές για όσα λάθη έχουμε διαπράξει. Είναι σε κάτι τέτοιες στιγμές που το mantra «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» αποδεικνύεται σωτήριο. Γιατί τίποτα δεν γίνεται ερήμην μας ή εντελώς τυχαία.

Τον ΣΥΡΙΖΑ τον διέλυσε εκείνο που αρχικά τον γιγάντωσε: το «θράσος» του να κυβερνήσει. Δεν έγινε εγκαίρως αντιληπτό από την ηγεσία του ότι η κυβερνησιμότητα έχει δύο όψεις. Από τη μια μεριά, ένα αριστερό κόμμα που δεν διστάζει να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες είναι στα μάτια της κοινωνίας απείρως πιο ελκυστικό από τ’ άλλα, γιατί υπόσχεται άμεσες λύσεις× από την άλλη όμως πλευρά, η κυβερνητική εξουσία, ακόμα και ως προοπτική, δημιουργεί εκ των πραγμάτων μια κουλτούρα ιδιοτέλειας, που επηρεάζει σιγά-σιγά όλο το πολιτικό προσωπικό. Η καρέκλα έχει σαγήνη.

Όπως μου έγραψε ένας συνάδελφος, «Το ηθικο-πολιτικό πλεονέκτημα του χώρου είχε χαθεί εδώ και καιρό, από όλους εκείνους που όταν πήραν πόστα εξουσίας πίστεψαν ότι πρέπει να είναι δια βίου, αλλά και από εκείνους, τους «εκτός νυμφώνος», που πίστευαν πως τα οφίτσια τους οφείλονταν». Εξ ου ο εμφύλιος.

Το άγχος (πάθος) να αναλάβει ξανά την κυβερνητική εξουσία μετά το 2019 οδήγησε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε τραγικά λάθη. Χωρίς περίσκεψη, επιχείρησε τη διεύρυνσή του υιοθετώντας τις πρακτικές των αντιπάλων του και ενσωματώνοντας αδιάκριτα ένα σωρό καιροσκόπους και πολιτικά σκουπίδια. Τα ιστορικά στελέχη του χώρου δεν βγήκαν τότε να θέσουν το πρόβλημα με τον ίδιο, δραματικό τρόπο που το θέτουν σήμερα. Αρκέστηκαν στα μισόλογα και τη «θεσμική μουρμούρα», βέβαιοι όντες και ούσες ότι κρατούν στα χέρια τους τα κλειδιά.

Από εκεί και μετά, συνέβησαν παράλληλα δυο πράγματα. Πρώτον, η οργανωτική χαλαρότητα και το προγραμματικό «everything goes» του ΣΥΡΙΖΑ επέτρεψαν σ’ έναν «ξένο» να διεκδικήσει και να κερδίσει την ηγεσία του κόμματος. Δεύτερον, οι επανειλημμένες αποτυχίες στις εκλογές εκμηδένισαν κάθε πιθανότητα ανάληψης κυβερνητικής (ή άλλης) ευθύνης. Αυτές οι εξελίξεις προκάλεσαν μαζική παράκρουση στο εσωτερικό του κόμματος, διότι εκτός από τις υπουργικές καρέκλες χανόταν πλέον και βουλευτικές έδρες, «θέσεις ευθύνης»», «ρόλοι», πόστα. Χανόταν ο κόσμος τους.

Αν το ψάξουμε λίγο περισσότερο, θα διαπιστώσουμε ότι όλα αυτά έχουν ένα υπόβαθρο. Γιατί τα κόμματα της Αριστεράς λειτούργησαν μετά τη μεταπολίτευση ως πεδία ανάδειξης μιας νέας γραφειοκρατίας, εξαργυρώνοντας σε πολλές περιπτώσεις τις αντιστασιακές δάφνες με κομματικά πόστα. Αν και αυτό φαίνεται σε πρώτη προσέγγιση δικαιολογημένο για κόμματα που ξεκινούσαν από μηδενική βάση το 1974, οι συνέπειες της δημιουργίας επαγγελματικών, ημι-επαγγελματικών (ή απλώς ιδρυματοποιημένων) στελεχών ήταν πολλαπλές. Ναι μεν η Αριστερά απέκτησε «αφιερωμένα» στελέχη, αλλά αυτό έγινε εις βάρος της σύμμετρης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της επιστημονικής τους συγκρότησης. Συν τω χρόνω, μερικοί ξέφυγαν από το Παβλόφ των (μικρο)εξουσιών, ενώ οι πιο εξαρτημένοι από τα οφίτσια πέρασαν τον Ρουβικώνα, αναζητώντας νέες ευκαιρίες καριέρας όπου νάναι, από τη Νέα Δημοκρατία ως το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ. Άλλοι πάλι παρέμειναν επί τα αυτά, λόγω αδρανείας. Ιδού τώρα οι συνέπειες.

«Και τώρα τι κάνουμε», θα ρωτήσει κανείς. Ασυναίσθητα κλείνω τα μάτια για να σκεφτώ και να απαντήσω. Βλέπω μπροστά μου τον Βελιανίτη να τρέχει κάθιδρος κοντά στο μεγάλο πηδηλατάδικο στην Πατησίων, Σάββατο πρωί. Τι γυρεύαμε εκεί, ποιος ήταν άραγε ο σκοπός μας; Γιατί φεύγαμε και γυρίζαμε πίσω στα αποκαΐδια; Πέσαμε όταν μας χτυπήσανε ή όχι; Ποιος ήταν αυτός με πολιτικά που πυροβολούσε απ’ τη γωνία; Μπορούσαν λοιπόν να τρέχουν με τόσο μεγάλη ταχύτητα τα άρματα στην άσφαλτο; Ζει ο καφετζής που μας έκρυψε στη Βεραντζέρου; Ήτανε ένας ή δύο στο όπλο που γάζωνε το κράσπεδο στην 3ης Σεπτεμβρίου; Τι ήθελε να πει ο αστυφύλακας που μας έγνεφε έξω απ’ του Μπακάκου;

Άκρη δεν βρίσκω. Με τον Μάκη πάντως πιάσαμε Ιερά Οδό και μετά γυρίσαμε με τα πόδια στον Πειραιά. Ναι, με τα πόδια, κι αυτό θα εξακολουθήσουμε να κάνουμε, άσημοι, ταπεινοί, κι άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Αφού έγινε η αρχή, οδοιπόροι μέχρι το τέλος.