Αμόλυντοι ευτυχώς ή μήπως όχι;

Ads

Τον ρυθμό στη ζωή μας τον έδωσε η γυναίκα που ‘χε μάτι στην πλάτη. Όταν γέρασε με στοργή μας μεγάλωσε οκλαδόν στο διπλό της κρεββάτι. Η ρητή της φωνή και βλέμμα της μας πληρώσαν το ναύλο για πέρα. Κι από τότε αθώοι δηλώνουμε κι αναμάρτητοι τα βγάζουμε πέρα.

Τον κρατήρα του πόθου μας έσκαψε η γυναίκα που ‘χε οίστρο στη ρώγα. Όταν λύγισε με το ναι μας οδήγησε στην πηγή π’ αναβλύζει η φλόγα. Το καμπύλο το φως κι ο διαβήτης της μας χαράξαν τον δρόμο να πάμε. Κι από τότε ταπεινοί πορευόμαστε και χωμάτινοι το χώμα πατάμε.

Τον χορό της χαράς μας τον έσυρε η γυναίκα που ‘χε κρίνο στο στόμα. Όταν μέθυσε με βιολί μας τραγούδησε την τελεία πιο πριν απ’ το κόμμα. Ο χρυσός της ζυγός κι η αιώρηση μας χαρίσαν της ήττας τη νίκη. Κι από τότε εκκρεμείς αισθανόμαστε και αβέβαιοι γυρίζουμε σπίτι.

Ads

Τα γυμνά μας ονόματα έντυσε η γυναίκα που ‘χε πίκρα στο χέρι. Όταν πόνεσε στο δίκιο μας βάφτισε για να ζήσουμε της ζωής το νυχτέρι. Το αρχαίο κλειδί κι ο κανόνας της μας ανοίξαν την πόρτα στον κήπο. Κι από τότε ελεύθεροι είμαστε κι αλαφρείς στων δικαίων τον ύπνο.

Α, παρθένα εσύ και αντάρτισσα ε, εσύ το γενναίο κορίτσι απ’ τ’ Αλγέρι. Του εγώ μας τη ζήλεια συγχώρεσε μέχρι νάρθει η ώρα εκείνη, που κανείς δεν θα είναι πια η εικόνα του και ο ένας στον άλλο θα σβήνει.