Πολύ λίγο απασχόλησε την επικαιρότητα το Σχέδιο Νόμου για τους Ποινικούς Κώδικες (όπως εν συντομία λέγεται) με το οποίο τροποποιείται για 7η φορά ένας μεγάλος αριθμός άρθρων και του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Ads

Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε της εποχής μας, ότι τα σημαντικά γεγονότα επισκιάζονται από άλλα, ενδεχομένως εξίσου σημαντικά τα οποία νομιμοποιούν την «εξαφάνιση» αυτή.

Το αξιοπρόσεκτο με την παρούσα μεταρρύθμιση είναι ότι έχει προκαλέσει έναν ιδιότυπο διάλογο ανάμεσα στον υπουργό δικαιοσύνης και επιστήμονες και επιστημονικούς και επαγγελματικούς φορείς, από τον οποίο προκύπτει όλη η ακραία συντηρητική και αντιδημοκρατική προσέγγιση του επίσημου κυβερνητικού λόγου, με το πρόσχημα της ασφάλειας, της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης και της δικαίωσης των θυμάτων.

Δυστυχώς, μοιάζει λες και η κυβέρνηση έχει ενστερνιστεί όλο το αφήγημα του ρηγκανισμού και του τραμπισμού και έρχεται τώρα να το παρουσιάσει, ως μία πρωτοβουλία που θα βάλει τα πράγματα σε τάξη, ενώ στην πραγματικότητα εγκαινιάζει μια περίοδο βαριάς τιμωρητικότητας.

Ads

Ανάμεσα στις πολλές αλλαγές θα μείνουμε σε τέσσερα χαρακτηριστικούς άξονες σχετικά με το εν λόγω νομοσχέδιο που ψηφίζεται από ότι φαίνεται σήμερα στη Βουλή:

Πρώτο χαρακτηριστικό είναι η αύξηση του πλαισίου των ποινών και η διεύρυνση της εφαρμογής της ποινής στέρησης της ελευθερίας. Θα εφαρμόζεται ακόμα και σε μικρο-εγκλήματα, που αφορούν ως γνωστόν τη μεγάλη μάζα των εγκλημάτων, διεύρυνση που θα αφορά πλέον και ανήλικους, αν και διεθνώς συνιστάται η επιβολή εναλλακτικών κυρώσεων για αυτής της βαρύτητας εγκλήματα.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η θέσπιση διατάξεων που αποτρέπουν όχι το έγκλημα, αλλά τις εναλλακτικές κυρώσεις, όπως η υπό όρους απόλυση (η δεξιά γενικά έχει μια εμμονή με αυτό το μέτρο από παλιά): ειδικά για την υπό όρους απόλυση έχει σημασία, επειδή σε αυτήν ποινή /μέτρο βασίζεται όλος ο ποινικός λαϊκισμός του τύπου «βγάζετε τους εγκληματίες έξω».

Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι ότι εισάγονται διατάξεις, που είναι ευθέως αντισυνταγματικές κατά τη γνώμη μου, καθώς παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας και της ισότητας ενώπιον του νόμου, της προστασίας της ιδιωτικής περιουσίας (όπως οι διατάξεις για την απαγόρευση της ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης, της απαγόρευσης μετατροπής της ποινής για εγκλήματα σχετικά με την τρομοκρατία και τον εμπρησμό σε δάση).

Το τέταρτο και απολύτως σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η ουσιαστική «διάλυση» βασικών εγγυητικών στοιχείων της ποινικής δίκης ιδίως μέσω της αναδιάρθρωσης της δομής της δίκης ενδεικτικά:

α) δια της συρρίκνωσης των αρμοδιοτήτων των δικαστικών συμβουλίων μέτρο που επικρίνεται από όλους σχεδόν τους ειδικούς φορείς και ενώσεις (ΔΣΑ, ΕΕΠ, ΕΔΕ κλπ),

β) του περιορισμού της κατάθεσης μαρτύρων δια ζώσης στο ακροατήριο,

γ) του περιορισμού της αυτοπρόσωπης παρουσίας των κατηγορουμένων στο ακροατήριο και

δ) της μεταφοράς των αρμοδιοτήτων εκδίκασης από πολυμελείς σε μονομελείς συνθέσεις δικαστηρίων, μέτρο που θα έχει και ουσιαστικά και πρακτικά καταστροφικές συνέπειες για την απονομή της δικαιοσύνης, όπως υποστηρίζουν δικηγόροι, δικαστές, εισαγγελείς, επιστήμονες ποινικού δικαίου, εγκληματολογίας και φορείς.

Το σχέδιο νόμου έχει επικριθεί από πολλές πλευρές και φορείς που εμφορούνται όχι μόνον από διαφορετικές πολιτικές αλλά και από διαφορετικές επιστημονικές αντιλήψεις. Μετά την ψήφισή του, θα υπάρξει δυστυχώς ο χρόνος να ασχοληθεί κάποιος με τις επιμέρους διατάξεις. Όμως είναι αξιοσημείωτες και ορισμένες πτυχές του δημόσιου διαλόγου που αναπτύχθηκε αυτό το διάστημα:

Κατ’ αρχάς είναι πρώτη φορά που εκδίδεται ανακοίνωση από την Νομική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α. που επικρίνει τη μέθοδο προπαρασκευής και το ίδιο το σχέδιο νόμου. Το νομοσχέδιο έχει επίσης προκαλέσει τη διαμάχη του υπουργού δικαιοσύνης, με σημαντικούς νομικούς, ειδικούς του ποινικού δικαίου.

Είναι επίσης η πρώτη φορά που δεν συστήνεται μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή για να προετοιμάσει το σχέδιο νόμου, πρωτοβουλία που αιτιολογείται επίσημα επειδή οι δικηγόροι «νομοθετούν για τους πελάτες τους», όπως είπε ο υπουργός. Πρόκειται για μία αντίληψη που θα έχρηζε τουλάχιστον περαιτέρω διευκρινήσεων, διότι το να καταγγέλλεται συλλήβδην ο δικηγορικός κλάδος δεν είναι χρήσιμο για τη Δημοκρατία.

Οι νομοπαρασκευαστικές επιτροπές όμως έχουν το χαρακτηριστικό της σφαιρικής προσέγγισης ενός θέματος, της συμβολής πολλών κλάδων και διαφορετικών αντιλήψεων στη διαμόρφωση του νόμου και αυτό είναι ένα στοιχείο δημοκρατίας και κυρίως της συμμετοχής ειδικών για ένα θέμα. Τίποτα από όλα αυτά δεν χαρακτηρίζει τον εν λόγω νόμο.

Αλλά η ίδια η ψήφιση του σχεδίου νόμου είναι από μόνη της ένα παράδοξο. Εκτός του ότι αποτελεί μνημείο παρωχημένων αντιλήψεων και αναποτελεσματικών διατάξεων (το δείχνει η εφαρμογή τους σε άλλες χώρες) είναι παράδοξο, ότι είναι η ίδια κυβέρνηση που έχει τροποποιήσει 7 φορές τους ποινικούς κώδικες από το 2019: δεν είναι λοιπόν ότι είναι οι νόμοι των προηγούμενων κυβερνήσεων που είναι προβληματικοί (όπως υποστηρίζεται επίσημα), αλλά οι νόμοι της ίδιας κυβέρνησης και μάλιστα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Γι’ αυτό και μεταρρυθμίζονται συνεχώς. Και δεν είναι ότι η κυβέρνηση δεν γνωρίζει ή κάνει λάθος. Κάθε άλλο: αν παρατηρήσει κάποιος τη διαδοχή των μεταρρυθμίσεων του Π.Κ. και Κ.Π.Δ. από το 2019 έως σήμερα, θα διαπιστώσει ότι οι ισχύοντες κώδικες έχουν ελάχιστη σχέση με τους κώδικες του 2019.

Όλα αυτά τα χρόνια σταδιακά και με συστηματικότητα, απονευρώθηκε μεγάλο μέρος των ευνοϊκών μέτρων ιδίως των διατάξεων για τους μικρο-εγκληματίες, ενώ παρέμεινε στο απυρόβλητο το οργανωμένο και το βαρύ οικονομικό έγκλημα. Χωρίστηκαν επίσης και αντιμετωπίζονται με ευνοϊκότερες ποινές, εγκλήματα των ειδικών ποινικών νόμων για τα οποία καθόλου δεν γίνεται λόγος.

Και αφού το μεγάλο μέρος των φιλελεύθερης δικαιοπολιτικής προσέγγισης διατάξεων απονευρώθηκε, σήμερα, έρχεται μια νέα μεταρρύθμιση που δεν αφορά μόνο τις ποινές αλλά την ίδια τη δίκη. Το σημείο τομής στο σημερινό νομοθέτημα, είναι η αλλαγή παραδείγματος στην ποινική δίκη και η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων των Μεικτών Ορκωτών Δικαστηρίων αντί για την αναδιάρθρωσή τους.

Σήμερα λοιπόν, η όποια επίκληση του έργου προηγούμενων κυβερνήσεων ή της συναισθηματικής φόρτισης και της απόγνωσης που προκαλεί το έγκλημα, δεν είναι ίδιον σύνεσης και δείχνει έλλειψη σοβαρότητας. Και τούτο επειδή είναι γνωστό, ότι δεν υπάρχουν σοβαρά στοιχεία για την εγκληματικότητα, ότι έχει εγκαταλειφθεί η ιδέα της κοινωνικής πρόληψης του εγκλήματος και της διασφάλισης των εγγυήσεων που δικαιούνται οι διάδικοι, είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος της αναποτελεσματικότητας αλλά και της βραδύτητας του ποινικοκατασταλτικού συστήματος οφείλεται σε υποστελέχωση ή κακή οργάνωση της αστυνομίας, της δικαιοσύνης, των φυλακών και ταυτόχρονα, σε έλλειψη σε βασικές υποδομές.

Εξακολουθεί βέβαια και το παράδοξο η έκτιση της ποινής να ανήκει σέ άλλο υπουργείο από αυτό στο οποίο ανήκει η επιβολή της, με πλήθος προβλημάτων και αντινομιών. Και αντι να αντιμετωπιστεί αυτή η δυσλειτουργία προστίθενται νέες, με το πρόσχημα της επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης.

Επειδή όλα αυτά έχουν γίνει και αλλού και είχαν πολύ αρνητικά αποτελέσματα, η κυβέρνηση θα είναι υπεύθυνη για την αναποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, για τη βία των ανηλίκων και την ενδοοικογενειακή βία που προσχηματικά ρυθμίζει με το σχέδιο νόμου, την καταχρηστική συμπεριφορά της αστυνομίας, τη βία στις φυλακές και την κοινωνία στα επόμενα χρόνια, αν όχι για άλλους λόγος σίγουρα όμως επειδή με τις διατάξεις αυτές θα έχουμε μια αναπαραγωγή της εγκληματικότητας μέσα στο ίδιο το ποινικοκατασταλτικό σύστημα. Μόνο που το κακό θα έχει γίνει.

  • Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής / Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας – Πάντειο Πανεπιστήμιο