Μια υπόθεση κακοποίησης γυναίκας, ανήλικου παιδιού με ξυλοδαρμό ή βιασμό ή άλλου τύπου βία, που προσιδιάζει σε βασανιστήριο, είναι από πολλές απόψεις ενδεικτική για το που πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον ως κοινωνία και ως συντεταγμένη Πολιτεία.

Ads

Έτσι αν μείνουμε στη βία των γεγονότων είναι σα να μας δείχνουν το φεγγάρι και εμείς να κοιτάμε το δάχτυλο. Ποτέ η διαπροσωπική βία και ιδίως η βία σε βάρος των γυναικών και των παιδιών δεν είναι μόνο ιδιωτική υπόθεση.

Αντίθετα, μας δείχνει συχνά την κατάρρευση μιας κοινωνικής τάξης, την αποτυχία της κοινωνίας να προοδεύσει πνευματικά και πολιτισμικά σε τέτοιο βαθμό ώστε να σταματήσουν τα μέλη της, να βλέπουν τον άλλο σαν αντικείμενο ή ως κατώτερη ύπαρξη.

Διότι ο ρατσισμός και η βία βασίζονται ακριβώς σε αυτήν την ιδεολογική στάση, είτε ομολογείται είτε όχι. Αλλά ούτε αυτό έρχεται μόνο του· καλλιεργείται, και στην Ελλάδα ο ρατσισμός καλλιεργείται συστηματικά εδώ και χρόνια, σε συνάρτηση με την αποδόμηση και την απαξίωση μιας θεμελιώδους ιδιότητας, που κάνει τον άνθρωπο ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα: δηλαδή, την απαξίωση της ιδιότητας του πολίτη. 

Ads

Η διαπαιδαγώγηση στον πολιτισμό της βίας, στον καθαγιασμό των πλέον κοινωνικά παρωχημένων πατριαρχικών σχέσεων μέσα από «παραδείγματα» των ΜΜΕ, γίνεται με τη διαπόμπευση και το χλευασμό της συλλογικής συνείδησης και της κοινωνικής ενσυναίσθησης και αλληλεγγύης, έχει κυριαρχήσει πολλά χρόνια τώρα και σήμερα βλέπουμε τα αποτελέσματα.

Έτσι «εξαφανίζεται» και η συνείδηση και η οντότητα του πολίτη. Η διαπαιδαγώγηση στη διαπροσωπική βία συνδέεται στην εποχή μας και με την υπερπροσαρμογή στα πρότυπα του καταναλωτισμού, με έναν κακώς εννοούμενο ανδρισμό αλλά και σε μια πιο πολιτική διαδικασία: δηλαδή με την καλλιέργεια της πεποίθησης, ότι «ασκώ τη βία…επειδή μπορώ να το κάνω». Και «ο δράστης μπορεί»  στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που επιβραβεύει με κάθε τρόπο την επιβολή δύναμης, η νοοτροπία της εχθρότητας έχει διαποτίσει όλες τις κοινωνικές σχέσεις, ο πλούτος αποτελεί πλέον αξία, οι ανισότητες έχουν εκτιναχθεί, ενώ το κράτος απουσιάζει. 

Οι επίσημες αντιδράσεις σε αυτήν την κατάσταση είναι παράδοξες.

Το κράτος στη συγκεκριμένη συγκυρία έχει συμπεριφορά λογιστή: μόνο που αντί να μετράει χρήματα και περιουσιακά στοιχεία υπολογίζει ποινές εγκλεισμού με αρκετή υπερβολή θα έλεγα. Είναι σαφής πλέον η τάση υπεραυστηροποίησης των ποινών, η οποία προκύπτει με μεγάλη ευκολία και υπό την αντίληψη ότι «εμείς ακούμε τι θέλει η κοινωνία».

Αλήθεια πώς η κοινωνία μαθαίνει τι να θέλει; Και ποια κοινωνία; είναι όλες οι κοινωνικές ομάδες το ίδιο; Κυρίως όμως ποιος είναι ο ρόλος του κράτους σε αυτό το πλαίσιο; Διότι αν θυμόμαστε καλά, το Κράτος, το Δημοκρατικό κράτος όπως το γνωρίζαμε ως τώρα, είναι εκείνο το μόρφωμα που διαπαιδαγωγεί στην υπέρβαση του πολέμου όλων εναντίον όλων. Και αυτό δεν το κάνει παραγγέλλοντας φυλακή – αυτά τα κάνουν τα ολοκληρωτικά κράτη- αλλά πείθοντας και διαπαιδαγωγώντας τους ανθρώπους και λύνοντας βασικά ζωτικά προβλήματά τους. Τέτοιες λογικές προφανώς είναι ξένες για το σημερινή κεντρική εξουσία. 

Το Κράτος επίσης είναι εκείνος ο φορέας που εγγυάται την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και άρα και τα δικαιώματα των πολιτών: Στην περίπτωση της υπόθεσης Λύτρα εύλογα ανακύπτει το ερώτημα -αν λάβουμε υπόψη τις πράξεις της δικαιοσύνης για όμοιες υποθέσεις- σχετικά με την επιλεκτική της λειτουργία, δηλαδή αν οι αποφάσεις των δικαστικών λειτουργών επηρεάζονται από την ιδιότητα του δράστη. Στην υπόθεση αυτή δεν ήταν μόνον η παρέμβαση του Αρείου Πάγου η οποία και προκάλεσε αντιδράσεις, αλλά είναι και η διαφορετική μεταχείριση του δράστη σε σύγκριση με άλλες όμοιες υποθέσεις βίας που όφειλε να έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον, όπως και η μιντιακή υποβάθμιση και «συσκότιση» άλλων υποθέσεων που προσιδιάζουν στα εγκλήματα του κράτους.

Έτσι θα ήταν παράλειψη να μην παρατηρήσει κάποιος ότι την ημέρα που προέκυψε η υπόθεση Λύτρα είδαν το φως της δημοσιότητας το ντοκιμαντέρ του BBC για τις επαναπροωθήσεις, ενώ και τώρα, που καταγγέλλεται άλλη σοβαρή κατάχρηση εξουσίας σε βάρος ανήλικου στη ΓΑΔΑ πάλι τα φώτα είναι στραμμένα στην υπόθεση Λύτρα και στην προφυλάκισή του. Τελικά η υπόθεση αυτή εκτός από την προφανή σοβαρότητά της, τον προβληματισμό και την θλίψη που προκαλεί είναι μια πολλαπλώς χρήσιμη υπόθεση. 

Μόνο που τα θύματα τέτοιων υποθέσεων πολλαπλασιάζονται και οι αντιδράσεις είναι κάτω του ύψους των περιστάσεων.

Είναι ίσως καιρός να σκεφτούμε ξανά την πραγματική πρόληψη, την ιδέα της κοινότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης αντί της αστυνομίας: μια «άμεση δράση» ενός δικτύου της γειτονιάς (των άμεσων γειτόνων) για τη διάσωση και πρώτη άμεση υποστήριξη των θυμάτων και την αποτροπή της περαιτέρω βίας, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πλέγμα προστασίας σε συνδυασμό με άλλα εξωποινικά μέτρα.

Διότι πρέπει να ξαναβρούμε την κοινή λογική: το ζητούμενο δεν είναι μόνον να υποβληθεί ο δράστης σε κυρώσεις, αλλά να σωθούν τα υποψήφια θύματα.

 

  • Η Σοφία Βιδάλη ειναι Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής – Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας – Πάντειο Πανεπιστήμιο