Στο πλαίσιο της οργανωτικής του ανασυγκρότησης και διεύρυνσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωσε την πρόθεσή του για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κόμματος, πράγμα που έχει ανοίξει τη συζήτηση σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα για την αναγκαιότητα και το εύρος ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Ads

Η οργανωτική δομή των σημερινών κομμάτων εδράζεται στη συνύπαρξη της βάσης των μελών από τη μία και της «τάξης» των στελεχών από την άλλη. Η σχέση μεταξύ των δύο αυτών παραγόντων αποτελεί διαχρονικά πεδίο έρευνας των πολιτικών επιστημών. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι επικρατεί η άποψη πως τα μεν κομματικά μέλη χρησιμοποιούν τα κόμματα για να καλύψουν συναισθηματικά την ανάγκη για κοινωνική και πολιτική παρουσία, ενώ το στελεχιακό δυναμικό των κομμάτων λειτουργεί με καθαρά επαγγελματικούς όρους και τα αντιμετωπίζει ως υποκείμενα συλλογής ψήφων, καθιστά συχνά τη σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών αναπόφευκτη.

Δεν είναι λίγοι οι πολιτικά ενεργοί πολίτες που θεωρούν ότι σε αυτή τη σύγκρουση οφείλεται, μεταξύ και άλλων αιτιών, η δραματική μείωση των κομματικών μελών. Τα κόμματα δεν κατάφεραν να διατηρήσουν, πόσο μάλλον να διευρύνουν τη βάση τους, διότι υποτίμησαν τις ραγδαίες κοινωνικές μεταβολές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια και που διαμόρφωσαν μια σαφώς πιο απαιτητική κοινωνία των πολιτών και που οδήγησαν, ιδιαίτερα τους νέους, στην αποστροφή από αυτά και την απροθυμία ενεργής πολιτικής συμμετοχής.
Η κρίση, λοιπόν, στην οποία έχουν περιέλθει τα κόμματα στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, όπως και στην Ελλάδα, και η ανάγκη επιβίωσης και μετεξέλιξης τους, έχει οδηγήσει αρκετά από αυτά σε έναν, έστω και διστακτικό, ψηφιακό εκσυγχρονισμό, καθώς προβάλλουν πλέον τη χρήση των νέων τεχνολογιών και του διαδικτύου στην οργανωτική και παραγωγική κομματική λειτουργία, ως βασικό μεταρρυθμιστικό πυλώνα.

Είναι γεγονός ότι η δεσπόζουσα θέση που έχει αποκτήσει το ίντερνετ μεταξύ των μέσων ενημέρωσης, έχει μεταβάλει δραστικά και την ίδια την πολιτική επικοινωνία. Φαίνεται όμως ότι δεν αρκεί πλέον η «εξωτερική» χρήση του διαδικτύου από τα κόμματα, μόνο δηλαδή για σκοπούς επικοινωνιακούς και επιβολής της πολιτικής ατζέντας, αλλά είναι αναγκαία η εσωκομματική του χρήση με εφαρμογή τόσο στην οργανωτική δομή και λειτουργία όσο και την παραγωγή πολιτικής και τη λήψη αποφάσεων μέσα από την ενεργή και συνεχή συμμετοχή των μελών τους.

Ads

Η ομπρέλα που σκεπάζει τα επιμέρους οφέλη της εισόδου των κομμάτων στον ψηφιακό κόσμο και τις νέες τεχνολογίες, είναι η σαφής ενίσχυση της ίδιας της εσωκομματικής δημοκρατίας, η νομιμοποίηση των προωθούμενων πολιτικών, η αυτόνομη πολιτική δράση και η μετατροπή των κομματικών μελών σε ισότιμες πολιτικές οντότητες μέσα στην ευρύτερη κομματική συλλογικότητα.

Ο ρόλος που παίζει το διαδίκτυο σήμερα, σε όλες του τις διαστάσεις, μας κάνει να πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί να μεταβάλει ουσιαστικά την επικοινωνία στο εσωτερικό των κομμάτων τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Έχουμε  τώρα το μοναδικό πλεονέκτημα να είμαστε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε τη συσσωρευμένη πείρα των τελευταίων δύο τουλάχιστον δεκαετιών από τη χρήση του διαδικτύου ώστε να αποφύγουμε τις παγίδες που ενυπάρχουν σ’ αυτό και να διασφαλίσουμε μια πραγματικά δημοκρατική και ουσιαστική πολιτική επικοινωνία. Οι κομματικές πλατφόρμες μπορούν και πρέπει να είναι από τη μία ελκυστικές προς τους νέους, από την άλλη όμως να υπερβαίνουν την επιφανειακή, συνήθως ανούσια και ατελέσφορη ανταλλαγή σχολίων που συναντάμε συχνά στα κοινωνικά δίκτυα. Μπορούν και πρέπει να βοηθήσουν τον πολίτη να διαμορφώσει μια συνείδηση του εφικτού μέσω της ενεργής συμμετοχής του. Να προσφέρουν λοιπόν ξεκάθαρα τη δυνατότητα δημιουργίας πολιτικών προτάσεων από τους πολλούς και αυτές να φτάνουν αδιαμεσολάβητα στα κομματικά όργανα.

Ένα κόμμα ανοιχτό προς τα μέλη του, στα οποία δίνει τη δυνατότητα της ψηφιακής παρέμβασης κάθε στιγμή και για οποιοδήποτε ζήτημα, αλλάζει την ασφαλή τακτική της επικοινωνίας «από πάνω προς τα κάτω» και την εξισώνει με αντίστοιχη διαδικασία «από κάτω προς τα πάνω». Ο εκούσιος ή ακούσιος αποκλεισμός ατόμων ή ομάδων από τις εσωκομματικές διαδικασίες παύει αυτόματα. Συνεπώς η βάση δεν αποτελεί πλέον ένα εν πολλοίς ανενεργό και απρόσωπο άλλοθι της κομματικής κεφαλής, καθώς αποκτά ισχύ που πριν δεν διέθετε.

Είναι αυτονόητο ότι η εσωκομματική επικοινωνία μέσω του διαδικτύου δεν έρχεται να υποκαταστήσει τις διαδικασίες που γνωρίζαμε έως τώρα αλλά να συνυπάρξει μαζί τους και να τις ενισχύσει. Θα ήταν π.χ. πρακτικά λάθος να αντικατασταθούν τα δια ζώσης συνέδρια από εικονικά-ψηφιακά συνέδρια. Ότι όμως ο προσυνεδριακός διάλογος και η επεξεργασία των επιμέρους θεματικών μπορούν να διεξαχθούν ψηφιακά με τη συμμετοχή ολόκληρης της βάσης, ώστε να διαμορφωθεί ένας προσανατολισμός και ένα πλαίσιο δεσμευτικό ή μη (αυτό είναι θέμα των κομμάτων), αποτελεί ασφαλώς δημοκρατικό πρόκριμα.

Το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι κατά πόσο τα κόμματα είναι διατεθειμένα να εκμεταλλευτούν τις συμμετοχικές δυνατότητες που προσφέρει το διαδίκτυο, ώστε να διευρύνουν τη βάση τους και να δώσουν πραγματική υπόσταση στα μέλη τους,  θεσμοθετώντας διαδραστικές διαδικασίες και παραμερίζοντας επιτέλους τις κουρασμένες και αναχρονιστικές μορφές λειτουργίας τους. Για χάρη του διαλόγου ας αντιστρέψουμε όμως το ερώτημα: Γιατί να μην είναι τα μαζικά κόμματα διατεθειμένα για ένα γενναίο άνοιγμα προς την ψηφιακή δημοκρατία;

*Ο Νίκος Μπούνας είναι πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος, ειδικός επί ευρωπαϊκών θεμάτων.