Συννεφιασμένη Κυριακή στον Πειραιά. Αφήνω το αμάξι μου στην Τρούμπα. Υπάρχει πάντα θέση – να το ξέρετε.

Ads

Εννιά η ώρα το πρωί, ψυχή δεν φαίνεται. Ψάχνω απεγνωσμένα μεσ’ στους δρόμους. Του Παπαϊωάννου δεν υπάρχει πια, αλλά ποιος ξέρει στα θεμέλια τι κρύβει.

Σαρώνω με το βλέμμα το διάστημα. Και μπαίνει η μια εικόνα μεσ’ στην άλλη. Πρόσφυγες τρέχουν να σωθούν και πέφτουνε. Προσφυγικά, Πλατεία Σπάθα, στάση Κρήνη.

Γυναίκες-μέλισσες, εργάτριες, πολλές. Μαζεύουνε δροσιά να δώσουν στα παιδιά τους. Αυτές δεν θέλουνε νερό. Πίνουν το δάκρυ.

Ads

Πετάνε μαύρες σπίθες οι σκιές. Αυτοί που πέρασαν μ’ ολόισια τα μάτια*. Αίμα τρυπάει το ταβάνι και βογκά, στάζοντας σαν βροχή στους τρομαγμένους.

Κι έρχεται ξαφνικά μια σιωπή. Άκρα του τάφου σιωπή, χωρίς ανάσα. Γυρνάω το βιουμάστερ μου ξανά, να δω τον κόσμο να γυρίζει πιο ωραία.

Κοπήκαν τα καλώδια του τρόλεϊ στραβά και κολοβά εξέχουν στις κολώνες. Θηλιές μεγάλες και κρεμάλες στο Δημοτικό. Όποιον μας παίρνει τη ζωή τον περιμένουν.

Δεν βγαίνουν πια κοτσίδια απ’ τη Ράλλειο. Ένα σεντόνι καλύπτει την ποδιά της. Γράφει απάνω μια άγνωστη εταιρεία τρέχα-γύρευε.

Εκεί που ήταν τα παιχνίδια, το Black Frog. Και δίπλα, στου Κατράντζου, τώρα ασπρόρουχα. Που Κωνσταντέλος, που Χουτόπουλος, και που. Το Orfeo Negro έκλεισε και πάει.

Κάποιος το λέει δυνατά απ’ την Άγια Τριάδα. «Με γέλασαν μια χαραυγή της Άνοιξης τ’ αηδόνια. Με γέλασαν και μου ‘πανε ο Χάρος δεν με παίρνει». Αλλά το φως χαμήλωσε και σβήνει λίγο-λίγο.

Δίπλα από ‘κει που ήτανε η στάση με τα πράσινα. Πράσινο πήραμε κι εμείς σαν τότε με τον Μάκη. Να πάμε ολοταχώς στον Κήπο της Γεσθημανής. Μικροί με τους μεγάλους να τα βάλουν.

Βγαίνει η γυναίκα απ’ τον φούρνο βιαστική, σαν όμορφη Μαντόνα συγχυσμένη. «Που είν’ το μωρό σου» τη ρωτάω απότομα. Κι αυτή μου δείχνει με το δάχτυλο το στήθος.

Εκεί ο Άγιος Κωνσταντίνος, με παράστημα. Αλλά είναι άδεια η πιάτσα – και το ξέρουν. Κηδέψαν τον Μεμά μ’ επισημότητα. Ένα γαρύφαλλο με μίσχο σαν κοντάρι.

Τα περιστέρια κοιτάνε επίμονα και γνέφουνε. Δεν έχω ψίχουλα, μόνο ένα χάδι με τα μάτια. Η ένδοξη επιγραφή ΕΔΑ και ΚΚΕ έγινε σκόνη που σκορπίζει στον αέρα.

Περνώ την πόρτα του σχολειού με σεβασμό. Χωρίς την πόρτα αυτή θα ήμουν κάποιος άλλος. Κουνάω το κεφάλι στους υπόλοιπους και σκύβω ταπεινά να μεταλάβω.

Ό,τι ζητάμε ψάχνουμε στο πριν και στους δασκάλους. Όταν το βρίσκουμε ασπρίζουν τα μαλλιά μας. Και βγαίνουν από μέσα τους αηδόνια που γαβγίζουνε, μυγάκια κόκκινα που λέν’ το ποίημά τους.

Τα ταίρια στροβιλίζονται αδιάκοπα. Εγώ κι ο Τάσος, ο Αντώνης κι ο Ηλίας. Με λάστιχο τα δένω τα βιβλία μου. Κορίτσια που γαρδένια σκορπάνε.

Στη στάση συναντάω τον Μενέλαο, που με φωνάζει πρώτος και με σφίγγει. Κορυδαλλός και Κοκκινιά, Άγιοι Ανάργυροι. Κι η Δραπετσώνα κάτω απ’ το μπατζάκι.

Κάθομαι μαγεμένος και τα σκέφτομαι. Βάζω στη μια μεριά τον φίλο μου τον βράχο. Στην άλλη βάζω τον ιμάντα και το όπλο μου. Και τα σκεπάζω με αγάπη μην κρυώσουν.

Το ‘χουν γραμμένο στο σταθμό με κιμωλία: το τραίνο θάρθει πιο αργά. Να περιμένεις. Θέλω τσιγάρα και βιβλία. Και μια φανέλα για τα κρύα τα βαριά**.

Δάνεια

*T. S. Eliot

** Βαρβάρα Τσιμπούλη