Την προηγούμενη εβδομάδα η Υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως επισκέφτηκε δημοτικά σχολεία της Ραφήνας όπου καλωσόρισε Ουκρανούς πρόσφυγες μαθητές και έπαιξε μαζί τους ποδόσφαιρο. Το ενδιαφέρον της κ. Κεραμέως για τη φοίτηση παιδιών προσφύγων στα ελληνικά σχολεία πρέπει να θεωρηθεί ως μια θετική διορθωτική κίνηση έναντι της επί δυόμιση χρόνια υπονόμευσης της εκπαίδευσης των προσφυγόπουλων.

Ads

Για λόγους οικονομίας, ας προσπεράσουμε το γεγονός της πολιτικής εργαλειοποίησης της εικόνας «των προσφυγόπουλων που παίζουν μπάλα με την Υπουργό». Άλλωστε, βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και η κ. Κεραμέως σταθερά κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις των δημοσκοπήσεων για το υπουργικό της έργο. Είναι πιο επιτακτικό να μιλήσουμε για το τι υπάρχει και τι πρέπει να γίνει για την εκπαίδευση των προσφυγόπουλων τώρα που η κυβέρνηση αναγκάζεται να υιοθετήσει τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Από τον Ιούνιο του 2019 και μέχρι σήμερα τα Υπουργεία Παιδείας, Μετανάστευσης και Εσωτερικών καθώς και ορισμένοι Περιφερειάρχες και δήμαρχοι που εκλέχθηκαν με σχήματα υποστηριζόμενα από τη ΝΔ υπονόμευσαν κάθε πτυχή της εκπαίδευσης των προσφυγόπουλων αποδομώντας όλο το θεσμικό και συμπεριληπτικό πλαίσιο που συγκροτήθηκε την προηγούμενη τετραετία. Αρκετά προσφυγόπουλα εμφανίζονται μεν να είναι γραμμένα στα σχολεία, ωστόσο με διάφορα προσκόμματα, που τεχνηέντως και με πολιτικές σκοπιμότητες δημιουργούνται, στην ουσία δεν φοιτούν συστηματικά.

Οι αναφορές που δημοσιεύονται από τους διεθνείς οργανισμούς και οργανώσεις αποδεικνύουν τη μείωση της συστηματικής φοίτησης παιδιών προσφύγων από το 2019 στο 2020. Η αναφορά του Συνήγορου του Πολίτη τον Απρίλιο του 2021 είναι καταπέλτης ενάντια στα αφηγήματα του Υπουργείου Παιδείας. Η αναφορά βασίστηκε σε έρευνα που έγινε σε 36 δομές και κέντρα που βρίσκονται υπό την ευθύνη του Yπουργείου Μετανάστευσης.

Ads

Ο Συνήγορος του Πολίτη επισήμανε ότι τα περισσότερα προσφυγόπουλα που διαμένουν σε αυτά βρίσκονταν «εκτός εκπαιδευτικού συστήματος» λόγω καθυστερήσεων στις διαδικασίες, αδράνειας της διοίκησης, υποστελέχωσης εκπαιδευτικών, προβλημάτων στις μεταφορές των μαθητών/τριών, αποκλεισμού των δομών λόγω πανδημίας, μη έγκαιρης διενέργειας εμβολιασμού και προβληματικής στάσης διευθυντών σχολείων και διευθύνσεων Εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνήγορου του Πολίτη για το προηγούμενο σχολικό έτος, το 62% των προσφυγόπουλων που διαμένουν στις δομές και στα κέντρα εγγράφονται στα σχολεία, ωστόσο το ποσοστό των παιδιών που φοιτά πραγματικά ανέρχεται μόλις στο 14,2%!

Αυτό που και φέτος συμβαίνει είναι ότι αρκετοί διοικητές δομών και κέντρων, με έμμεσους ή άμεσους τρόπους, αποτρέπουν τη σχολική φοίτηση των προσφυγόπουλων ενισχύοντας τις δράσεις άτυπων εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών που υλοποιούνται εντός των καταυλισμών. Οι δράσεις αυτές σχεδιάστηκαν και χρηματοδοτήθηκαν με θετική πρόθεση από διεθνείς οργανισμούς ώστε να ενισχύσουν τη σχολική πρόοδο και την κοινωνική συμπερίληψη των προσφυγόπουλων.

Στην πράξη όμως χρησιμοποιήθηκαν, από τις πολιτικές ηγεσίες των Υπουργείων Παιδείας και Μετανάστευσης, ανταγωνιστικά ως προς τη σχολική φοίτηση των προσφυγόπουλων. Η πραγματικότητα αυτή ελλοχεύει σοβαρούς κινδύνους πολιτικής απαξίωσης των συγκεκριμένων άτυπων εκπαιδευτικών δράσεων εντός των καταυλισμών αλλά και αρνητικής έκθεσης των οργανισμών που τις χρηματοδοτούν και των φορέων που τις υλοποιούν. 

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποσχολειοποίησης συνιστούν τα εκατοντάδες προσφυγόπουλα της δομής φιλοξενίας στη Ριτσώνα που δεν έχουν πάει στο σχολείο εδώ και δύο χρόνια. Η μη φοίτησή τους οφείλεται σε επανειλημμένους άγονους διαγωνισμούς που αφορούν τη μεταφορά τους στα σχολεία. Επισημαίνεται ότι πέρσι τον Σεπτέμβριο η υποστηριζόμενη από τη ΝΔ δήμαρχος της Χαλκίδας κ. Ελ. Βάκα είχε προσπαθήσει να εμποδίσει τα παιδιά της δομής της Ριτσώνας να φοιτήσουν στα σχολεία της περιοχής όπου είχαν εγγραφεί ζητώντας μάλιστα να λαμβάνουν εκπαίδευση εντός της δομής. Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν την αυτεπάγγελτη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης εκ μέρους της εισαγγελέως Πρωτοδικών Χαλκίδας εις βάρος της κ. δημάρχου. Το πρόβλημα της μεταφοράς αυτών των μαθητών ακόμα δεν έχει λυθεί συνολικά.

Η αλήθεια είναι ότι δυσχέρειες στις μετακινήσεις υπήρξαν και την περίοδο 2017 – 2019 αλλά λύνονταν σε μερικές εβδομάδες ή ελάχιστους μήνες. Εν έτει 2021 το ελληνικό κράτος εμφανίζεται επί δύο χρόνια να μην μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα μετακίνησης απόστασης λίγων χιλιομέτρων! Εκτός και αν το «πρόβλημα» τελικά δεν είναι η μετακίνηση αλλά το ότι οι μετακινούμενοι μαθητές είναι προσφυγόπουλα.

Η υλοποίηση ενός προγράμματος ουσιαστικής φοίτησης των προσφυγόπουλων στα σχολεία προϋποθέτει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δίνει έμφαση στη συμπερίληψη και εστιάζει στις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές κατηγορίες μαθητών. Αυτό σημαίνει επαναφορά των σχολικών γευμάτων στην κλίμακα που υπήρχε επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ, ενίσχυση των σχολείων δεύτερης ευκαιρίας, ενίσχυση της εκπαίδευσης των Ρομά, μέριμνα για την εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων στη Θράκη, επαναφορά των θετικών ρυθμίσεων που υπήρχαν στην ειδική αγωγή, συνεχή κριτική ανατροφοδότηση της εφαρμογής αυτών των πολιτικών μέσω παρακολούθησής τους από επιστημονικές επιτροπές και φορείς του Υπουργείου Παιδείας που δεν θα λειτουργούν απλά γραφειοκρατικά.

Επιπλέον, απαιτούνται οι συνέργειες με διεθνείς οργανισμούς με την προϋπόθεση ότι όλα τα εκπαιδευτικά θέματα θα καλύπτονται από μνημόνια συνεργασίας που θα υπογράφονται αποκλειστικά από το Υπουργείο Παιδείας και θα ελέγχονται από αυτό.

Καμία έκπτωση δεν μπορεί να υπάρξει στην υποχρέωση της Πολιτείας για την διασφάλιση της πραγματικής σχολικής φοίτησης όλων των παιδιών που ζουν στην χώρα. Αν αυτή υποσκάπτεται λόγω αδυναμιών ή παραβλέψεων των Ο.Τ.Α., το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να αναλαμβάνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες επίλυσης των προβλημάτων μέσω εναλλακτικών διαδικασιών.

Καμία ρατσιστική διάκριση δεν μπορεί να γίνει ανάμεσα σε ευπρόσδεκτα «λευκά προσφυγόπουλα» και μη επιθυμητά «άλλα προσφυγόπουλα». Μετά από πέντε χρόνια εμπειρίας υπάρχει η τεχνογνωσία έγκαιρης στελέχωσης των ΔΥΕΠ και των Τάξεων Υποδοχής, καμία καθυστέρηση δεν πρέπει να υπάρχει. Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που θα διδάσκουν σε ΔΥΕΠ και Τάξεις Υποδοχής πρέπει να εντατικοποιηθεί.

Η επιλογή αυτών των εκπαιδευτικών πρέπει να δίνει μεγαλύτερη έμφαση σε προηγούμενες σχετικές εμπειρίες ή/και σπουδές. Απαιτείται ο πλήρης εξοπλισμός των ΔΥΕΠ και των Τάξεων Υποδοχής με τα απαραίτητα για την όποια περίπτωση εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Τέλος, η συστηματική εκπαίδευση των προσφυγόπουλων δεν μπορεί να ευοδωθεί αν δεν υπάρξουν δράσεις ευαισθητοποίησης των τοπικών κοινοτήτων, άρνηση κάθε πίεσης τοπικών παραγόντων ενάντια στη σχολική φοίτηση των προσφυγόπουλων και αν δεν επανέλθουν οι πολιτικές υποστήριξης προσφυγικών οικογενειών από το Υπουργείο Μετανάστευσης (π.χ. προγράμματα στέγασης) και δεν αρθούν τα διοικητικά μέτρα του Υπουργείου Εσωτερικών που δυσχεραίνουν την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη των προσφύγων.

*Ο Γιώργος Αγγελόπουλος είναι αν. καθηγητής ΑΠΘ