«Ζούσα με τον σύζυγό μου σε ένα χωριό κοντά στην περιοχή του Κιρκούκ στο Ιράκ. Ήμασταν μία αγαπημένη οικογένεια και φροντίζαμε τις τρεις κόρες μας 26, 17 και 9 χρονών. Πλούσιοι δεν ήμασταν αλλά τα βγάζαμε πέρα. Είμαστε Ιρακινοί με κουρδική καταγωγή. Δεν έχουμε πειράξει ποτέ άνθρωπο.

Ads

Στην περιοχή μου γνωρίσαμε το ρατσισμό. Ως Κούρδοι ποτέ δεν γίναμε δεκτοί. Τα κορίτσια μου ποτέ δεν γνώρισαν πραγματική ελευθερία. Μας απειλούσαν για τη θρησκεία μας (zerdest). Μεγαλώσαμε και ζήσαμε την καταπίεση. Τα παιδιά μου δεν πήγαν σχολείο από φόβο. Το Ιράκ είναι η χώρα του φόβου.

Όλα άλλαξαν σε μία μέρα. Σε ένα βράδυ για την ακρίβεια. Στο χωριό μας συχνά το βράδυ γινόταν επιθέσεις από τους εξτρεμιστές. Ακούγαμε τους βομβαρδισμούς, τις σφαίρες να σκίζουν τον αέρα. Ο σύζυγός μου δούλευε μέχρι αργά το απόγευμα σε συνεργείο αυτοκινήτων και επέστρεφε σπίτι. Μαζευόμασταν όλοι μαζί, τρώγαμε και περνούσαμε το υπόλοιπο της μέρας μαζί.

Ένα βράδυ τα ξημερώματα χτύπησε η πόρτα. Η μικρή μου κόρη κοιμόταν πάντα ανάμεσά μας, επειδή φοβόταν και ήθελε να με ακουμπάει. Σηκώθηκε ο σύζυγος μου να ανοίξει. Μέχρι να σηκωθώ, άκουσα ένα θόρυβο. Η μικρή μου ξύπνησε και με ακολούθησε. Πλησίασα στην πόρτα και είδα στο βάθος δύο ανθρώπους να τρέχουν. Είχε σκοτάδι και πλησίασα προς τα έξω. Φώναζα το όνομα του συζύγου μου αλλά κανείς δεν απαντούσε. Πλησίασα προς τα έξω. Τον βρήκα κατάκοιτο, βουτηγμένο στο αίμα. Τον έπιασα, φώναζα, του ζητούσα να μου μιλήσει. Μάταια, ήταν νεκρός. Η κόρη μου αμίλητη στεκόταν δίπλα μου. Παρατηρούσε την κάθε μου κίνηση, άκουγε τις κραυγές μου. Δύο εβδομάδες δεν μίλησε καθόλου. Δεν άνοιξε το στόμα της.

Ads

Τρομοκρατήθηκα. Έχασα το στήριγμά μου, τον άνθρωπό μου. Στο Ιράκ δεν έχω κανέναν. Έχω συγγενείς στη Γερμανία και στη Σουηδία. Έπρεπε να φύγω. Να γλιτώσω τα παιδιά από την οσμή του θανάτου. Να σώσω την ψυχή του πατέρα τους. Δεν έχω φύγει ποτέ από τη χώρα μου, ακόμη κι αν δεν με άφησαν να τη νιώσω δική μου. Δεν είχα άλλη επιλογή.

Φύγαμε από το Ιράκ και μεταβήκαμε στην Τουρκία. Με τη βοήθεια διακινητή, προσπαθήσαμε να φτάσουμε στην Ευρώπη μέσω της Βουλγαρίας. Γνωρίσαμε τη βία, τον εξευτελισμό. Δύο φορές πρόσφυγες. Επιστρέψαμε στην Τουρκία.

Έχουμε μάθει να μας κυνηγάνε. Προσπάθησα να μην λυγίσω. Να κρατηθώ όρθια. Η Ελλάδα ήταν η δεύτερη επιλογή. Δεν θέλουμε να μείνουμε εδώ. Θέλω να φτάσω στους συγγενείς μου και να νιώσουν τα παιδιά μου ασφαλή. Να αναπαυτεί η ψυχή του συζύγου μου και η δική μου. Δεν θέλω χρήματα. Παρακαλώ για ασφάλεια, ηρεμία, καλύτερη ζωή.

Όλα σε μία νύχτα άλλαξαν. Τα βράδια κάθομαι στο κρεβάτι και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Παρακαλώ τον Θεό να με προστατέψει για να μπορώ να προστατέψω και εγώ τα παιδιά μου. Παρατηρώ τα κορίτσια μου να κοιμούνται και εύχομαι να βλέπουν όνειρα και όχι εφιάλτες. Η μικρή μου δεν τρώει τίποτα, σπάνια μιλάει και πιο σπάνια χαμογελάει. Οι ζωγραφιές της δεν έχουν χρώματα, κρύβουν θλίψη, περιγράφουν τον θάνατο.

image
Φοβάμαι για το ταξίδι μου από εδώ και πέρα. Τρέμω την αστυνομία. Δεν ξέρω πώς θα φτάσω και πού θα πάω. Τα αφήσαμε όλα πίσω. Σε κανέναν δεν είπαμε τίποτα. Εγκαταλείψαμε ένα ζωντανό σπίτι. Άφησα πίσω τη ζωή, την ψυχή, τις αναμνήσεις μου. Κανείς δεν ησυχάζει μακριά από το σπίτι του.

Στον τόπο μου είναι μία παροιμία που λέει: ‘Μακριά από τον τόπο σου παράδεισος να είναι, φυλακή σου μοιάζει. Αυτά που ζούσαμε, αυτά που βλέπαμε αυτά θέλουμε να ξεχάσουμε.

Το κορίτσι μου με ρωτάει «Πότε θα φύγουμε; Πότε θα βγούμε να παίξουμε; Πότε θα πάμε στα φώτα;». Της απαντάω να κάνει υπομονή και ότι «αύριο όλα θα είναι καλύτερα». Το «αύριο» όμως δεν έρχεται και τότε με φωνάζει ότι είμαι ψεύτρα.

Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά…;»

Margaritis Petritzikis
unhcr.gr