Εννιά χρόνια. Από εκείνη τη νίκη στις ευρωεκλογές του 2014, ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε ως ισχυρός  παράγοντας του πολιτικού σκηνικού, είτε ως κυβερνών κόμμα, είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση που δυνάμει απειλούσε τη Νέα Δημοκρατία. Με το 17,84% στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, ο κύκλος αυτός κλείνει. Πάει, τέλειωσε.

Ads

Κι αν η εκτόξευση της περιόδου 2014-15 εξηγείται με όρους αντιμνημονιακού κύματος που ο ΣΥΡΙΖΑ καβάλησε, οι εκλογικές επιδόσεις στις δύο αλλεπάλληλες ήττες του 2019 έδειξαν κάτι άλλο. Σε συνθήκες χαλαρής ψήφου ευρωεκλογών και με τη Νέα Δημοκρατία να έρχεται «στα πράγματα», υπήρξε μολαταύτα ένα 23,75% των ψηφοφόρων που είπαν «εμείς επιλέγουμε ΣΥΡΙΖΑ». Ενάμιση μήνα αργότερα, στις βουλευτικές εκλογές, στο ποσοστό αυτό προστέθηκαν 8 ποσοστιαίες μονάδες, επειδή ένας κόσμος ένιωσε την ανάγκη να πει «θέλουμε ισχυρή αντιπολίτευση απέναντι στην Δεξιά που έρχεται».

Εκείνο το 31,6% γλύκανε την ήττα και κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ κυρίαρχο αντιπολιτευτικό παράγοντα, ακόμα και εκτός μνημονίων. Ήταν άνθρωποι από όλες τις ηλικίες και τις επαγγελματικές κατηγορίες που συνέβαλαν σε αυτή την ελπιδοφόρα για τον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά εικόνα, όμως μου φαίνεται πιο χρήσιμο τούτη την ώρα να εστιάσουμε στους νέους και τους ιδιωτικούς υπαλλήλους. Κι αυτό διότι οι πολιτικές που εφαρμόζει το σύστημα Μητσοτάκη θίγουν και επιτείνουν την αβεβαιότητα με τρόπο πιο άμεσο και μετρήσιμο ακριβώς αυτές τις δύο κατηγορίες των πολιτών. Το πρεκαριάτο.

Ads

Με τη συμμετοχή σε εκείνες τις εκλογές πέντε μονάδες υψηλότερη, ο ΣΥΡΙΖΑ τότε, σύμφωνα με το exit poll, ήταν πρώτο κόμμα στους νέους 17-34 ετών με ποσοστό 38% έναντι 30,4% της Νέας Δημοκρατίας. Τώρα, με συμμετοχή μόλις στο 52,83%, το αντίστοιχο ποσοστό έπεσε περίπου στο μισό, 19,9%. Και αν κάποιος επικαλεστεί το γεγονός ότι πολλοί νέοι εργάζονται στα νησιά και δεν μπόρεσαν να ψηφίσουν, το ίδιο ίσχυε και το 2019, με τις εκλογές στις αρχές Ιουλίου.
Με άλλα λόγια, οι νέοι άφησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην τύχη του. Είπαν «υπάρχεις, δεν υπάρχεις το ίδιο μας κάνει».

Μιλάμε για τους νέους που στη διάρκεια της πανδημίας συκοφαντήθηκαν ως η νούμερο 1 απειλή για τη δημόσια υγεία, που χτυπήθηκαν από την Αστυνομία, που είχαν να αντιμετωπίσουν την βάση εισαγωγής στα πανεπιστήμια, που εργάζονται στις γαλέρες της τουριστικής βιομηχανίας υπό πολύ κακές συνθήκες. Μιλάμε για τους νέους που δεν μπορούν να φύγουν από τα πατρικά τους σπίτια, δεν βλέπουν προοπτικές ανέλιξης μέσα από την εργασία τους, ψάχνουν όλο και περισσότερο τρόπους να εκτονωθούν, να ξεφύγουν. Τείνουν πολύ περισσότερο στην απόδραση, παρά στη συμμετοχή που ίσως αλλάξει τα πράγματα.

Στους ιδιωτικούς υπαλλήλους ο ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει και το 2019, όμως είχε πετύχει το διόλου αμελητέο 30%, πάντα σύμφωνα με το exit poll. Για ένα κόμμα που έχει καλώς ή κακώς στιγματιστεί ως εχθρικό προς την ιδιωτική πρωτοβουλία, το ποσοστό αυτό ήταν μια δυνατή παρακαταθήκη, πάνω στην οποία θα μπορούσε το κόμμα της Κουμουνδούρου να χτίσει. Το 2023, ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε μόλις το 16,8% των ιδιωτικών υπαλλήλων. Των ιδιωτικών υπαλλήλων που πήγαν στην κάλπη, για να είμαστε ακριβείς.

Οι άνθρωποι που εξυπηρετούν επί ώρες όρθιοι στα καταστήματα των μεγάλων αλυσίδων τεχνολογίας και ρουχισμού, οι ταμίες και πωλητές, όσοι φορτώνουν με προϊόντα τα ράφια των σούπερ μάρκετ, όσοι φτιάχνουν καφέδες και σερβίρουν ποτά, όσοι κρατούν τα μωρά, όσοι καθαρίζουν τα σπίτια, όσοι ρισκάρουν καθημερινά τη ζωή τους δουλεύοντας πάνω σε ένα μηχανάκι, όσοι σηκώνουν και παίρνουν τηλέφωνα για ψίχουλα, όσοι στήνουν τις διαφημίσεις και τις σειρές που γεμίζουν τις οθόνες.

Μαζί με τους καλλιτέχνες, οι οποίοι έκαναν αισθητή την παρουσία τους ως ξεχωριστός κλάδος εργαζομένων τον περασμένο χειμώνα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, συχνά υποδηλωμένοι και σίγουρα υποαμειβόμενοι για αυτό που προσφέρουν στην μηχανή της οικονομίας και του θεάματος, είναι η νέα εργατική τάξη. Η τάξη που, παρά την κόλαση μέσα στην οποία ζει, γύρισε την πλάτη στον ΣΥΡΙΖΑ.

Νέοι και εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα είμαστε το «πρεκαριάτο», οι πολίτες μέσα στην  αβεβαιότητα. Ανεξάρτητα αν την συγκεκριμένη χρονική στιγμή έχουμε ή δεν έχουμε δουλειά, αν είμαστε επαγγελματικά σε καλό ή κακό φεγγάρι, για την συντριπτική πλειοψηφία των νέων και εργαζόμενων, το χτίσιμο της σταδιοδρομίας και της οικογενειακής ζωής με όρους σχεδίου και υλοποίησης είναι αδύνατο. Κάνουμε πλάνα μόνο για τους επόμενους μήνες γιατί δεν ξέρουμε τί θα μας ξημερώσει.

Ας αναλογιστούμε πόσο διαφορετική θα ήταν η εικόνα του πολιτικού σκηνικού αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει να πείσει σημαντικό μέρος του πρεκαριάτου ότι είναι η δύναμη που μπορεί να εκφράσει τα προβλήματά του και να δώσει λύσεις σε αυτά. Δεν ξέρω αν σε ένα τέτοιο σενάριο θα είχαμε ολική ανατροπή, αλλά αναμφίβολα θα μιλούσαμε για μια δυνατή αξιωματική αντιπολίτευση που μάλιστα θα στηριζόταν σε πολύ δυναμικά και ηλικιακά φρέσκα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας. 

Θέλω να πιστεύω πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να συνομιλήσει με το πρεκαριάτο. Άλλωστε αρκετά από τα σημεία του προγράμματος που παρουσίασε το προηγούμενο διάστημα, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν υπέρ των συμφερόντων του. Στη ζωή όμως, και σίγουρα στην πολιτική, το αποτέλεσμα μετράει. Και το αποτέλεσμα έδειξε πως όχι μόνο δεν το κατάφερε, αλλά έχασε και ό, τι δεσμούς είχε χτίσει μαζί του τα χρόνια που βρισκόταν στην κυβέρνηση. 

Πολλοί θα πουν ότι μπορούμε και χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ ή κάτι σαν δυνάμει κυβερνώσα αριστερά. Ας οργανωθεί το πρεκαριάτο και ας χτίσει το κίνημα που θα φέρει τις αναγκαίες νίκες, ακόμα και απέναντι στο πανίσχυρο σύστημα Μητσοτάκη. Καλό ακούγεται, μάλλον απαραίτητο είναι. Όμως μέσα σε αυτό τον νέο κόσμο με τα κινήματα-πυροτεχνήματα που ανατέλλουν και σβήνουν γρήγορα, νομίζω πως χρειάζεται και ένα κόμμα, μια αριστερά που θα λειτουργεί ως επιλογή στην κάλπη και εκφραστής των ζητημάτων μέσα στη Βουλή.

Το ΚΚΕ είναι χρήσιμο προς αυτή την κατεύθυνση αλλά υπερβολικά «σφιχτό» για το σύγχρονο πρεκαριάτο που έχει μάθει στην ελευθερία του «μέσα-έξω». Δεν ξέρω αν στο ΠΑΣΟΚ θα ήθελαν να παίξουν αυτό τον ρόλο, αλλά θεωρώ ότι ο υψηλός βαθμός της συστημικότητας που το χαρακτηρίζει και η μικρή τριβή των περισσότερων στελεχών του με την δύσκολη καθημερινότητα του πρεκαριάτου, αποκλείουν κάθε τέτοιο ενδεχόμενο.

Εδώ βρισκόμαστε. Και τώρα, ποιός θα μιλήσει για εμάς;