Στη (νότια) Λευκωσία τελέστηκε προχθές το οκταετές μνημόσυνο του πρώην προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου. 

Ads

Το μνημόσυνο αυτό περιλάμβανε «επιμνημόσυνο λόγο» με ομιλητή τον αναπληρωτή καθηγητή διεθνών σπουδών Άγγελο Συρίγο. Στο λόγο αυτό, όπως δημοσιεύθηκε ηλεκτρονικά, περιλαμβανόταν και η εξής αποστροφή.

«Ας υποθέσουμε, όμως, ότι η Τουρκία αποφασίζει να προβεί σε ενσωμάτωση [της βόρειας Κύπρου]. Θα είναι αναμφισβήτητα μία θλιβερή εξέλιξη που απλώς θα επιβεβαιώνει και τυπικά την πραγματικότητα που βιώνουμε στο νησί από το 1974. 

Βαυκαλιζόμαστε μήπως ότι συνομιλούμε τους Τουρκοκυπρίους; Μήπως οι Τουρκοκύπριοι κατέχουν την Κύπρο; Η Τουρκία την κατέχει και αυτός είναι ο πραγματικός συνομιλητής της ελληνοκυπριακής πλευράς». 

Ads

Σύμφωνα με το βιογραφικό του, ο κ. Συρίγος διδάσκει σε πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου και σπούδασε, και κατά τεκμήριο είναι ελληνικής υπηκοότητας και καταγωγής (κάτι τέτοιο δεν λέγεται ρητά, αλλά η μη αναφορά δείχνει ακριβώς ότι μάλλον δεν είναι Κύπριος). 

Εξάλλου, στο παρελθόν – μέχρι το 2015 – έχει υπηρετήσει το ελληνικό κράτος από διάφορες δημόσιες θέσεις.

Με βάση τα παραπάνω, η αποστροφή αυτή του λόγου του είναι ένα πραγματικά απίθανο γλωσσικό μνημείο επιτελεστικής αντίφασης, την οποία ο ομιλητής δεν συνειδητοποιεί καν – ή ίσως δεν ενδιαφέρεται να καλύψει: Ένας Έλληνας πανεπιστημιακός και πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος, μιλώντας στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, παραπονιέται επειδή «ο πραγματικός συνομιλητής» από την άλλη πλευρά είναι λέει η Τουρκία.

Από αυτήν εδώ την πλευρά, όμως, ποιος είναι ο συνομιλητής;

Φαντάζομαι, η Κυπριακή Δημοκρατία.

Ο Συρίγος όμως γιατί λέει «συνομιλούμε»; Αφού αυτός δεν συνομιλεί.

Ή μήπως συνομιλεί;

Εάν ο ίδιος αντιλαμβάνεται αυτονόητα τον εαυτό του ως μέρος του υποκειμένου το οποίο συνομιλεί, τότε το υποκείμενο αυτό είναι η Ελλάδα.

Τότε όμως γιατί ακριβώς ενοχλείται αν από την άλλη πλευρά είναι η Τουρκία; Αν είναι θεμιτό το ένα, είναι θεμιτό και το άλλο – ίσως μάλιστα ακόμη περισσότερο, εφόσον η μεν Τουρκία κατέχει τη βόρεια Κύπρο, η Ελλάδα όμως δεν κατέχει τη νότια απ’ ό,τι ξέρω.

Η πιο λογική όμως απάντηση είναι η εξής:

Ο ομιλητής δεν ενοχλείται πραγματικά που συμβαίνει αυτό. Τα κλαψουρίσματά του είναι υποκριτικά.

Στην ουσία, είναι πανευτυχής που (εάν) έχει να κάνει με την αντίστοιχη «μητέρα πατρίδα/ Ana Vatan», και του προκαλεί αλλεργία το ενδεχόμενο να αναγνωρίσει οποιαδήποτε αυτονομία στις «Yavru Vatan». Αυτό είναι κάτι στο οποίο συμπίπτουν οι εθνικιστές και των δύο πλευρών. Το ένα χέρι νίβει το άλλο, και τα δυο μαζί στραγγαλίζουν κάθε τάση αυτονόμησης των ιθαγενών της αποικίας από τη μητρόπολη.

Η διαπίστωση ότι «η Τουρκία κατέχει τη βόρεια Κύπρο» φαίνεται μάλλον να τον ικανοποιεί παρά να τον δυσαρεστεί. Πάντως δεν κάνει τίποτε για να την μετασχηματίσει. Αντιθέτως, υποδεικνύει στους Ελληνοκύπριους να συνεχίσουν να ρίχνουν τη μπάλα στην κερκίδα για άλλα σαράντα χρόνια, ή πάντως για απροσδιόριστο ακόμα διάστημα, εφόσον, όπως διαβεβαιώνει ο κ. αναπληρωτής παραθέτοντας τον Πέτρο Μολυβιάτη, «Η ζωή συνεχίζεται και η ζωή προσφέρει πάντοτε δυνατότητες και ευκαιρίες».

Εάν όμως υπήρξε, και υπάρχει, μία δυνατότητα και μία ευκαιρία να εργαστεί κανείς ενάντια στην υποτίθεται δυσάρεστη πραγματικότητα που «βιώνουμε στο νησί από το 1974» (δηλαδή που οι Κύπριοι βιώνουν· εγώ και ο Συρίγος δεν τη βιώνουμε), αυτή θα ήταν, ακριβώς, η επαφή και η επικοινωνία με τους Τουρκοκύπριους. Και με τον αξιοθαύμαστο και συγκινητικό αγώνα που εκείνοι διεξάγουν ενάντια στον πατερναλισμό της δικής τους Ana Vatan, σε συνθήκες ασφυκτικής απομόνωσης, ήδη από το 2000, και που μέχρι τώρα πέτυχε να ανατρέψει και να ρίξει στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας τον Ντενκτάς και το σόι του, και στη συνέχεια να ανοίξει τα οδοφράγματα, να ανατρέψει το καθεστώς απαρτχάιντ το οποίο βίωναν μέχρι τότε οι Κύπριοι, να πετύχει μία έστω μερική ελευθερία μετακίνησης και να πυροδοτήσει μια σειρά εξελίξεις που μεταξύ άλλων οδήγησαν και στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας (ντε γιούρε, αλλά ντε φάκτο μόνο της νότιας Κύπρου) στην ΕΕ [1].

Ο νεκρός τον οποίο τιμούσε η συγκεκριμένη ομιλία, πέρασε στην ιστορία για τη συγκινησιακά φορτισμένη ομιλία του με την οποία προέτρεψε τα μέλη της κοινότητάς του να απορρίψουν ένα προηγούμενο σχέδιο λύσης με την αιτιολογία ότι «παρέλαβε κράτος και δεν θέλει να παραδώσει κοινότητα». Όμως, τόσο η αιτιολογία αυτή όσο και η μετά οκταετία μνημόνευσή της, χαρακτηρίζονται από την ίδια αναντιστοιχία ανάμεσα στο διακηρυγμένο περιεχόμενο και την διάσταση της επιτέλεσης, από την ίδια επιλεκτική μετακίνηση ανάμεσα στο μέρος και το όλον [2] – σε ένα πνεύμα «τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου»: λέμε «η Κύπρος» και, όταν μας βολεύει, με αυτό εννοούμε απλώς «οι Ελληνοκύπριοι», ενώ συχνά εννοούμε «οι Έλληνες + οι Ελληνοκύπριοι» χωρίς να διευκρινίζουμε πότε εννοούμε ποιους. Και, εν πάση περιπτώσει, χωρίς ποτέ να περιλαμβάνουμε σε αυτήν την «Κύπρο» τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι θεωρείται ότι είναι ανύπαρκτοι και έτσι πρέπει να παραμείνουν.

Το βασικό πρόβλημα όμως με αυτόν τον τύπο λόγου, τον οποίο εκφέρει το ελληνικό βαθύ κράτος (και τον υλοποιεί πιστά το ρηχό, υπό την καθοδήγηση του Νίκου Κοτζιά), δεν είναι η λεκτική ασυνέπεια ή η υποκρισία του. Είναι η πολεμοκαπηλεία και η επιθετικότητά του.

Διότι, πράγματι, αφού ο διεθνολόγος μας κάνει ό,τι μπορεί για να απαξιώσει και να διαγράψει από το οπτικό πεδίο την ύπαρξη και τους αγώνες των Τουρκοκυπρίων, ποιες είναι άραγε οι «δυνατότητες και οι ευκαιρίες» που απομένουν και τις οποίες υπαινίσσεται; Είναι απλό: ο πόλεμος με την Τουρκία.

«Με ό,τι έχει καταπιαστεί η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει αποτύχει μεγαλοπρεπώς: Πήγε να παίξει το μεγάλο παιχνίδι στη Μέση Ανατολή τοποθετώντας ισλαμικές αδελφότητες στα γειτονικά κράτη κι έχει βυθισθεί στον βάλτο της Συρίας.

Έριξε το ρωσικό μαχητικό και αφού έφαγε χαστούκια, σύρθηκε γονυπετής στη Μόσχα να ζητήσει συγνώμη.

Απείλησε με casus belli τους Κούρδους εάν διαβούν τον Ευφράτη στη Συρία και έκτοτε αυτοί έχουν προχωρήσει 90 χιλιόμετρα πέραν του ποταμού (προσέξτε! Μιλάμε για τους χωρίς κράτος και “ξυπόλητους” Κούρδους).

Απαίτησε αλαζονικά να συμμετάσχει στην πολιορκία της Μοσούλης και έκτοτε οι στρατιώτες είναι εγκλωβισμένοι σε ένα στρατόπεδο υπό τον έλεγχο κουρδικής πολιτοφυλακής».

Εδώ ομολογουμένως δεν υπάρχει καμία ένταση μορφής και περιεχομένου: έχουμε ξεκάθαρα το λόγο ενός καραβανά που, με το αναμενόμενο κουτσαβάκικο και θρασύ ύφος, ανοιχτά προσπαθεί να μας παρασύρει – τόσο τους Ελληνοκύπριους όσο και τους Ελλαδίτες – σε μια επιθετική πολεμική περιπέτεια. Η αναμονή που συνιστά αυτός ο λόγος δεν είναι ατολμία ή αναποφασιστικότητα, αλλά είναι προσμονή μέχρι τη στιγμή που η Ελλάδα θα γίνει αρκετά αξιόμαχη – έχοντας μεταξύ άλλων αγοράσει αρκετά όπλα, με όλα αυτά τα λεφτά που της τρέχουν από τα μπατζάκια – ώστε να μπορέσει να πετάξει τους Τούρκους στη θάλασσα. (Περιλαμβανομένων και των Τουρκοκυπρίων φυσικά, εφόσον αυτοί δεν έχουν καμία αυτοτελή ύπαρξη αλλά είναι απλώς «Τούρκοι» – όπως θα έλεγε και ο Ντενκτάς).

Η προσδοκία αυτή, φυσικά, για κάθε στοιχειωδώς λογικό άνθρωπο, είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί ποτέ. Αλλά ακόμα και αν κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά δυνατό, δεν θα ήταν επιθυμητό.

Όλοι αυτοί οι αυτόκλητοι στρατηγοί που βγαίνουν και φλυαρούν στο όνομά μας, δεν μας ρωτάνε πριν καταρτίσουν όλα αυτά τα σχέδια εισβολών επί χάρτου. Το πρόβλημά τους όμως είναι ότι, είτε μας ρωτάνε είτε όχι, μας έχουν ανάγκη για να τα υλοποιήσουν.

Στο χέρι μας λοιπόν είναι να μην τους αφήσουμε.

[1] Στους αγώνες αυτούς, και στην ανάγκη να συναντηθούμε και να επικοινωνήσουμε με αυτούς, είχα αναφερθεί εδώ και δέκα χρόνια, στο τελευταίο κεφάλαιο της Αθεράπευτης νεκροφιλίας του ριζοσπαστικού πατριωτισμού.

[2] Σε αυτό το πολιτικό ύφος που συνιστά η χρήση ενός όρου κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει, επιλεκτικά ή, συχνά, αθροιστικά, τόσο το μέρος όσο και το όλον, είχα αναφερθεί σε ένα άλλο βιβλίο μου, το Εμείς οι έποικοι. Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος τού Πόντου.

Από το nomadicuniversality.com