Όταν στα έντεκα χρόνια του, ακόμα τότε στις γειτονιές του Πειραιά όπου γεννήθηκε, άκουγε με υπερηφάνεια τα αδέλφια να φεύγουν για το ελληνοαλβανικό μέτωπο για να πολεμήσουν τους Ιταλούς εισβολείς, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι περίπου έξι δεκαετίες αργότερα θα περπατούσε ως Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας στα μονοπάτια που δόξασαν οι ήρωες πρόγονοί του. Στο Αργυρόκαστρο, το Πόγραδετς, την Κορυτσά. Ούτε ότι θα ήταν αυτός που θα φρόντιζε την αποκατάσταση της ψυχής και της μνήμης των Ελλήνων πεσόντων, αναστηλώνοντας το παλαιό νεκροταφείο στους Βουλιαράτες και κατασκευάζοντας το νέο στην Κλεισούρα. Εκεί όπου σήμερα κείτονται 360 τάφοι και 600 οστεοφυλάκια αξιωματικών και στρατιωτών.

Ads

Ο Αναστάσιος παρέμεινε μέχρι και τα 95 χρόνια του ένας πραγματικός ποιμένας. Ένας ιεράρχης- διδάσκαλος, ένας άνθρωπος του Θεού, δημιούργημα σοφίας και αγάπης. Των αξιών που και ο ίδιος προσπάθησε, διαχρονικά, να εμφυσήσει σε όποιον είχε την τύχη να βρεθεί κοντά του. Χωρίς εγωισμό, με κατανόηση, με απεριόριστη πίστη. «Θεέ μου ελευθέρωνέ με από τον εαυτόν μου και δώσε μου στον Εαυτό Σου», ήταν η δέηση στην οποία όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει προσέφευγε συχνά κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών που πέρασε. Αλλά και ασκώντας αέναα το καθήκον του, ανοίγοντας τον κύκλο των πιστών απ’ όποια θέση κι αν του ανατίθετο. Παρότι δεν του άρεσε ο όρος ήταν ένας ιεραπόστολος στον 20ο αιώνα, ένας κήρυκας «της μαρτυρίας της ζωής του Χριστού».

Ο Αναστάσιος ήταν ένας εξωστρεφής κληρικός, ο οποίος ήδη από τη δεκαετία του 1960 διακόνησε την ορθόδοξη πίστη εκτός των συνόρων. Στην Αφρική, όπου μπορεί μεν να νόσησε σοβαρά, αλλά πέτυχε με την πάροδο του χρόνου να χειροτονήσει περισσότερους από 60 κληρικούς καθώς και να μεταφραστεί η Θεία Λειτουργία σε τέσσερις αφρικανικές γλώσσες. Κυρίως όμως στην Αλβανία, εκεί που- μετά τον Αύγουστου του 1992 όταν και ενθρονίστηκε- με τη δική του προσωπική σφραγίδα ανασυστήθηκε η Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία.

Δεν είχαν περάσει παρά μόλις κάποιοι μήνες από την κατάρρευση ενός σκληρού αθεϊστικού καθεστώτος- διάρκειας 46 ετών- το οποίο είχε μετατρέψει την πλειοψηφία των ναών σε δημόσια κτήρια, υπηρεσίες ή ακόμα και γυμναστήρια. Κι όμως μέχρι και την εκδημία του, με δική του πρωτοβουλία ανοικοδομήθηκαν πάνω από 160 ναοί, επισκευάστηκαν αρκετές δεκάδες άλλοι, αναστυλώθηκαν πολιτιστικά μνημεία.

Ads

Δεν ήταν λίγοι αυτοί που όταν έμαθαν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο επέλεξε τον Αναστάσιο για την Αλβανία αναρωτήθηκαν αν πρόκειται για καταναγκαστικό έργο- χωρίς μάλιστα να ελπίζουν σε αποτέλεσμα. «Ισόβια στην πιο φτωχή και προβληματική γωνιά των Βαλκανίων». Και όμως, 33 χρόνια μετά, είναι ασφαλές να πει κανείς ότι ο Αναστάσιος, μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες μορφές της χριστιανοσύνης, καλλιέργησε την ορθόδοξη ταυτότητα στην Αλβανία, μεταλαμπαδεύοντας παραλλήλως τις αρχές του ελληνισμού.


Ενθυμούμενος τα πρώτα χρόνια στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, έχοντας αποφοιτήσει από το περίφημο Β’ Γυμνάσιο Αθηνών και με την οξεία πολιτική αντιπαράθεση να αντανακλά σε όλες τις όψεις της δημόσιας ζωής, ο Αναστάσιος πρόβαλε τη δική του «αλήθεια»: «Όλοι ονειρευόμασταν έναν κόσμο ειρήνης, δικαιοσύνης και ελευθερίας. Εμείς πιστεύαμε ότι ο κόσμος αυτός θα δημιουργηθεί όχι μέσα από τη σύγκρουση, αλλά με τη βίωση της χριστιανικής παράδοσης, της δικαιοσύνη και της αγάπης». Ακριβώς αυτή ήταν η λογική του όταν έφτασε στην Αλβανία. Θα δρούσε υπέρ της Ορθοδοξίας και ότι στη βάση των εθνικοτήτων. Εξ ου και το ποίμνιό του αποτελείται από Έλληνες της μειονότητας, Αλβανούς ή και Σέρβους μειονοτικούς. «Χριστός Ανέστη» στα αλβανικά, αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Αναστάσιου όταν εισήλθε στον μητροπολιτικό ναό του Ευαγγελισμού στα Τίρανα. «Αληθώς Ανέστη», τα πρώτα λόγια που άκουσε.

Σύμφωνα με τα λόγια του Αναστάσιου η αγάπη είναι η συνεκτική δύναμη, η ακατάλυτη δύναμη του Θεού. Και η σοφία είναι το απόλυτο προϊόν της πνευματικότητας. Όχι μόνο η σοφία που πηγάζει από την ορθόδοξη πνευματικότητα. Αλλά αυτή που έχει αναπτυχθεί στους πολιτισμούς διαφόρων λαών και παραμένει σήμερα πολύτιμη κληρονομιά για όλη την ανθρωπότητα. Ο ίδιος άλλωστε ήταν εμβριθής μελετητής των θρησκευμάτων, συμμετείχε στο διαθρησκευτικό διάλογο, είχε κατακτήσει πλήρη γνώση της παγκόσμιας θρησκειολογίας. Μια ζωή αφιερωμένη στο Θεό, αλλά και εν γένει στο θρησκευτικό πνεύμα. Ένας ιεράρχης με διεθνή απήχηση, πάντοτε ειρηνικός, με ενσυναίσθηση, ενωτικός και με έμφυτη ικανότητα να βλέπει μπροστά από την εποχή του. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο Αναστάσιος ήταν παρών στην εξέγερση της Νομικής τον Φεβρουάριο του 1973, βοηθώντας τους φοιτητές υλικά και πνευματικά;

Τρεις δεκαετίες στην Αλβανία, ο Αναστάσιος ισορρόπησε επιτυχώς στο τεντωμένο σχοινί των διμερών σχέσεων. Αντιμετωπίστηκε σας «δούρειος ίππος της Ελλάδας», κάτι που είναι λογικό να τον στεναχωρούσε. Αλλά ο ίδιος ήταν στοιχείο υπερβατικό. Πίστευε βαθιά ότι τόσο η θρησκεία, όσο και ειδικά η Ελληνική Εθνική Μειονότητα την οποία στήριξε με όλες του τις δυνάμεις, θα λειτουργήσουν ως άλλες γέφυρας φιλίας μεταξύ των κρατών. Δεν ήθελε να είναι ο «Έλληνας Αρχιεπίσκοπος», εξ ου και πίεζε για να του αποδοθεί η αλβανική υπηκοότητα το 2017. Οκτώ χρόνια πριν είχε ψηφιστεί από το κοινοβούλιο της χώρας ο νόμος του κράτους που ρύθμιζε τις σχέσεις Εκκλησίας Πολιτείας. Έκτοτε δημιουργήθηκαν πάνω από 400 ενορίες. Στα Βαλκάνια, όπου ιστορικά οι θρησκείες ήταν πηγές διαίρεσης και αίτια πολέμου, ο Αναστάσιος κινήθηκε προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Γι’ αυτό ήταν και πρωτοπόρος. Γι’ αυτό και οι μαθητές του μιλούν για έναν χαρισματικό δάσκαλο. Γι’ αυτό και η δημόσια σφαίρα γέμισε θερμούς επαίνους. Ο θάνατός του είναι αφορμή διδαχής υπέρ της σοφίας και της αγάπης. Μας διδάσκει όμως και κάτι ακόμα: Υπάρχουν ακόμα, εν έτει 2025, δυσαναπλήρωτα κενά. Ίσως και αναντικατάστατοι άνθρωποι.

Ο Αναστάσιος είναι ένας απ’ αυτούς.

 

ΠΗΓΗ: ΕΡΤ