Η πρόταση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ για την καθιέρωση της ισότιμης-ισάριθμης συμμετοχής φύλων ως προς την συγκρότηση, δομή και λειτουργία του κόμματος αποτελεί τομή για τον τρόπο που ένα πολιτικό κόμμα οργανώνει και αναδιατάσσει την πολιτική του φυσιογνωμία λαμβάνοντας υπόψη την έμφυλη διάσταση των υποκειμένων του. Κι είναι η πρώτη φορά που πολιτικό κόμμα καταθέτει την πρόταση της ισότιμης συμμετοχής ανδρών και γυναικών, εγχείρημα πρωτοβουλιακό το οποίο αν και ενταγμένο στο ιδεολογικό και αξιακό  του πυρήνα έως σήμερα δεν είχε προωθηθεί. Η πρόταση για 50-50 έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.

Ads

Αντίστοιχα και η δυναμική  ανάκαμψη των γυναικείων οργανώσεων, φεμινιστικών και λοατκι κινημάτων, έρχεται ως απάντηση στις νεοφιλελεύθερες πατριαρχικές alt right πολιτικές που εφαρμόζονται τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και στην χώρα μας από την παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ. Ιδιαίτερα η τελευταία έχει επιδοθεί σε ένα μπαράζ νομοθετικών ρυθμίσεων που δεν υπονομεύουν απλά ό,τι με  αγώνες έχει κατακτηθεί αλλά επανιδρύουν και εγκαθιστούν την επιτελικότητα και επιτελεστικότητα του πατριαρχικού κράτους, (βλ  ΓΓΙΦ, ΓΓΟΠΙΦ, ΓΓΔΟΠΙΦ, οικογενειακό, εργασιακά κτλ) ή με δηλώσεις του Πρωθυπουργού, «δεν βρίσκαμε γυναίκες για να τοποθετήσουμε σε κυβερνητικές θέσεις, ο πολίτης είναι γένους αρσενικού η δημοκρατία όμως γένους θηλυκού», μεταξύ άλλων.

Μέσα σε αυτές τις οξυμμένες συνθήκες της πολλαπλής κρίσης και της αναδίπλωσης των έμφυλων προταγμάτων η ευθύνη της Αριστεράς, μιας Αριστεράς sui generis  φεμινιστικής, οφείλει στον καταστατικό, αξιακό, συγκροτητικό, ιδεολογικό της πυρήνα και  στις προγραμματικές της θέσεις να εντάξει θέσεις και αιτήματα φεμινιστικά,  διαθεματικά ανταποκρινόμενη στα πολιτικά κελεύσματα μιας σύγχρονης ανοιχτής πλουραλιστικής πολυφωνικής Αριστεράς. Ανάλογες προτάσεις για την εθελοντική ποσόστωση στο εσωτερικό των κομμάτων έχουν υιοθετήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο κι άλλα κόμματα αριστερά, πρασίνων και σοσιαλδημοκρατικά.

Ως εκ τούτου,  η  πρόταση της Επιτροπής Καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ για την ποσόστωση, για την ισάριθμη ποσοτική εκπροσώπηση στα συλλογικά όργανα και τις αποφάσεις του κόμματος,  έρχεται να αναγνωρίσει την  παραδοχή της άνισης κατανομής της πολιτικής εξουσίας επιδιώκοντας την ανακατονομή της με όρους έμφυλους και να λειτουργήσει ως αντισταθμιστικός παράγοντας άρσης της μειωμένης συμμετοχής και της απουσίας των γυναικών και θηλυκοτήτων  από τα κέντρα λήψης αποφάσεων τόσο στο εσωτερικό του κόμματος όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Αναγνωρίζει παράλληλα την προβληματική λειτουργία του πολιτικού συστήματος, στο βαθμό που  πολιτικά συλλογικά υποκείμενα  όχι μόνο δεν εκπροσωπούνται ισότιμα και ισάριθμα αλλά τουναντίον  πολλά τελούν σε καθεστώς πολιτικής ανυπαρξίας και σιωπής  ενόσω κατισχύει η ενικότητα του φύλου της δημοκρατίας ως σύστημα πολιτικής, κοινωνικής οργάνωσης και διακυβέρνησης.

Ads

Το έμφυλο πρόσημο της δημοκρατίας, ο ανδροκεντρικός χαρακτήρας της, η ιδιότητα του πολιτικού έμφυλου υποκειμένου και η μονοσήμαντη πρόσληψή του, ως απόρροια  των διακριτών σφαιρών, του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, η πριμοδότηση του πρώτου ως προνομιακού πεδίου των ανδρών έναντι του υποδεούς δεύτερου ως χώρου των γυναικών,  νομιμοποίησε, φυσικοποίησε τον αποκλεισμό των γυναικών, στερώντας τες  την ιδιότητα του πολίτη, που αν και  τέθηκε υπό το πρίσμα της οικουμενικότητας και της καθολικότητας εν τούτοις θεσμικά τουλάχιστον, πραγματώθηκε ιστορικά στην δεκαετία του ‘50 στην χώρα μας. Με άλλα λόγια η δημοκρατία, δεν πραγματώνει κατ’ ουσίαν τον ορισμό της και τις προϋποθέσεις της, δεν είναι τόσο δημοκρατική, μέσω των αποκλεισμών και εξαιρέσεων κατά την άσκηση και εφαρμογή της. 

«Η δημοκρατία μπορεί να μην αποκλείει αλλά είναι αποκλειστική  υπό την έννοια ότι επιλέγει τους άνδρες χωρίς να «αποκλείει», να αρνείται ρητά  τις γυναίκες», επισημαίνει η Ε. Βαρίκα. Ο άρρητος και άγραφος χαρακτήρας του αποκλεισμού αφήνει χώρο για την δυναμική της ένταξης εκείνων των υποκειμένων ατομικών και συλλογικών που τίθενται εκτός του οικουμενισμού των δικαιωμάτων και της ιδιότητας του πολίτη.

Ωστόσο το ερώτημα που τίθεται είναι, πώς λαμβάνει με ποιους τρόπους και χαρακτηριστικά η διαδικασία της ένταξης και  απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη, αφηρημένα και ουσιοκρατικά, ή λαμβάνοντας υπόψη  όλα εκείνα τα στοιχεία, τους πραγματικούς καθορισμούς  που διαμορφώνουν τις εύθραυστες υποκειμενικότητες. Τι σημαίνει η ιδιότητα του πολίτη για μια αγρότισσα, νοικοκυρά, εργαζόμενη, νέα, ηλικωμένη, προσφύγισσα, μετανάστρια, ρομά, λεσβία κτλ  Κι αντίστοιχα για ένα άνδρα;

Πως προσλαμβάνεται και πως εκφέρεται, ποιους άρρητους, αλλά ωστόσο υπαρκτούς αποκλεισμούς εμπεριέχει; Πώς διατρέχει οριζόντια και κάθετα με ποιες διατομές και κόμβους συναντάται οι οποίοι συντείνουν στον αποκλεισμό των γυναικών/θηλυκοτήτων από την δημόσια δράση, πολιτική ενεργοποίηση και  συμμετοχή όχι ως εξαίρεση αλλά ως βασικό κανόνα λειτουργίας των πολιτικών συστημάτων, τα οποία μέσα από τις αφηρημένες διευθετήσεις περί οικουμενικότητας του δικαιώματος του /της πολίτη και των πολιτικών τους θεσμίσεων και πρακτικών την αξιοποίησαν ως όργανο  κυριαρχίας και αποκλεισμού όλων εκείνων που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις να κατέχουν ουσιαστικά την ιδιότητα του πολίτη πίσω από την βασική αρχή του όλοι είναι ίσοι και όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα. Όλ@; Σαφώς και όχι.

Η ισότητα των φύλων, χρειάζεται να διακηρυχθεί γιατί ακριβώς απουσιάζει. Χρειάζεται να εγγραφεί στον ορίζοντα του εφικτού, ως ουσιαστικό προαπαιτούμενό του απονομιμοποιώντας τον ανδροκεντρικό χαρακτήρα  της οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων και των αόρατων φραγμάτων που τοποθετούν τα ενσώματα έμφυλα υποκείμενα σε θέση υποδεούς ακόμη κι αν είναι πλήρως ενταγμένα νομικά. Η ανάδειξη των συνόρων  του φύλου, η ορατότητά του(ς) ακόμα και μέσα στις κοινωνίες  της εγκαθιδρυμένης τυπικής ισότητας, η πολιτική αναγνώριση της καταπίεσης των γυναικών και όλων των θηλυκοτήτων είναι στρατηγικής σπουδαιότητας γιατί ακριβώς  τις επιτρέπουν την διεμβόλιση της ανδροκρατικής πολιτικής κυριαρχίας και κουλτούρας επιδιώκοντας την ορατότητα τους. 

Υποεκπροσώπηση γυναικών και ισότιμη δημοκρατία

Ο υπότιτλος αποτυπώνει περιγραφικά το ασύμβατο και οξύμωρο της συζευκτικής σχέσης που εγγράφεται στο εσωτερικό μιας ατελούς τελικά δημοκρατικής διακυβέρνησης και συμβίωσης. Η υπολείπουσα συμμετοχή των γυναικών στην πολιτικές διαδικασίες και στα κέντρα λήψης αποφάσεων, ως πολιτικά έμφυλα υποκείμενα συνυφαίνεται με τις ευρύτερες πολιτικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις και  οικονομικές, κοινωνικές ανισότητες απόρροια της έμφυλης διχοτομίας και του φύλου ως καταστατική σγκροτητική συνθήκη οργάνωσης των κοινωνιών των έμφυλων καταμερισμών και ρόλων. Η υποεκπροσώπηση των γυναικών συνιστά σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα, το οποίο υπονομεύει τη νομιμότητα του σύγχρονου δημοκρατικού ιδεώδους. Συνεπώς, η ισοτιμία της δημοκρατίας και η προώθηση των γυναικών σε θέσεις λήψης αποφάσεων αποτελούν σημαντικούς τομείς δράσης για την απόδοση περιεχομένου ουσίας (κι όχι άδειου πουκαμίσου) στο τρίπτυχο των αξιακών προϋποθέσεων που τη συγκροτούν ως τέτοια: η ελευθερία, η ισότητα και η δικαιοσύνη νοηματοδοτούνται στην έμφυλη πράξη της μετατόπισης-κίνησης προς τη διαπιστωτική πραγμάτωση τους.

Η ισότιμη δημοκρατία συνεπάγεται την ίση εκπροσώπηση γυναικών και ανδρών σε θέσεις λήψης αποφάσεων. Πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα από τις ποσοστώσεις, καθώς βασίζεται στην ιδέα ότι οι γυναίκες δεν αποτελούν μειονότητα: αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ της ανθρωπότητας – μια ποσοτική διάσταση – και ένα από τα συστατικά της – μια ποιοτική διάσταση- είναι δικαίωμα των γυναικών να συμμετέχουν στη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Δεν πρόκειται για αίτημα δικαιοσύνης και δημοκρατίας  όσο   αναγκαία προϋπόθεση της υποστασιοποίησης τους.

Ποσοστώσεις ως μορφή εκπροσώπησης και ως θετική δράση

Η εκπροσώπηση των γυναικών μπορεί να αυξηθεί ως αποτέλεσμα της ίδιας της συζήτησης για την εισαγωγή ποσοστώσεων, από την επιτελεστικότητα της.

Ένα από τα πολυσυζητημένα όσο και αμφιλεγόμενα μέτρα θετικών δράσεων για την ενίσχυση των υποεκπροσωπούμενων πληθυσμιακών ομάδων, είναι οι ποσοστώσεις φύλου για την επίτευξη ισόρροπης και ισάριθμης παρουσίας στους πολιτικούς θεσμούς, στον πυρήνα των οποίων είναι η ποσοτική αύξηση των γυναικών στην δημόσια πολιτική διαδικασία με απώτερο στόχο την ουσιαστική συμμετοχή και πολιτική χειραφέτηση.

Διαρκώς αυξανόμενος αριθμός χωρών εισάγει σήμερα διάφορους τύπους ποσοστώσεων φύλου για τις δημόσιες εκλογές: Στην πραγματικότητα, οι μισές χώρες του κόσμου χρησιμοποιούν σήμερα κάποιο είδος εκλογικής ποσόστωσης για το κοινοβούλιο τους, ενώ αντίστοιχα πολιτικά κόμματα στηρίζοντας τις ιδεολογικές και πολιτικές τους καταστατικές αρχές, εντάσσουν στο εσωτερικό της λειτουργίας τους μορφές ποσοτικής εκπροσώπησης του υποαντιπροσωπευόμενου φύλου.

Έχουν διατυπωθεί διάφορα επιχειρήματα υπέρ και κατά της εισαγωγής ποσοστώσεων ως μέσο για την αύξηση της πολιτικής παρουσίας των γυναικών. Ορισμένα από τα υπέρ και τα κατά περιλαμβάνουν:

  • Οι ποσοστώσεις για τις γυναίκες δεν εισάγουν διακρίσεις, αλλά αντισταθμίζουν τα πραγματικά εμπόδια που εμποδίζουν τις γυναίκες από το δίκαιο μερίδιο των πολιτικών εδρών που τους αναλογεί.
  • Η ύπαρξη γυναικών μπορεί να λειτουργήσει ως πολιτικό διαπαιδαγωγικό πρότυπο προσελκύοντας κι άλλες γυναίκες.
  • Οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα ως πολίτες για ίση εκπροσώπηση.
  • Οι εμπειρίες των γυναικών είναι απαραίτητες στην πολιτική ζωή.
  • Οι γυναίκες έχουν τα ίδια προσόντα με τους άνδρες, αλλά τα προσόντα των γυναικών υποβαθμίζονται και ελαχιστοποιούνται σε ένα ανδροκρατούμενο πολιτικό σύστημα.
  • Στην πραγματικότητα τα πολιτικά κόμματα ελέγχουν τις υποψηφιότητες και όχι οι ψηφοφόροι οι οποίοι εκφράζουν την βούλησή τους δευτερευόντως σε ήδη δοσμένες επιλογές – επομένως οι ποσοστώσεις δεν αποτελούν παραβίαση των δικαιωμάτων και της πολιτικής βούλησης των ψηφοφόρων
  • Η εισαγωγή ποσοστώσεων μπορεί να προκαλέσει συγκρούσεις, αλλά μπορεί να είναι μόνο προσωρινή έως ότου επιτευχθεί ο στόχος για τον οποίο εισάγεται
  • Οι ποσοστώσεις μπορούν να συμβάλουν σε μια διαδικασία εκδημοκρατισμού, δεδομένου ότι λαμβάνει υπόψη την  έστω ποσοτική διάσταση του φύλου, δημιουργεί υπό προϋποθέσεις  συνθήκες πέραν της ποσοτικής και ουσιαστικής έμφυλης συμπερίληψης.

Πολλά από τα παραπάνω επιχειρήματα έχουν υποστεί ανάλογη κριτική, όπως πχ  το κάθε φύλο προωθεί καλύτερα τα συμφέροντα της ομάδας του, ή ότι οι εμπειρίες των ανδρών και γυναικών είναι διαφορετικές και πρέπει να εκπροσωπούνται από άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα, αξιολογείται ως προβληματικό, διότι αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως ομοιογενή ομάδα και υποθέτει ότι υπάρχει ένας μοναδικός και ομογενοποιημένος «γυναικείος» τρόπος άσκησης πολιτικής, ούτε αντιστοίχως στην  άσκηση της πολιτικής προτάσσεται το φύλο έναντι της ιδεολογίας και κομματικής πολιτικής τοποθέτησης κτλ Ο προσδιορισμός των πολιτικών προτεραιοτήτων χαράσσεται μέσα από πολυσύνθετες οπτικές. 

Αμφισβητώντας την ποσόστωση φύλου- Αποτύπωση των δυναμικών και του τρόπου αντίστασης

Το μέτρο των ποσοστώσεων ως θετική δράση υπέρ των γυναικών να εισέλθουν στην πολιτική, ενέχει στο εσωτερικό της μια λογική αναλογικότητας με στόχο την εξάλειψη όλων εκείνων των φραγμάτων, άτυπων και μη, ορατών και μη, του αποκλεισμού των γυναικών και την αμφισβήτηση μέσω της πολιτικής τους  παρουσίας κυρίαρχων πεποιθήσεων και πρακτικών που ευνοούν την κατίσχυση των ανδρών στο πεδίο του πολιτικού. 

Αυτό που διαπιστώνεται όταν τίθεται επί του πρακτέου η αξιοποίηση και   εφαρμογή  της ποσόστωσης ως θετικής δράσης για την ενίσχυση της παρουσίας των γυναικών και την συμμετοχή τους στο  κομματικό, πολιτικό γίγνεσθαι είναι μια δυσθυμία στην εφαρμογή της, προβληματισμοί και αντιδράσεις που τείνουν να θεωρητικοποιηθούν, προκειμένου να κανονικοποιηθεί, νομιμοποιηθεί η άρνηση όσων την αμφισβητούν ως βήμα πολιτικής κοινωνικοποίησης των γυναικών και όλων όσων υφίστανται το γυάλινο ταβάνι και το κολλώδες πάτωμα.

Οι μεθοδεύσεις, η επιχειρηματολογία ως προς την αμφισβήτηση της ποσόστωσης φύλου παρά την  ετερογένεια  και των διαφορετικών ιδεολογικών αφορμήσεων συχνά παρουσιάζουν κοινούς τόπους αναφοράς, κοινές προσεγγίσεις αν και εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, μέσω των οποίων επιδιώκεται η αποδυνάμωση και η υπονόμευση των ποσοστώσεων ως πολιτική πρακτική ενδυνάμωσης των γυναικών κυρίως, συμμετοχής και ενεργούς εμπλοκής τους στις πολιτικές διαδικασίες. Η ανάδειξη αυτών των αντιστάσεων μπορεί να τεθεί και ως πεδίο διαλόγου και αυτοκριτικής, εν όψει και του 3ου Συνεδρίου στο  οποίο μένει να διαπιστωθεί αν η συγκεκριμένη πρόταση θα παραμείνει στη σφαίρα του θεωρητικού, του δύναται να, ή θα  επιδείξει την δέουσα πολιτική ωριμότητα και τα αντανακλαστικά  ενός σύγχρονου ριζοσπαστικού,  φεμινιστικού, πολυφωνικού, αριστερού κόμματος, δηλώνοντας κατά αυτό τον τρόπο  πως το μωβ χρώμα πληροί όρους ουσίας και όχι διακοσμητικής αισθητικής προσέγγισης.

Η μεταρρύθμιση της πολιτικής από μόνη της δεν είναι επαρκής για την προώθηση της μεγαλύτερης ισότητας των φύλων στα αιρετά αξιώματα και σε θέσεις ευθύνης. Συνεπώς, η υιοθέτηση ποσοστώσεων δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως το τέλος, αλλά μάλλον ως η αρχή μιας μακράς και αμφισβητούμενης διαδικασίας για τον μετασχηματισμό της αρχών και πρακτικών που προτάσσουν τους άνδρες έναντι των γυναικών και άλλων θηλυκοτήτων  ως πολιτικούς παράγοντες.

Από την άλλη η χρήση γλώσσας ουδέτερης ως προς το φύλο, ως υποεκπροσωπούμενου, για την ποσόστωση, μετατρέπει όλα τα φύλα σε δυνητικούς δικαιούχους, αμβλύνοντας την όποια πιθανή νομική η συνταγματική ασάφεια και την αμφισβήτηση του μέτρου.

Συμπέρασμα

Είναι προφανές ότι η αξιοποίηση του εν λόγω μέτρου δεν θα προωθήσει την πραγματική ισότητα, θέτοντας ποσοτικούς όρους συμμετοχικότητας. Η άρση των τυπικών εμποδίων δεν συνιστά αυτομάτως και άρση των δομικών  εμποδίων που το φύλο ως ταξινομική κατηγορία παράγει. Οι ποσοστώσεις και άλλες µορφές θετικών µέτρων είναι επομένως ένα μέσο προς την κατεύθυνση της ισότητας του αποτελέσµατος. Το επιχείρημα βασίζεται στην εμπειρία ότι η ισότητα ως στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με την τυπική ίση μεταχείριση ως μέσο. Εάν υπάρχουν εμπόδια, υποστηρίζεται, πρέπει να εισαχθούν αντισταθμιστικά μέτρα ως μέσο για την επίτευξη της ισότητας του αποτελέσματος.

Από αυτή την άποψη, οι ποσοστώσεις δεν αποτελούν διάκριση (κατά των ανδρών), αλλά αντιστάθμιση των  διαρθρωτικών εμποδίων που συναντούν οι γυναίκες στην εκλογική διαδικασία. Τούτο δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζεται η προβληματική η οποία έχει αναπτυχθεί στο εσωτερικό των φεμινιστικών κινημάτων και θεωριών. Συνιστά  έλλειμμα δημοκρατικό ο ανδροκεντρικός χαρακτήρας της; Χρειαζόμαστε την ποιοτική και ποσοτική διεύρυνσή της, την διαθεματική και έμφυλη συμπεριληπτικότητα ως πολιτικές πρακτικές εκδημοκρατισμού των κοινωνιών και προώθησης της έμφυλης ισότητας;

Και αν ναι, οι ποσοστώσεις, η αύξηση της αριθμητικής  φυσικής παρουσίας των γυναικών και των θηλυκοτήτων μπορεί να εγγυηθεί την επίτευξη των παραπάνω; Προφανώς και όχι, αν δεν εφαρμοστούν οριζόντιες πολιτικές που θα συμβάλλουν στην ενίσχυση της ορατότητας, της πολιτικής συμμετοχής, δράσης και εκπροσώπησης γυναικών και θηλυκοτήτων ή και άλλων αποκλεισμένων από τη διαδικασία κοινωνικών ομάδων. Αν το αίτημα για δημοκρατία, ελευθερία, αυτοπραγμάτωση, ισότητα δεν συμπεριλαμβάνει απλώς την εμπλοκή των γυναικών σε θέσεις εξουσίας αλλά αποτελεί ένα ελάχιστο μέτρο ενταγμένο σε  συνολικότερα, περιεκτικά, ριζοσπαστικά, φεμινιστικά προτάγματα.

Υπό αυτή την έννοια, δεν χρειαζόμαστε απλώς γυναίκες, αλλά  φεμινίστριες, νέες γυναίκες, χρειαζόμαστε  όλες τις  εκδοχές  όλων των πολιτικών έμφυλων υποκειμένων Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για 50-50 μαζί με τις προγραμματικές θέσεις του για ένα κόσμο ισότητας άρα έμφυλης πολλαπλότητας, μπορεί να εγγυηθεί την εφαρμογή του εφόσον βεβαίως το ίδιο το κόμμα ως συλλογικός πολιτικός φορέας αντιληφθεί την αναγκαιότητα, τις πιθανές αναμενόμενες; αντιδράσεις, τον έμφυλο τρόπο συγκρότησής του κι αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και στις προκλήσεις των καιρών για ένα κόσμο πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο άρα και πιο φεμινιστικό.

*Εύα Σπαθάρα, Κοινωνιολόγος MSc, MEd