«Καλημέρα σας. Ονομάζομαι Α και θα ήθελα να ξεκινήσω ψυχοθεραπεία. Καλέστε με όποτε μπορείτε για να συνεννοηθούμε ».

Ads

Ένα ευγενικό αίτημα στον τηλεφωνητή της συναδέλφου Χ. Όμως, η  συνάδελφος Χ δεν κάλεσε. Γιατί ; Διότι η αιτούσα δεν είχε αφήσει στο μήνυμα το νούμερο του τηλεφώνου της. Μετά από καιρό, η Β, θεραπευόμενη μιας άλλης συναδέλφου, της Ψ, πηγαίνει έξαλλη σε μια συνεδρία: « η συνάδελφος σας η Χ, που μου δώσατε το τηλέφωνό της για τη φίλη μου την Α, δεν της τηλεφώνησε ποτέ. Τι είναι αυτά; » και ακολούθησαν παράπονα και ένα κατηγορητήριο περί ασυνέπειας και αναξιοπιστίας τόσο της Χ αλλά και της Ψ που τη σύστησε. Η Ψ, κάποια στιγμή, λέγοντας ότι καταλαβαίνει τα συναισθήματα της Β, αλλά και πως την εκπλήσσει το συμβάν διότι η Χ είναι συνεπής, μοιράστηκε με τη Β ένα ενδεχόμενο : « Μήπως δεν είχε αφήσει αριθμό τηλεφώνου η φίλη σας; ».

Περνάει κάποιος καιρός και η Β επιβεβαιώνει ότι η Α όντως δεν είχε αφήσει το αριθμό του  τηλεφώνου της αλλά, προσέθεσε, η Α θεωρούσε αυτονόητο, όπως και η Β, πως η ψυχοθεραπεύτρια  Χ θα έβλεπε στην αναγνώριση κλήσης τον αριθμό και θα καλούσε.  Λογικό θα πει κάποιος…

… μήπως, όμως, να αναρωτηθούμε πως κάτι τέτοιο είναι λογικό όταν πρόκειται για μηνύματα και κλήσεις μεταξύ συντρόφων, οικογένειας, γνωστών, φίλων,  με άλλους επαγγελματίες, με δύο λόγια στην « κανονική »  ζωή. « Θα σου κάνω μια αναπάντητη, ένα σκούντημα στο fb κλπ. », σημάδια που αποτελούν έναν αυτονόητο κώδικα επικοινωνίας.

Ads

Με τον ψυχοθεραπευτή το « λογικό » μήπως έχει και άλλη λογική ;

Ένα ξέχασμα είναι απλώς ένα ξέχασμα; Αρκεί μια « απλή », διεκπεραιωτική πράξη όπως, παραδείγματος χάριν, το να δούμε την αναγνώριση κλήσης και να « διορθώσουμε » το ξέχασμα καλώντας εμείς ;

Και εάν κάνουμε κάτι τέτοιο, που «πάει» το ασυνείδητο;

Αλλά, αλήθεια, υπάρχει ασυνείδητο στην εποχή της εικόνας και του διάχυτου ναρκισσισμού ;

Εικόνα και ναρκισσισμός: χώροι δύο διαστάσεων, όσο « βάθος » και εάν προσπαθήσει να δώσει ο φωτογράφος.. Υπάρχει, λοιπόν, ασυνείδητο στην εποχή του κινητού και του διαδικτύου, εποχή όπου πολλοί θεωρούν ότι « μιλάνε » στο messenger ή με SMS, εποχή της άμεσης « ανταπόκρισης » σε μηνύματα, κλήσεις και προσκλήσεις ; 
Και όμως υπάρχει…!

Είχαν περάσει κάποιοι μήνες όταν η Α ξανατηλεφώνησε στην Χ, ξεκίνησε ψυχοθεραπεία και ανάμεσα στα πρώτα θέματα που έφερε ήταν το συμβάν του « τηλεφωνήματος που δεν μου κάνατε ». Ένα παράπονο, ένα αίσθημα αδικίας, ένας ευγενικά διατυπωμένος θυμός.  « Μα τόσο περίεργο είναι που σκέφτηκα ότι θα βλέπατε τον αριθμό μου; Και τέλος πάντων, τόσο δύσκολο ήταν να το κάνετε; Καλά λένε ότι είσαστε περίεργοι εσείς οι Ψ, αυστηροί, άκαμπτοι ».

Η εξέλιξη της θεραπείας έφερε στην επιφάνεια διάφορους κόμπους και ανάγκες της Α. Το ξέχασμα ήταν ασυνείδητη έκφραση διαφόρων ψυχικών τάσεων της Α.
Καταρχάς, ήταν έκφραση μιας αμφιθυμίας ως προς το να ξεκινήσει θεραπεία. Τι σημαίνει αμφιθυμία: σημαίνει ότι ταυτόχρονα, και θέλω να ξεκινήσω θεραπεία – άρα αφήνω μήνυμα -αλλά και δεν θέλω – άρα αφήνω « μισό μήνυμα », « ξεχνώ » να επικοινωνήσω το « μέσο » [ τον αριθμό τηλεφώνου μου ], μέσω του οποίου το δικό μου βήμα θα συναντηθεί με το βήμα του θεραπευτή και θα συναντηθούμε, επόμενα θα ξεκινήσω, θα ξεκινήσουμε.

Ήταν επίσης, όπως φάνηκε στην πορεία της θεραπείας, η εκδήλωση μιας ασυνείδητης ανάγκης να αφεθεί η πρωτοβουλία στον Άλλο. Τον Άλλο που φροντίζει, τον Άλλο  που « ξέρει ». Η Α ήθελε ( ασυνείδητα ή και συνειδητά ) ο  Άλλος  να « αποδείξει » την Ύπαρξη του, την έγνοια του και, κατ’ αυτό τον τρόπο,  να επανορθώσει ελλείματα και στραβοτιμονιές των πρώτων φροντιστών και « ανθρώπων-που-ξέρουν- πριν-από –εμάς –για-εμάς », των γονιών της.

Εάν η ψυχοθεραπεύτρια Χ  είχε λειτουργήσει σύμφωνα με τις συμβάσεις και τους κώδικες της « κανονικής » ζωής, θα είχε μεν ανταποκριθεί, θα είχε « ταΐσει » το αίτημα της υποψήφιας θεραπευόμενής της στον άμεσο χρόνο του « εδώ και τώρα ». Θα το είχε ταΐσει αλλά δεν θα το είχε θρέψει. Δεν θα είχε επιτρέψει να ξετυλιχτεί όλη αυτή η διαδικασία αναζήτησης, αυτό το ψυχοσυναισθηματικό οδοιπορικό μέσα από την ανάδυση των συναισθημάτων απογοήτευσης, παραπόνου, θυμού. Δεν θα είχε λειτουργήσει ψυχοθεραπευτικά αλλά σαν ένας υπερπροστατευτικός γονιός που μπουκώνει το παιδί του με υπερβολική τροφή – κυριολεκτική ή και συναισθηματική – στομώνοντας την δυνατότητα του παιδιού να βιώσει ένα ( ανεκτό ) έλλειμα, να αναζητήσει, να απαιτήσει, να θυμώσει, να εκφράσει το θυμό αλλά και να τον μετουσιώσει σε δημιουργική δύναμη με το να φανταστεί δικούς του  δρόμους και να τους πορευτεί…

Το συμβάν αυτό μου έφερε στο μυαλό αντίστοιχες καταστάσεις της «κανονικής »ζωής, οι οποίες  συνδέονται με δύο ενδογενείς ιδιότητες του κινητού τηλεφώνου και του διαδικτύου. Την ταχύτητα και την αμεσότητα. Πόσες φορές δεν ακούμε παράπονα, θυμούς – τόσο σε θεραπείες όσο και στην  « κανονική » ζωή – για το ότι ο άλλος δεν απαντά, δεν καλεί αμέσως, δεν στέλνει άμεσα μήνυμα.

Η έλλειψη ανταπόκρισης  στο «εδώ και τώρα » γίνεται αντιληπτή, βιώνεται από πολύ κόσμο  ως αδιαφορία, εγκατάλειψη, απόρριψη. Έτσι η πρώτη αντίδραση πολλών ανθρώπων είναι, το συνηθέστερο, επικεντρωμένη στο Εγώ. Κάποιες φορές βιώνεται και ως έγνοια για τον άλλο ( « του έτυχε κάτι; » ). Νομίζω ότι αυτή η εκδοχή, η έγνοια για τον άλλο, είναι λιγότερο συχνή ή έρχεται σε δεύτερο χρόνο. Αυτή η αντίδραση ανησυχίας έχει επίσης ένα προβληματικό στοιχείο ( δηλαδή τη φαντασία ότι ο άλλος έπαθε κακό ) αλλά, τουλάχιστον, είναι μια κίνηση του ατόμου που νοιάζεται, ανησυχεί για κάποιον  έξω από τον περίκλειστο κύκλο του Εγώ του.

Στο ερώτημα: σκέφτεστε ότι ο άλλος μπορεί εκείνη τη στιγμή να έχει δουλειά, να ξεκουράζεται, να χαζεύει, να είναι με κάποιο φίλο ή φίλη, να βαριέται να απαντήσει και ότι αυτό δεν το κάνει εναντίον σας αλλά για τον εαυτό του;  Σκέφτεστε ότι δεν παύει να σας αγαπά, να σας νοιάζεται κ.λπ. απλά εκείνη τη στιγμή, και για κάποιες ώρες ή και ημέρες, έχει την ανάγκη, την επιθυμία ή τον αναγκάζουν οι περιστάσεις να επικεντρωθεί στον εαυτό του ;

Τις πιο πολλές φορές μια τέτοια παρέμβαση στη συνεδρία ακολουθείται από έκπληξη. Σαν να διαλύεται ένα πέπλο, σαν να εμφανίζεται ξαφνικά ο άλλος στην ολότητά του και όχι ως συγκοινωνούν δοχείο με το Εγώ μας, ως συμπλήρωμα και εξάρτημά του. Ανοίγει ένας χώρος, πέρα και έξω από τη μονάδα, το μονοδιάστατο του « εγώ κι εσύ / ή εγώ ή εσύ ». Ανοίγει ο χώρος της ετερότητας , εκεί όπου ο άλλος μπορεί, αντέχουμε, του επιτρέπουμε και επιτρέπει και ο ίδιος στον εαυτό του να υπάρχει, και μόνος και με άλλους πέρα και έξω από εμάς, να  μην είναι μεν μαζί μας χειροπιαστά, σα φυσική παρουσία, αλλά να παραμένει μαζί μας νοητικά, συναισθηματικά και αυτό να λειτουργεί, να μας είναι επαρκές και καλό.    

Στο πλαίσιο της παραπάνω προβληματικής, αξίζει να πούμε δύο λόγια και για την «εξαφάνιση» [ ghosting ] και το μπλοκάρισμα.  

Ως προς την εξαφάνιση.

Από τη μία, λοιπόν, έχουμε την ανάγκη συνεχούς, υπερβολικής παρουσίας του άλλου και την ίδια στιγμή εξαφανιζόμαστε χωρίς να λογοδοτούμε στον άλλο. Μπορεί να φαίνονται σαν αντιφατικές πρακτικές, σαν ασύμβατες αλλά στην ουσία είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Πρόκειται για μια δυσλειτουργία στις ανθρώπινες σχέσεις που επάγουν οι ιδιότητες των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας  ( μαζί και με την κυρίαρχη ναρκισσιστική κουλτούρα ) πέρα και ανεξάρτητα από τα προσωπικά βιώματα και τραύματα.

« Δεν μπορώ παρά να είμαι ή πάρα πολύ κοντά ή πάρα πολύ μακριά ». Μια τρίτη κατάσταση στην οποία μπορώ να είμαι: και μαζί, και μόνος, και με άλλους και, επίσης, ο άλλος να είναι με τους δικούς του άλλους ή μόνος, μια κατάσταση πιο ρέουσα, πιο εύπλαστη και ευέλικτη, που να δίνει ανάσα στη σχέση, μια λειτουργία λιγότερο άκαμπτη και αποπνικτική σε σχέση με τις δύο ακραίες καταστάσεις που ανέφερα, φαίνεται να κινητοποιεί δυσφορία και άγχη, τόσο πίεσης από την παρουσία και όσο και εγκατάλειψης λόγω της απουσίας.

Ως προς την πρακτική της εξαφάνισης συντρέχουν και άλλοι λόγοι όπως η « αυτοκρατορική » πεποίθηση – δηλαδή η ασυνείδητη ή και συνειδητή ναρκισσιστική πεποίθηση –  ότι το να ψάχνω τον άλλο, το να αναφέρομαι στον άλλο, το να δίνω λόγο στον άλλο ( να ξηγιέμαι ), με μειώνει και επόμενα είναι ο άλλος που οφείλει να με ψάξει.

Αντίστοιχη προβληματική υπάρχει και στην πρακτική του μπλοκαρίσματος. Ιδιαίτερα όταν αυτό γίνεται άλλοτε « δια ασήμαντον αφορμή », άλλοτε χωρίς να έχει προηγηθεί συζήτηση, δεν έχει ζητηθεί ο λόγος, μια εξήγηση από αυτόν που θέλουμε να μπλοκάρουμε και, επιπλέον, αυτός που μπλοκάρει θεωρεί ότι ο άλλος οφείλει να καταλάβει τους λόγους μας σαν κάτι το αυτονόητο. ( Γενικότερα θεωρώ την πρακτική του μπλοκαρίσματος ένα ακραίο μέτρο αυτοπροστασίας, η προσφυγή στο οποίο οφείλει να γίνεται,  όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα άλλα μέσα ).

Οι παραπάνω σκέψεις και σχόλια ξεκίνησαν με αφορμή περιστατικά που συμβαίνουν στο πεδίο της ψυχοθεραπείας. Αλλά, όπως αντιλαμβανόμαστε, δεν αφορούν αποκλειστικά μόνο αυτό το πεδίο. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι καταστάσεις και συμπεριφορές που συμβαίνουν ασυνείδητα, αλλά και  συνειδητά , στην καθημερινότητα και αφορούν όλους μας. Είναι καταστάσεις που δημιουργούν τριβές, παρεξηγήσεις, παρανοήσεις έως και παράνοιες στις οποίες σπαταλάμε χρόνο και συναισθηματική ενέργεια.

Τα ατομικά ψυχικά μας ελλείματα και κόμποι μπορεί να προκαλούν ή να επιτείνουν τέτοιες συμπεριφορές αλλά ορισμένες από τις λειτουργίες του κινητού και του διαδικτύου, σε συνδυασμό και με τον περιρρέοντα και πλεονάζοντα ναρκισσισμό, τις ευδώνουν ούτως ή άλλως στον περισσότερο κόσμο, εάν όχι σε όλους. Ίσως κάποιος βγάλει το συμπέρασμα ότι η απάντηση είναι η κατάργησή τους. Νομίζω, ή μάλλον είμαι βέβαιος, ότι αυτό δεν είναι η απάντηση. Ο δρόμος είναι « η αρετή την οποία θέλει η ελευθερία μαζί με την τόλμη»· είναι το να αντέχουμε τη μοναξιά (ή τη « μοναξιά »; ) του κλειστού κινητού και του  καθυστερημένου  μηνύματος, να αντέχουμε να βάζουμε  όρια και να « στεναχωρούμε », να γινόμαστε « κακοί » με τους άλλους.

Να απολαμβάνουμε χρόνο και ψυχικό χώρο χωρίς συνεχή ερεθίσματα, χωρίς την υπερβολική παρουσία των άλλων, να « ξαναβρούμε το χαμένο χρόνο », να βρούμε τη χαρά και την έκπληξη να τους ξανασυναντήσουμε μετά από την απουσία  τη δική μας ή τη δική τους, « να ξαναπαίξουμε, για λίγο να χαρούμε, να σε σκεφτώ και να σε νοσταλγήσω…».
 
ΥΓ: το θηλυκό γένος των ψυχοθεραπευτριών και των θεραπευόμενων δεν αντιστοιχεί απαραίτητα στην πραγματικότητα.
 
* Οικονομίδης Δημήτρης, ψυχίατρος- ψυχοθεραπευτής