Στην συζήτηση για την παιδεία είναι σημαντικό να κάνουμε  δύο παραδοχές.

Ads

Πρώτη παραδοχή: είναι ελλιπές  να συζητάμε για τα ζητήματα της παιδείας, χωρίς να εξηγούμε ποια κοινωνία θέλουμε και επιδιώκουμε και χωρίς να έχουμε ένα σαφές σχέδιο για τους τρόπους διασφάλισης της ευημερίας της. Η συμμετοχή των παιδιών και των νέων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης έχει κατοχυρωθεί ως θεμελιώδες δικαίωμα, όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά και σε συλλογικό, καθώς η εκπαίδευση μπορεί να συμβάλλει ουσιωδώς στην κοινωνική μεταρρύθμιση και στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Μεταρρύθμιση η οποία είναι επιτακτική έχοντας βιώσει με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια πολλαπλές κρίσεις, την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, την διαφθορά και την αύξηση της ψαλίδας στις κοινωνικές ανισότητες. 

Η εκπαίδευση μπορεί  να αποτελέσει ένα αντι-παράδειγμα, μια βιωμένη πρόταση για την κοινωνία που θέλουμε. Ο επανακαθορισμός της εκπαίδευσης μπορεί να έχει δύο συμπληρωματικά μεταξύ τους προτάγματα. Πρώτον, την παροχή εργαλείων και βιωμάτων που αντιπαρατίθενται σε ένα σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας που παράγει ανισότητες και αδικίες. Δεύτερον, τη δημιουργία μιας ριζοσπαστικής εναλλακτικής πρότασης για τον  κόσμο που θέλουμε να ζήσουμε, στηρίζοντας μια εκπαίδευση για την ισότητα και την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, την ειρηνική συνύπαρξη, την βιώσιμη ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Εκπαιδευτικές πρακτικές που ενδεικτικά εξυπηρετούν τα δύο αυτά προτάγματα είναι η διδασκαλία της κριτικής και δημιουργικής σκέψης, η δημιουργία πλαισίων διαλόγου και βιωμάτων που ενισχύουν τις δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων από εκπαιδευτικούς και παιδιά στο σχολείο και υποστηρίζουν το βίωμα μιας κοινότητας που μπορεί να ζει αρμονικά και να λύνει ειρηνικά τις συγκρούσεις, να εντοπίζει αδικίες και να αμφισβητεί στερεότυπα, να οργανώνεται συλλογικά και να διεκδικεί τις προϋποθέσεις και τους όρους ευημερίας της.

Ads

Ακριβώς επειδή αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά την κοινωνία που έχουμε ανάγκη και τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης που εξυπηρετεί την πραγμάτωσή της, αναλύουμε και  διαφορετικά γιατί υπάρχουν ζητήματα στον τρόπο ανταπόκρισης και συμβολής της εκπαίδευσης στις σύγχρονες κοινωνικές αναγκαιότητες. Τα τελευταία χρόνια, οι λόγοι που εξηγούν τα όποια ζητήματα στην εκπαίδευση έχουν εστιάσει στην ατομική ευθύνη των συμμετεχόντων σε αυτήν.

Είναι οι εκπαιδευτικοί που δεν τα καταφέρνουν και γι’ αυτό είναι σημαντικό να αξιολογηθεί η επάρκειά τους, είναι οι μαθητές και οι μαθήτριες, οι νέοι και οι νέες που δεν προσπαθούν αρκετά ή έχουν ελλείμματα ή αδιαφορούν για την επίδοσή τους, είναι οι γονείς που δεν ανατρέφουν τα παιδιά τους σωστά και δεν επιμελούνται επαρκώς την συνεπή και επιτυχή φοίτησή τους.

Ο αντίλογος στην εξήγηση αυτή είναι ότι τα δομικά στοιχεία της εκπαίδευσης, ο τρόπος οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος, η χρηματοδότηση, ο σχολικός χώρος και χρόνος, το περιεχόμενο και η εκπαιδευτική διαδικασία αναπαράγουν τις κοινωνικές ανισότητες και δεν υποστηρίζουν την ουσιαστική εκπαίδευση των παιδιών για την κοινωνία που θέλουμε και έχουμε ανάγκη. Ποια είναι όμως η ατομική ευθύνη των εκπαιδευτικών όταν ο επιβεβλημένος από τα πάνω  ασφυκτικός καθορισμός των πρακτικών τους, η μεγάλη ύλη, ο μεγάλος αριθμός μαθητών και μαθητριών στην τάξη και η λήψη αποφάσεων κυρίαρχα από την διεύθυνση του σχολείου, μειώνει τα περιθώρια δράσης τους και δεν τους αφήνει ικανό χρόνο για να γνωρίσουν τους μαθητές/τριες τους, να συζητήσουν για τα σημαντικά κοινωνικά ζητήματα και τα θέματα που απασχολούν τα παιδιά, να προσαρμόσουν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στην σύνθεση της τάξης, να έχουν την ευελιξία διαμόρφωσης της δράσης τους ανάλογα με τις ανάγκες των μαθητών και μαθητριών;

Ποια είναι η ευθύνη των εκπαιδευτικών όταν τα σχολικά κτήρια δεν είναι ασφαλή, δεν υπάρχει ο απαραίτητος εξοπλισμός και οι επαρκείς εγκαταστάσεις; Ποια είναι η ευθύνη των εκπαιδευτικών όταν η στελέχωση των σχολείων γίνεται αργοπορημένα, οι μαθητές χάνουν εκατοντάδες ώρες, όταν λείπουν από το σχολείο οι υποστηρικτικές δομές και η επαρκής χρηματοδότηση, όταν παράλληλα οι εκπαιδευτικοί επιφορτίζονται με αχρείαστη γραφειοκρατία και όταν η επιμόρφωσή τους δεν είναι συστηματική; Πόσο η εκπαίδευση μπορεί να πάει μπροστά όταν λείπει η εμπιστοσύνη στις και στους εκπαιδευτικούς, στα παιδιά και στις οικογένειές τους;

Δεύτερη παραδοχή: οι όποιες αλλαγές στην παιδεία, χωρίς παράλληλες πολιτικές για την στήριξη της κοινωνίας, δεν εξασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση και τις προοπτικές των μαθητών/τριών και των νέων στις σπουδές τους. Ένα παιδί δεν μπορεί να τα καταφέρει στο σχολείο και αργότερα ως νέος/α στις σπουδές του, όταν απειλείται η κατοικία του, όταν οι γονείς του ζουν σε καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας, όταν απειλείται η πρόσβασή του στα δημόσια αγαθά (υγεία, νερό, ενέργεια, μεταφορές) και η διαβίωσή του.

Ακόμα και αν το παιδί τα καταφέρει στο σχολείο, οι πρόσθετοι φραγμοί όπως η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ), η αδυναμία των γονέων να σπουδάσουν το παιδί τους εκτός της πόλης που κατοικεί λόγω της έλλειψης φοιτητικών εστιών και δωρεάν σίτισης για όλους, τα μεταπτυχιακά με δίδακτρα, αφαιρούν τις ευκαιρίες για την πρόοδο και την ευημερία των νέων ανθρώπων. Ακόμα περισσότερο, αν οι νέοι και οι νέες καταφέρουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, το παραγωγικό μοντέλο της χώρας δεν εξασφαλίζει εργασία για υψηλά εκπαιδευμένο προσωπικό με αξιοπρεπείς μισθούς και οδηγεί στην διαρροή του επιστημονικού δυναμικού της χώρας.

Όταν το παραγωγικό μοντέλο της χώρας δεν προάγει σύγχρονους αναπτυξιακούς τομείς όπως οι τεχνολογίες αιχμής και η πρωτοπόρα αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, η απορρόφηση στην εργασία δυσκολεύει και η οικονομία της χώρας δεν προοδεύει. Αλλά και στην εργασία, η επιβολή πολιτικών κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και η έλλειψη μηχανισμών επιθεώρησης εργασίας αποτελούν μέτρα που δημιουργούν καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας, πίεσης και εκμετάλλευσης. Η συστημική συσχέτιση της παιδείας με την διασφάλιση της κοινωνικής ευημερίας αποτελεί λοιπόν προϋπόθεση για μια ισότιμη πρόσβαση και επιτυχία όλων των παιδιών και των νέων σε αυτήν.

Με βάση τα παραπάνω, στηρίζουμε τα παιδιά, τους νέους και τις οικογένειές τους στην παιδεία, στηρίζουμε τους εκπαιδευτικούς στο καθημερινό τους έργο σημαίνει:

Αύξηση της χρηματοδότησης  για την παιδεία  στο 5% του ΑΕΠ, έγκαιρη και πλήρη στελέχωση των εκπαιδευτικών δομών με μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό, ασφαλή, αξιοπρεπή και εξοπλισμένα εκπαιδευτικά κτήρια και διαμόρφωση εθνικής πολιτικής για την σχολική στέγη, μείωση του αριθμού των παιδιών στην τάξη, προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας κάθε παιδιού, παιδαγωγική  και κοινωνική στήριξη των παιδιών, προαγωγή της αλληλεγγύης  και της συμπερίληψης στις εκπαιδευτικές δομές, ανοικτά αναλυτικά προγράμματα, εγκατάλειψη του υλοκεντρικού σχολείου και της ασφυκτικής πίεσης για μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς, εξασφάλιση μιας δημόσιας, δωρεάν, ποιοτικής εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά και τους νέους/ες, ενίσχυση της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης.

Σημαίνει ακόμα: Εθνικό Σχέδιο Φοιτητικής Στέγης και Μέριμνας, αντιμετώπιση του brain drain και της επισφάλειας των νέων επιστημόνων, αντικατάσταση του πτωχευτικού νόμου, προστασία της πρώτης κατοικίας, ρύθμιση των ιδιωτικών χρεών, οικοδόμηση ενός ισχυρού Εθνικού Συστήματος Υγείας και ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της κανονικότητας στην εργασία, αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας, με παραγωγή προϊόντων μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας/τεχνολογίας/καινοτομίας, ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου της ενέργειας και του νερού, αύξηση μισθών, μείωση της καθημερινής ακρίβειας.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν πάγια αιτήματα, τα οποία  οφείλουμε να διεκδικήσουμε  όλες και όλοι μαζί με την καθημερινή μας δράση αλλά και στις επικείμενες εθνικές εκλογές.

* Σοφία Αυγητίδου, Καθηγήτρια Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης