Το ότι μιλάμε για την παιδεία τόσο καιρό θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να χαρακτηριστεί και θετικό. Προϋπόθεση βέβαια θα ήταν να μιλάμε για την παρεχόμενη –δημόσια- παιδεία και το εκπαιδευτικό που παραμένει σκληρά ταξικό κι αναχρονιστικό.

Ads

Το ότι μένουμε μόνο στην επιφάνεια και συζητάμε για το φόρο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, χωρίς να επιδιώκουμε την ένταξη των επί πληρωμή διδακτικών αντικειμένων στο δημόσιο σχολείο είναι ένα ζήτημα πρέπει πρωτίστως να μας απασχολήσει (είχαμε αναφερθεί στο ζήτημα και προ ημερών). Η εκπαίδευση που στηρίζεται στη φορολόγηση χωρίς να λειτουργεί ανταποδοτικά στους φόρους, αλλά απαιτεί νέες οικογενειακές δαπάνες, εντείνει τελικά τους ταξικούς φραγμούς.

Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να ξεκινήσει ο σχεδιασμός μιας εκπαίδευσης που περιλαμβάνει μία διαφορετική προσέγγιση διδακτικών αντικειμένων μακριά από τη κυνήγι της ύλης και τον εξετασιοκεντρισμό του σχολείου (ήδη από το δημοτικό απαντώνται τα επαναληπτικά μηνιαία διαγωνίσματα στη χώρα μας με δεκάδες τέτοια στη μέση εκπαίδευση ανά αντικείμενο).

Και ο εξετασιοκεντρισμός όχι μόνο λειτουργεί ως φενάκη αντικειμενικοποίηση της κατάκτησης της ύλης, αλλά ως τροφοδότης πελατών στα φροντιστήρια. Ας αποδεχτούμε επισήμως ότι δεν δύνανται όλοι οι μαθητές να μαθαίνουν με τον τρόπο που απαιτεί το σύστημα και να μη λησμονούμε ότι τελικά βαθμολογείται μόνο η προσαρμογή στην αποστήθιση κατά τις απαιτήσεις του συστήματος.

Ads

Ο εξετασιοκεντρισμός αξιολογεί την κατάκτηση -κατά τις εντολές του συστήματος- της γνώσης κι όχι το μαθητή, τη συμπεριφορά του, την προσπάθειά του, άλλες δράσεις του που τον βοηθούν στην κατάκτηση της γνώσης. Οι εξετάσεις και ο παραδοσιακός τρόπος αξιολόγησης αδυνατούν να συμπεριλάβουν νέες προσεγγίσεις (έρευνα, αρθρογραφία, συνεργατικότητα κλπ).

Αν πάμε όμως ένα βήμα παραπάνω θα πρέπει να εκθέσουμε δημοσίως επιτέλους τη διαπίστωση ότι κανένα εκπαιδευτικό σύστημα δεν επιτρέπεται να θεωρεί δεδομένο το μίσος των μαθητών για το σχολείο. Κι όμως στην Ελλάδα τούτο είναι το πλέον φυσικό. Αδιαφορώντας για την ψυχική υγεία των παιδιών και σε μία πολιτική ανάγκη να μειωθεί ο αριθμός των πτυχιούχων ή πιστοποιημένων επαγγελματιών, οδηγηθήκαμε σε ένα σύστημα αλληλοτροφοδοτούμενου μίσους από τους νέους μας στο σχολείο κι από το σχολείο στα παιδιά. Και οι εκπαιδευτικοί με το εκάστοτε υπουργείο, το θεωρούν τόσο φυσιολογικό. Μόνο στον πόλεμο το μίσος είναι φυσιολογικό, όχι στην παιδεία.

Η αριστερή απάντηση στην παιδεία δεν μπορεί να είναι μόνο διαχειριστικά “πασαλείμματα” για τα λειτουργικά κενά (αποδεχόμαστε τις πιέσεις και τις ανάγκες του καιρού) ούτε η επιστροφή σε προηγούμενες λογικές (εκλογές πρυτάνεων) που συνδέθηκαν με τις πελατειακές σχέσεις σε ΑΕΙ και ΤΕΙ.

Οφείλουμε να προχωρήσουμε άμεσα στην ανατροπή του αναχρονιστικού μοντέλου εκμάθησης που επιμένει στην αποστήθιση της γνωστικής ύλης κι όχι στην αναζήτηση νέων μεθόδως κατάκτησης της γνώσης (διαδικτυακή έρευνα, αρθρογραφία μαθητών, βιβλιογραφική έρευνα, συνεργασία, υπαίθριο μάθημα, βιωματική διδασκαλία κλπ). Και στο πλαίσιο τέτοιων μεταρρυθμίσεων οφείλουμε να συζητήσουμε και την ανάγκη κατάργησης μαθημάτων, όπως τα αρχαία ελληνικά στο Γυμνάσιο που λειτουργούν σε βάρος της νέας ελληνικής γλώσσας (βλ. παλαιότερο σχετικό άρθρο μας, όπως και για τη γλωσσική εκπαίδευση).

Η αριστερή απάντηση οφείλει να θέσει το δημόσιο διάλογο στην ουσία του προβλήματος κάνοντας στην πράξη τους γονείς να εγκαταλείψουν τα φροντιστήρια μέσα από την ενίσχυση του δημόσιου σχολείου.

Η αριστερή απάντηση για το δημόσιο σχολείο οφείλει να καταργήσει την αξιολόγηση της κοινωνικής προέλευσης του μαθητή και ανάσχεσης των τεχνητών εκπαιδευτικών εμποδίων που στοχεύουν με την ενίσχυση επί δεκαετίες των ταξικών φραγμών στη διατήρηση όχι μόνο του κοινωνικού status quo, αλλά και στη δημιουργία μίας νέας τάξης ανειδίκευτων εργαζομένων χωρίς δικαιώματα στην ειδίκευση.