Η πρώτη συνέντευξη του Όσκαρ Λαφοντέν, προέδρου του κόμματος Die Linke, μετά τις γερμανικές εκλογές, στην γερμανική εφημερίδα Νόιες Ντόιτσλαντ (13/02/2010) όπως δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» στις 09/03/2010

Ads

Όταν του ζητούν να διευκρινίσει σε ποιους μέσα στο κόμμα απευθυνόταν η αποστροφή της ομιλίας του στην πρωτοχρονιάτικη γιορτή στο Σάαρ ότι ένα αριστερό κόμμα δεν μπορεί ν’ αλλάξει την πολιτική και την κοινωνία μόνο με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση, ο Λαφοντέν υποστηρίζει ότι απευθυνόταν πριν απ’ όλα στη λεγόμενη δημοσιογραφία «καμπάνιας» (σ.σ.: ενάντια στην D.L., την αριστερά και την αριστερή πολιτική): H οποία ωστόσο διαθέτει «τροφοδότες» μέσα από το κόμμα. Από κοινού επιχειρούν να υποβαθμίσουν τη σημαντική εκλογική επιτυχία της D.L. στον βαθμό που αυτή δεν συνοδεύεται και από συμμετοχή σε τοπικές κυβερνήσεις.

Ο Λαφοντέν επαναλαμβάνει ότι, όπως ανακάλυψαν οι σοσιαλδημοκράτες, χάνοντας τις μισές τους δυνάμεις, η συμμετοχή στην κυβέρνηση μπορεί επίσης ν’ αποδειχτεί «κοπριά». Και διευκρινίζει ότι το «τρικ» της δημοσιογραφικής «καμπάνιας» εντοπίζεται στον διαχωρισμό των μελών των αριστερών κομμάτων σε «χαοτικούς» και «αιθεροβάμονες» από τη μια και «ρεαλιστές» και «πραγματιστές» από την άλλη. Ενώ ταυτόχρονα προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι τα πολιτικά περιεχόμενα, τα οποία θεώρησε ορθά στις εκλογές μια «μεγάλη πλειοψηφία ψηφοφόρων» και θεμελίωσαν την επιτυχία του D.L., συνιστούν «φονταμενταλισμό και λαϊκισμό, που δεν είναι δυνατόν να έχει αντιπροσώπευση».

Για τη συμμετοχή σε τοπικές κυβερνήσεις

Οι συντάκτες της Νόιες Ντόιτσλαντ καταλογίζουν στον Λαφοντέν ότι στο παρελθόν έχει απαντήσει στην κατηγορία ότι επιχειρεί να σύρει την D.L. σε «γενική» άρνηση κυβερνητικής συμμετοχής, επικαλούμενος την πολύχρονη προσωπική του συμμετοχή ως (σοσιαλδημοκράτη) πρωθυπουργού στο Σάαρ. Και αντιστρέφουν το ερώτημα: Τι είναι αυτό που τον κάνει σήμερα πολύ λιγότερο ανεκτικό απέναντι στη συμμετοχή της D.L. στις κυβερνήσεις συνασπισμού στο Βερολίνο και το Βραδεμβούργο απ’ ό,τι απέναντι στις κυβερνήσεις, στις οποίες ήταν επικεφαλής, στο Σάαρ από το 1985 έως το 1998; Και του υπενθυμίζουν ότι για τη συμμετοχή στο Βερολίνο κρατά εν μέρει κριτική στάση, ενώ ειδικά για το Βραδεμβούργο στην ομιλία του στο Σάαρ είχε δηλώσει «εγώ δεν θα υπέγραφα το μνημόνιο συνεργασίας».

Ads

Ο Λαφοντέν υποστηρίζει ότι δεν στράφηκε ενάντια στη συμμετοχή στο Βραδεμβούργο για λόγους αρχής, αλλά προγράμματος: Χάρη στη συμφωνία για το Βερολίνο έγινε δυνατό ν’ αποφευχθεί η ιδιωτικοποίηση του Ταμιευτήριου και να απορριφθεί, στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, η Συνθήκη της Λισσαβώνας, που γι’ αυτά «μπορεί να είναι περήφανη η D.L.». Αντίθετα, ως προς το Βραδεμβούργο, ανήκει σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι «η συνομολογημένη κατάργηση θέσεων εργασίας στο Δημόσιο δεν μπορεί ν’ αποτελεί αντιπροσωπευτική θέση» για συμμετοχή σε κυβέρνηση συνασπισμού σε μια Γερμανία που σήμερα διαθέτει στον δημόσιο τομέα συνολικά λιγότερες θέσεις από όσες διέθετε μόνο η Δυτική Γερμανία 20 χρόνια πριν. «Δεν ανήκει στα καθήκοντα του κράτους η επιπρόσθετη αύξηση της ανεργίας».

Ενώ όταν ήταν πρωθυπουργός στο Σάαρ δεν έμπαιναν θέματα συμφωνιών (των τότε σοσιαλδημοκρατών με τα «αστικά κόμματα») επειδή είχαν απόλυτη πλειοψηφία (σ.σ.: την οποία οι σοσιαλδημοκράτες απώλεσαν, καθώς η D.L. με επικεφαλής τον Λαφοντέν μπαίνοντας στη Βουλή πήρε το 23% των ψήφων).

«Η αριστερά θα πρέπει να ξέρει τι δεν θα πράξει σε οποιαδήποτε περίπτωση»

Σε ερώτηση αν θεωρεί ότι στο Βραδεμβούργο «η D.L. πουλήθηκε φτηνά», ο Λαφοντέν απαντά ότι προκειμένου να συμμετάσχει σε κυβέρνηση κρατιδίου το κόμμα πρέπει να έχει το θάρρος να θέτει θεμελιακές προϋποθέσεις και να χαράζει «κόκκινες γραμμές», τις οποίες δεν μπορεί να υπερβεί. Σε αυτές ανήκουν η κατάργηση θέσεων εργασίας στο Δημόσιο, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι μειώσεις των κοινωνικών δαπανών.

Με αυτές τις δεσμεύσεις έγινε δυνατόν να σχηματιστεί «κοκκινο-κοκκινο-πράσινος συνασπισμός» στην πρωτεύουσα του Σάαρ, Σααρμπρίκεν. Ενώ δεν έγινε δυνατή η συμφωνία σε επίπεδο κρατιδίου, επειδή εκεί «οι Πράσινοι έχουν ξεπουληθεί σε επιχειρηματία που στηρίζει τους Φιλελεύθερους». Σε κάθε περίπτωση, αν η D.L. δεν ξέρει ακριβώς τι θα πράξει στο μέλλον, θα πρέπει να ξέρει τι δε θα κάνει σε οποιαδήποτε περίπτωση.

Συμφωνημένα και «ανοικτά» προγραμματικά ζητήματα

Σε ερώτηση αν η επιδίωξή του να εμποδίσει την κατάργηση θέσεων εργασίας στο Βραδεμβούργο ανήκει στα ανοικτά προγραμματικά ζητήματα της D.L., ο Λαφοντέν απαντά αρνητικά διευκρινίζοντας ότι σε σειρά κομματικών ντοκουμέντων διατυπώνεται καθαρά η θέση ότι η οποιαδήποτε παραπέρα κατάργηση θέσεων εργασίας στο δημόσιο «δεν είναι διαπραγματεύσιμη».

Για την κατηγορία της δημοσιογραφίας «καμπάνιας» ότι η D.L. «δεν έχει πρόγραμμα», απαντάει ότι δεν ευσταθεί. Εδώ και 2,5 χρόνια διαθέτει την Ιδρυτική του Διακήρυξη, συμπληρωμένη με «τα προγραμματικά σημεία» (σ.σ.: κάτι σαν τα «15 σημεία» του ΣΥΡΙΖΑ), με το πρόγραμμα για τις ευρωεκλογές και το πρόγραμμα για τις ομοσπονδιακές εκλογές. «Αυτό που δεν έχουμε ακόμα είναι ένα θεμελιακό πρόγραμμα. Γι’ αυτό δουλεύουμε και τα μέχρι σήμερα σχέδια αποδείχνουν ότι σε όλα τα σημαντικά ζητήματα υπάρχει ευρεία συμφωνία. Δυστυχώς όσοι μιλούν για αναγκαίες προγραμματικές διασαφηνίσεις παραλείπουν ως επί το πλείστον να μιλήσουν συγκεκριμένα για το τι χρειάζεται να διασαφηνιστεί.»

Ο Λαφοντέν θεωρεί ότι δύο κυρίως είναι τα ανοιχτά προγραμματικά ζητήματα μπροστά στην D.L.: Σε τι έκταση θα πρέπει να αρθούν οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας προκειμένου να επιτευχθούν οι πολιτικοί στόχοι του κόμματος. Και το πώς θα πρέπει το κόμμα να διαχειριστεί τις συγκρούσεις, με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπο σήμερα προκειμένου να διαφυλαχθεί και να επεκταθεί η δημόσια ιδιοκτησία. Όπως σημειώνει κλείνοντας τη συνέντευξή του: «Μόνο τα νεκρά ψάρια κολυμπούν πάντα μαζί με το ρεύμα».

«Για την D.L. ισχύει: Η ιδιοκτησία δημιουργείται μέσω της εργασίας»

Ο Λαφοντέν υποστηρίζει ότι, μετά τις ιδιωτικοποιήσεις στο Βερολίνο και τη Δρέσδη, στο κόμμα έχουν καταλήξει ότι οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, στις οποίες υπάγεται και ο τομέας της ενέργειας, πρέπει να παραμείνουν δημόσια ιδιοκτησία. Οι μέχρι σήμερα ιδιωτικοποιημένοι οργανισμοί θα πρέπει να «επανακοινοτικοποιηθούν». Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση η D.L. υποστηρίζει την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού τομέα. Και «διακηρύσσουμε παραπέρα την επιδίωξή μας, η ιδιοκτησία των μεγάλων παραγωγικών επιχειρήσεων να αποδοθεί σε αυτούς που τις δουλεύουν. Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε εκεί συμμετοχή των εργαζόμενων στη διεύθυνση. Αυτή η αφετηριακή μας θέση δεν είναι διαπραγματεύσιμη».

Σε ερώτηση του τι σημαίνει να είσαι αριστερός, ο Λαφοντέν απαντά: «Μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία είναι δυνατή μόνο εφόσον υπάρχει δίκαιη κατανομή του πλούτου και της ιδιοκτησίας, επειδή ιδιοκτησία σημαίνει ισχύς. Για μένα το να είσαι αριστερός σημαίνει: η ιδιοκτησία να δοθεί σε όσους δούλεψαν για να υπάρξει».

«Στο πρόγραμμά μας πρέπει να διατυπώνουμε τι μας διαφοροποιεί από τ’ άλλα κόμματα»

Σε ερώτηση, αν δεν του αρκεί πλέον το παλιό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, το οποίο είχε επεξεργαστεί επιτροπή υπό τη διεύθυνση του ίδιου και εγκατέλειψε το ΣΔΚΓ το 1989, ο Λαφοντέν απαντά: «Η D.L. πάει μακρύτερα. Υποστηρίζω ότι στο θεμελιακό μας πρόγραμμα πρέπει να διατυπώνουμε τι μας διαφοροποιεί από τ’ άλλα κόμματα». Και αναφέρει ενδεικτικά κάποια σημεία:

Ο πόλεμος δεν είναι μέσο διεξαγωγής της πολιτικής: Η Γερμανία δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Απαγορεύεται η χρηματοδότηση των κομμάτων από μεγάλους επιχειρηματίες και επιχειρηματικές ενώσεις. Το κοινοβουλευτικό σύστημα χρειάζεται να συμπληρωθεί με τους θεσμούς των δημοψηφισμάτων και της πολιτικής απεργίας. Οικοδόμηση ενός κράτους δικαίου, στο οποίο όλοι να είναι ουσιαστικά, και όχι τυπικά, ίσοι ενώπιον του νόμου. Σε αποφάσεις που αφορούν τις γενικότερες κατευθύνσεις πολιτικής και στρατηγικής της D.L., θα πρέπει να συναποφασίζουν όλα τα μέλη του κόμματος.

«Επιστροφή της αριστεράς στις ρίζες της, δηλαδή στον ριζοσπαστισμό»

Σε ερώτηση αν οι απόψεις του σήμερα είναι ριζοσπαστικότερες από την εποχή που ήταν πρόεδρος του ΣΔΚΓ, αν οι εμπειρίες του στη D.L. άλλαξαν τις πολιτικές του αντιλήψεις, ο Λαφοντέν απαντά καταφατικά, συμπληρώνοντας: «Ολόκληρη τη ζωή μου και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια βρίσκομαι αντιμέτωπος με την πολιτική των κομμάτων του εργατικού κινήματος, με τα λάθη και τις επιτυχίες τους. Ανέκαθεν επεδίωκα την επιστροφή στις ρίζες, κι αυτό για μένα σημαίνει, στο ριζοσπαστισμό. Εκεί ανήκουν τα λόγια του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ “Κάτω ο πόλεμος!” και “ Χωρίς σοσιαλισμό δεν υπάρχει δημοκρατία”. Πράγμα που μεταφράζεται ότι χωρίς μια οικονομική τάξη πραγμάτων που να αποδίδει την ιδιοκτησία και τη διεύθυνση σ’ αυτούς που δουλεύουν και χωρίς ευρύτατη διασπορά ιδιοκτησίας και πλούτου δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κοινωνία».