Βρέθηκα – για κάποια υπόθεση – στο μονομελές εφετείο Βορείου Αιγαίου στη Μυτιλήνη. Τυχαία παραβρέθηκα σε μια δίκη με κατηγορούμενο έναν Ρώσο είκοσι χρονών. Είχε οδηγήσει μια βάρκα με πρόσφυγες – μετανάστες από τα παράλια της περιοχής της Σμύρνης στα παράλια της Λέσβου. Και είχε συλληφθεί.

Ads

Η διαδικασία – σε μια άδεια αίθουσα – ήταν ήρεμη και υποτονική. Ο νεαρός Ρώσος – όπως είπε στην απολογία του – όταν ήταν δεκαοκτώ χρονών και είχε ξεσπάσει ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας, είχε φύγει με την μητέρα του και τον αδελφό του στην Τουρκία, για να μην κινδυνεύσει να στρατευτεί. Παραδέχτηκε ότι οδήγησε το σκάφος με τους πρόσφυγες – μετανάστες από τα παράλια της Τουρκίας στη Λέσβο. Είπε ότι έψαχνε δουλειά στην Τουρκία και ανταποκρίθηκε σε μια ασαφή αγγελία που ζητούσαν έναν βοηθό πλοιάρχου. Όταν ήρθε σε επαφή μαζί τους και του εξήγησαν περί τίνος πρόκειται, εκείνος αρνήθηκε να συμμετέχει. Και δεν δέχτηκε τα χίλια ευρώ που θα ήταν η αμοιβή του. Όμως είπε ότι τον έθεσαν υπό περιορισμό, τον εκβίασαν, τον πίεσαν και φοβήθηκε για την οικογένεια του. Και έτσι αναγκάστηκε να το κάνει. Αυτή ήταν η δική του εκδοχή…

Ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του με ελαφρυντικό την μετεφηβική – νεαρή του ηλικία. Διαβάστηκε και ένα έγγραφο από τον διευθυντή των φυλακών – που είναι προφυλακισμένος – που έλεγε ότι μέσα στις φυλακές είχε πολύ καλή συμπεριφορά και εργάζεται. Τελικά το δικαστήριο δεν δέχτηκε κανένα ελαφρυντικό και τον καταδίκασε – κατά συγχώνευση – σε εξηνταένα χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο εξηνταπέντε χιλιάδες ευρώ.

Εξηνταένα χρόνια φυλάκισης. Δεν ήταν δολοφονία, δεν ήταν σωματική κακοποίηση, δεν ήταν ληστεία, δεν ήταν εμπόριο ναρκωτικών, δεν ήταν τρομοκρατική πράξη. Ήταν παράνομη μεταφορά μεταναστών. Εξηνταένα χρόνια. Είναι ακατανόητο και παράλογο. Τόσο ακατανόητο και τόσο παράλογο που είναι άδικο.

Ads

Ο νεαρός Ρώσος θύμα του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας, ήταν και θύμα των πολέμων της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Ασίας. Βρέθηκε στο ακατάλληλο σημείο την ακατάλληλη στιγμή. Εξηνταένα ένα χρόνια φυλακή. Εικοσιτέσσερα επί της ουσίας. Αν δεν αλλάξει κάτι στην έφεση του, θα εκτίσει περίπου τα δεκαέξι. Και ευχαριστημένος να είναι…

Όταν είσαι ένα «τίποτα», ένα καθημερινό ανώνυμο «μηδενικό» αυτή είναι η ζωή σου και η αξία της. Όταν οι φωτιές του πολέμου κατακαίνε τα πάντα, την πληρώνουν οι απλοί καθημερινοί «τιποτένιοι» άνθρωποι. Όπως ό νεαρός Ρώσος, που δεν φαινόταν ούτε εγκληματίας, ούτε καθ’ έξιν κακοποιός. Μάλλον με ένα καθημερινό νέο παιδί έμοιαζε. Τριαντέξι χρονών – αν όλα πάνε καλά – θα είναι ξανά ελεύθερος. Είναι το τίμημα της άγνοιας του ότι στη ροή της ιστορίας, είναι απλώς ένας ασήμαντος αναλώσιμος ανθρώπινος αριθμός. Και τίποτα παραπάνω. Που κανένας δεν θα διστάσει να τον θυσιάσει. Και ότι πάντα θα είναι από την πλευρά των θυμάτων. Αυτή είναι η δική του μοίρα. Η μοίρα της απρόσωπης μάζας.

Η δικαιοσύνη και η αδικία είναι κάτι το σχετικό. Ο νεαρός Ρώσος βίωσε το πρόσωπο τους. Τριανταέξι χρονών – όταν με το καλό θα είναι ελεύθερος – ίσως κάτι να έχει καταλάβει…