Ήταν το πρωινό της 26ης Μαΐου. Το ξυπνητήρι χτυπούσε σαν τρελό ώρα. «Να πάρει, παρακοιμήθηκα» σκέφτηκα. Ήταν ήδη 10 παρά τέταρτο. Είχα συμφωνήσει με τους συντρόφους να κάνουμε βάρδιες ανά τρίωρο: έφυγα στις 7 από το εκλογικό κέντρο, ήρθα σπίτι να κάνω ένα μπάνιο, άπλωσα τα πόδια μου, έβαλα το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις 9.30 και… αυτό ήταν. Δεν έφταιγε μόνο η ολονυχτία της βραδιάς των αποτελεσμάτων αλλά μάλλον η τόση κούραση τις εβδομάδες που προηγήθηκαν.

Ads

«Πέντε λεπτά ακόμη μόνο». Πέταξα το σεντόνι, έκλεισα τα μάτια μου και τεντώθηκα. «Τους πηδήξαμε όμως» σκέφτηκα και μια τεράστια ικανοποίηση με πλημμύρισε. Το αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές ήταν φανταστικό: το μέτωπο που είχε ξεκινήσει από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε καταφέρει να πάρει 7,2%, ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά τις άκρας Αριστεράς σε εκλογές… ever! Κι αυτό με δεδομένα τα όσα είχανε περάσει τα τελευταία δυο χρόνια.

Όλα άρχισαν στη μέση της κρίσης, όταν το καλοκαίρι του 2011 πάρθηκε αυτή η θρυλική πια απόφαση της «πορείας με το λαό». Πόσο δύσκολο ήταν τότε: αντιστάσεις, κομπορρημοσύνες του αριστερισμού, καταγγελίες για «δεξιές μετατοπίσεις» και «ρεφορμισμό», αποχωρήσεις και εξαλλοσύνες. Τις πρώτες μέρες των αγανακτισμένων στις πλατείες κάποιοι από το χώρο μιλούσαν για «στημένους από το ΣΚΑΪ εθνικιστές» και «απόπειρες αποπροσανατολισμού του λαϊκού κινήματος», Τόση αλαζονεία απέναντι στο λαό που υποτίθεται πως η Αριστερά θέλει να εκφράσει…

Τελικά όμως «όλα καλά»: ο κόσμος ανταποκρίθηκε σε αυτό το «άνοιγμα», οι οργανώσεις γέμισαν ανθρώπους χωρίς προηγούμενες μαρξιστικές περγαμηνές, η συζήτηση γειώθηκε γρήγορα στο «εδώ και τώρα» και η δράση άλλαξε ριζικά χαρακτήρα. Έτσι κι όσοι έφυγαν σύντομα αντικαταστάθηκαν από ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων με διάθεση να μιλήσουν για το πώς αλλιώς μπορεί να οργανωθεί η κοινωνία του σήμερα, με όρεξη να δράσουν για να αλλάξει η ζωή τους κι όχι να κονταροχτυπηθούν για το τι έγινε το ’36, αν θα πρέπει να λέμε «αυτοδιαχείριση» ή «αυτοδιεύθυνση» ή για το κατά πόσο και με ποια συχνότητα θα γράφαμε τη λέξη «ιμπεριαλισμός». Η μετονομασία του μετώπου από ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε «Μπορούμε!» ήταν απλώς φυσικό επακόλουθο αυτού του ανοίγματος.

Ads

Ο λόγος του «Μπορούμε!» έγινε πολύ πιο συγκεκριμένος χωρίς πολλές πολλές αφηρημένες και γενικές επικλήσεις στον «αντικαπιταλισμό», μίλαγε για τα συγκεκριμένα προβλήματα των ανθρώπων, των εργαζομένων σήμερα, και πώς αλλιώς θα μπορούσαν να λυθούν με ριζοσπαστικό τρόπο και χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Έτσι, το «Μπορούμε!» κατόρθωσε να αναδειχθεί στον μόνο πόλο της Αριστεράς που δεν υποστήριζε κατά κανένα τρόπο μια ούτως ή άλλως ανέφικτη ολική επαναφορά στην προ κρίσης κατάσταση του 2008, μια δύναμη που είχε διάθεση να «σπάσει αυγά» συγκρουόμενη με κάθε είδους κατεστημένα, μικρά και μεγάλα, με αντιλήψεις για το «πώς γίνονται τα πράγματα» σε κάθε κλάδο, σε κάθε χώρο, σε κάθε γειτονιά.

Το «Μπορούμε!» καλούσε πλέον τον κόσμο όχι να ενταχθεί σε έναν γενικόλογο και χιλιαστικό κομμουνισμό ή αντικαπιταλισμό που δεν έλεγε τίποτα σε κανέναν, αλλά να σχεδιάσει την «άλλη κοινωνία» στο σήμερα, στο «εδώ και τώρα». Παραμονές των εκλογών του 2012 βγάλαμε ένα μικρό φυλλάδιο για κάθε χώρο, για κάθε τομέα της ζωής, όπου λέγαμε με απλά λόγια τι θα θέλαμε εμείς να γίνει εκεί άμα ήμασταν πλειοψηφία. Φυσικά μας κατηγόρησαν ότι αντιγράφαμε το ΠΑΣΟΚ του Αντρέα το 1981. Ωστόσο αυτή η κατηγόρια μάλλον καλό παρά κακό μας έκανε. Όσο για κάτι μεμψίμοιρους αριστεριστές που μας έψεγαν από την αρχή ότι έτσι όπως το πάμε θέλουμε να κυβερνήσουμε δεν νοιαζόταν κανείς πλέον. Όλοι ξέραμε πως ζητούσαμε τη λαϊκή εξουσία, ένα ευρύτερο πράγμα από τη λαϊκή κυβέρνηση, και μια λαϊκή κυβέρνηση είναι αναπόσπαστο μέρος της λαϊκής εξουσίας: όλα τα υπόλοιπα ήταν αποφυγή του στοιχήματος της περιόδου της κρίσης. Και πως αντί να ζητάς ή όχι την κυβέρνηση είναι τιμιότερο απέναντι στο λαό να του λες όσο πιο καθαρά γίνεται τι προτίθεσαι να κάνεις, γιατί άλλο πρόγραμμα δεν υπάρχει όσο «αντικαπιταλιστικό» και να το βαφτίζεις.

Είχε αλλάξει όμως πολύ και η εσωτερική μας συζήτηση. Το κρίσιμο σημείο ήταν όταν μπήκε πεντάλεπτο πλαφόν στις τοποθετήσεις σε όλες τις διαδικασίες. Έτσι μπορούσαν όλοι οι σύντροφοι να τοποθετηθούν χωρίς να βγάζουν λογύδρια τα μόνιμα «αηδόνια» του αριστερισμού. Οι διαδικασίες εστίαζαν στο πώς θέλουμε τον κόσμο και πώς πάμε προς τα κει και όχι στις κορόνες ή τις θεωρητικές φλυαρίες του ενός ή του άλλου. «Πώς θα έβγαινε διαφορετικά το πρόγραμμα, άλλωστε, παρά μόνο από τον ίδιο τον εξεγερμένο λαό;» σκέφτηκε. Γιατί έτσι το πρόγραμμα, που ήταν κατανοητό από τον καθένα, μεταφερόταν στους εργασιακούς χώρους, στις γειτονιές, συζητιόταν με τους εργαζόμενους, άλλαζε, βελτιωνόταν, αποκτούσε οπαδούς και πολέμιους, έφτιαχνε ρήγματα και συμμαχίες. Δεν ήταν διανοητική σύλληψη μιας δράκας θεωρητικών του μαρξισμού. Ούτε κρινόταν με βάση τη θεωρητική καθαρότητα και το πόσα κιλά λενινισμό εμπεριείχε: κρινόταν πρώτα από όλα από την αποδοχή του από το λαό. Δεν έλειψαν βέβαια και τα παρατράγουδα σε τούτη την πορεία. Πώς άλλωστε θα μπορούσαν να εκλείπουν, όταν ο λαός έβγαινε από τόσα χρόνια πρόσδεσης στα κομματικά άρματα των αστικών διαχειριστών; Όταν στην παρούσα φάση ήταν τόσο τρομοκρατημένος και ρημαγμένος από την αστική πολιτική;

Σε κάποιες οργανώσεις «φτύσαμε αίμα» για να μην περάσουν ξενοφοβικές θέσεις. Σε κάποιες άλλες δεν αποφύγαμε τις εθνικιστικές κορόνες. Στις οργανώσεις των δημόσιων υπαλλήλων έβγαινε ένας λόγος που μύριζε συντήρηση του παλαιού κράτους, ενώ σε εκείνες των επιστημόνων αναπαραγόταν συχνά η κυρίαρχη αντίληψη για την ιεραρχία των επαγγελμάτων. Χρειάστηκε να φέρουμε τη μία οργάνωση να παρουσιάσει τις θέσεις της στις άλλες και να δεχθεί την κριτική τους. Και δεν ήταν εύκολο. Σε μια οργάνωση εργαζομένων στο Υπουργείο Οικονομικών βγήκε αρχικά μια απόφαση που ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε πως οι εφοριακοί και οι τελωνειακοί πλήττονταν από τη μνημονιακή πολιτική και θα έπρεπε να ξαναπάρουν τα επιδόματα και τα προνόμιά τους επαυξημένα. Σε μια παρουσίαση των θέσεων ένας παλαίμαχος ναυτικός, σεβάσμιος και με συμμετοχή στο κίνημα από δεκαετίες, όταν ακόμα ήταν μέλος του ΚΚΕ, ξέσπασε: «Ε, όχι, ρε σύντροφοι, να υπερασπίσουμε και τους τελώνες. Εντάξει, το ξέρω ότι κάποιοι δεν τα πιάνουνε. Αλλά το σύστημα βρομάει και το ξέρει όλος ο κόσμος. Κάτι άλλο θα πρέπει να πούμε εμείς τουλάχιστον». Κι έτσι κι έγινε. Οι κόντρες όμως ήταν συνεχείς, όλες πια σε τέτοιο επίπεδο. Εγώ χαιρόμουν όσο ξεσπούσανε τέτοιοι καυγάδες. Σκεφτόμουν ότι αυτή είναι πραγματική πολιτική και πως, ακόμα κι όταν τελικά λέγαμε κάτι που μου φαινόταν «δεξιό», αυτό ήταν το αναγκαστικό τίμημα της πραγματικής πολιτικής με πραγματικούς ανθρώπους. Τα υπόλοιπα ήταν παιχνίδια του μυαλού για φυλακισμένους…

Και η δράση άλλαξε ριζικά χαρακτήρα. «Εμ, ο λαός δεν έχει τις μικροαστικές προκαταλήψεις του παλαιού στελεχιακού δυναμικού του αριστερισμού – αυτό πάλι συχνά πυκνά έχει να χάσει κάτι περισσότερο από τις αλυσίδες του» σκέφτηκα. Πραγματικά, στην αρχή ξένισε η αλλαγή αυτή που επήλθε με το άνοιγμα των οργανώσεων. Ιδιαίτερα στο θέμα της αντιμετώπισης του φασισμού, που επιχείρησε να κάνει παρόμοιο άνοιγμα: ο απλός κόσμος κατάλαβε γρήγορα πως αυτούς δεν τους νικάς μόνο με την επιχειρηματολογία, αλλά τελικά θα πρέπει να τους κυνηγήσεις στο δρόμο. Όταν, λοιπόν, αυθόρμητα έγιναν δυο-τρία χτυπήματα αρχιτραμπούκων της Χρυσής Αυγής από οργανώσεις γειτονιάς, το παλαιό απαράτ του αριστερισμού ζορίστηκε λιγάκι. Άρχισαν οι μουρμούρες ότι τάχα το κράτος ευκαιρία ζητάει να μας στοχοποιήσει και τα τοιαύτα. Λες και δεν θα μας στοχοποιούσε αλλιώς. Ένας ηλικιωμένος απολυμένος από τη Χαλυβουργία τους απάντησε σε μια διαδικασία: «Πιστεύετε πως, αν ετούτοι εδώ γίνουν πλειοψηφία, θα μας αφήσουν να αναπτύσσουμε επιχειρήματα και να ψηφίζει ο κόσμος τι προτιμάει;».

«Τελικά», σκέφτηκε, «τα στελέχη της Αριστεράς μάλλον είναι οι μόνοι που πιστέψανε τόσο στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και τους κανόνες της». Δεν ήταν όμως μόνο οι φασίστες: στις γειτονιές της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων οργανώνονταν άλλοτε ειρηνικές άλλοτε όχι τόσο ειρηνικές επιθέσεις διαμαρτυρίας ενάντια στα μαγαζιά των σύγχρονων μαυραγοριτών που αγόραζαν το χρυσό και τα κοσμήματα του αποπτωχευμένου κοσμάκη. Τα περισσότερα δεν άντεξαν τη διαρκή ξεφτίλα και κλείσανε. Κι ακόμα την πέφταμε στα στελέχη του παλαιού συστήματος. Όχι τους μεγαλόσχημους, που ούτως ή άλλως πρόσεχαν και κρυβόντουσαν στα ακριβά σπίτια τους στα βόρεια προάστια της Αττικής περικυκλωμένοι από μπάτσους και μπράβους. Στους παρακάτω, τους κομματάρχες, εκείνους που είχαν «επάγγελμα ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ» και περνούσαν μέχρι τότε τη ζωάρα τους διοικώντας πότε τον ένα και πότε τον άλλο δημόσιο οργανισμό, τους μόνιμους σύμβουλους των υπουργών, τους «φωστήρες» των αντιλαϊκών πολιτικών του παρελθόντος και του παρόντος.

Μερικοί από αυτούς, οι πιο εκτεθειμένοι σε σκάνδαλα, μίζες και αυταρχικό παρελθόν, δεν τολμούσαν να βγουν από τα σπίτια τους γιατί τους «την πέφταμε» παντού, στις καφετέριες, στις λαϊκές, στους εμπορικούς δρόμους. Βέβαια, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος μάς καταδίκασε μετά βδελυγμίας, με την επίσημη Αριστερά πρώτη πρώτη. Το τι ακούσαμε από τους ΚΚΕδες ειδικά δεν περιγράφεται. Ο κόσμος όμως έλεγε «γεια στα χέρια σας, παιδιά» γιατί ένιωθε πως για πρώτη φορά κάποιος έστω συμβολικά έπαιρνε εκδίκηση για τα τόσα χρόνια που τον ανάγκαζαν να ζει σαν σκλάβος, για το σημερινό του χάλι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως ένα μέρος της νεολαίας που τριγύριζε τον αντεξουσιαστικό χώρο έκανε το βήμα και προσχώρησε στο «Μπορούμε!» δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη ορμή στο μέτωπο. Βέβαια μ’ αυτά και μ’ αυτά οδεύοντας προς τις εκλογές του Μαΐου του 2012 μετράγαμε ήδη πάνω από 30 συντρόφους υπόδικους. Αλλά τελικά αποδείχτηκε ότι αυτό δεν ήταν τίποτα απέναντι σε ό,τι θα επακολουθούσε. Και κατά βάθος ξέραμε πως, αν δεν κάναμε εμείς όλα τούτα, ο θυμός της κοινωνίας θα στρεφόταν αλλού, προς την Ακροδεξιά που καραδοκούσε με τα κίβδηλα τάχαμου αντισυστημικά συνθήματα ενάντια στους διεφθαρμένους πολιτικούς και τους ληστρικούς τραπεζίτες, ενόσω η ίδια θα έκανε συμφωνίες μαζί τους για να δεθεί ο λαός ακόμα πιο σφιχτά χειροπόδαρα.

Στις εκλογές του Μάη του 2012 πήραμε 5,8%. Ήταν τεράστια επιτυχία, παρότι η πλειονότητα του αγωνιζόμενου κόσμου ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ που του φαινόταν λιγότερο ριζοσπαστικός και λιγότερο «επικίνδυνος» από μας. Όταν δεν σχηματίστηκε κυβέρνηση και προκηρύχτηκαν πάλι εκλογές η πίεση ήταν αφόρητη. Ωστόσο και πάλι το λαϊκό αισθητήριο μας έσωσε: προτείναμε στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΚΕ να δεσμευτούμε για μια κυβέρνηση προάσπισης του λαού και να κατέβουμε μαζί ως μέτωπο, για να «πάρουμε» τις εκλογές δεσμευόμενοι όμως σε 5 σημεία για το τι θα κάνουμε άμα κερδίσουμε. Το ΚΚΕ αρνήθηκε από την αρχή. Δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα και ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε επίσης κατηγορώντας μας πως εκβιάζουμε την έξοδο από το ευρώ – παρότι στην πρότασή μας κάτι τέτοιο δεν ήταν προαπαιτούμενο αλλά άμεσα συνδεδεμένο με την ακύρωση των μνημονίων και τη μονομερή στάση πληρωμών («άμα αυτά συνεπάγονται έξοδο από το ευρώ, τότε θα επιστρέψουμε στο εθνικό μας νόμισμα» λέγαμε). Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων μας κατάλαβε πόσο ψευδεπίγραφος ήταν ο αντιμνημονιακός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ και στις εκλογές του Ιουνίου «κρατήσαμε» παίρνοντας 5,3% και εκλέγοντας 11 βουλευτές. Τους βαφτίσαμε «χρυσή ενδεκάδα».

Βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε σε ποσοστό, αλλά έχασε τις εκλογές. Η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ που προέκυψε έβαλε σύντομα στο στόχαστρό της τη διάλυσή μας. Στην αρχή, κρυφά και φανερά, προμοτάρανε τους φασίστες της Χρυσής Αυγής να μας την πέφτουν όπου βρίσκανε. Αυτοί είχαν δοκιμάσει ήδη από το 2011 ένα άνοιγμα σε απελπισμένο κόσμο που καταστράφηκε από την κρίση και είχαν ενισχυθεί σημαντικά. Στις εκλογές του Μαΐου πήραν ένα 3,4%, αλλά στις επαναληπτικές του Ιουνίου δεν κατάφεραν να περάσουν το όριο του 3%, καθώς το παλαιότερο δυναμικό τους, οι χουντοβασιλικοί και οι σκίνχεντς, επαναπατρίστηκε έντρομο από την επέλαση της Aριστεράς στη ΝΔ με το φόβο πως αλλιώς θα «έρχονταν οι κομμουνιστές». Κάνανε κι αυτοί σημαντικά βήματα βέβαια για να προσελκύσουνε κόσμο: δεν πρόβαλλαν πλέον τη νεοναζιστική ταυτότητά τους (χωρίς φυσικά να την αρνούνται κιόλας) αλλά κάνανε πολιτική με τις απολήξεις της, κυρίως με το αντιμεταναστευτικό και το αντιπολιτικό. Ξεφορτώθηκαν και μερικά από τα ταυτοτικά τους στοιχεία του παρελθόντος, όπως τις αναφορές τους στο δωδεκαθεϊσμό, τους μαιάνδρους και τον ανοιχτό αντισημιτισμό, ανακαλύπτοντας αίφνης τους παπάδες (κάποιοι εκ των οποίων άλλωστε τους στήριζαν ανοιχτά). Εμείς όμως είχαμε πλέον αλλάξει και τους ξεμπροστιάζαμε σε κάθε χώρο, σε κάθε γειτονιά.

Κάποιοι έλεγαν πως ήμασταν ίδιοι γιατί στην περίοδο της κρίσης όντας τα «δυο άκρα» του πολιτικού φάσματος γίναμε υπαρκτές και υπολογίσιμες δυνάμεις κάνοντας το λόγο μας πιο απλό, πιο λαϊκό και ανοίγοντας τις οργανώσεις μας σε χύμα κόσμο. Το τσουβάλιασμα αυτό όμως δεν «πούλησε», παρότι οι πληρωμένοι κονδυλοφόροι του αστικού μιντιακού συστήματος το επαναλάμβαναν καθημερινά. Όλοι το ήξεραν πως εμείς ούτε παίρναμε λεφτά από εφοπλιστές και επιχειρηματίες, ούτε συνδιαλεγόμασταν με κυκλώματα της νύχτας, ούτε μας κάλυπταν οι μπάτσοι και οι εισαγγελείς. Όλοι το ήξεραν επίσης πως εμείς δεν κοροϊδεύαμε το λαό κρύβοντάς του την αληθινή μας ταυτότητα: αλλάζαμε πραγματικά μέρα την ημέρα, μαθαίναμε από το λαό να κουβεντιάζουμε «ήσυχα κι απλά» και να μιλάμε στην πολιτική μας δράση όχι για να «ξεχωρίσουμε αλλά για να σμίξουμε με τον κόσμο», που λέει και το τραγούδι. «Αν είχαμε το ένα δέκατο από τις πλάτες αυτών των καθαρμάτων, θα είχαμε βγει πρώτοι στις εκλογές» σκέφτηκε. Και μετά: «Ίσως να υπερβάλλω. Οι αντιστάσεις του συστήματος είναι πολύ μεγαλύτερες και ριζωμένες. Εμείς ζητάμε από τον κόσμο να σκεφτεί από μόνος του πώς είναι δυνατόν να είναι η ζωή του εντελώς διαφορετικά από ό,τι έχει ζήσει μέχρι τώρα, χωρίς αφεντικά και προστάτες. Κι ετούτο δεν είναι τόσο απλή υπόθεση, όπως π.χ. να βρεις έναν κακομοίρη Πακιστανό και να του φορτώσεις την ευθύνη για όλα τα βάσανά σου».

Όπως και να ’χει το πράγμα, μετά τις εκλογές του Ιούνη πλακωνόμασταν με τους φασίστες σε καθημερινή βάση, μέρα και νύχτα, σε μαζικά γεγονότα στις λεωφόρους και κατά μόνας τα βράδια στα σοκάκια. Το πράγμα γινόταν ολοένα και πιο βίαιο, και το κράτος έκανε ό,τι μπορούσε για να βάζει πλάτες στους φασίστες και στις δολοφονικές τους επιθέσεις. Κάποιοι από μας άρχισαν να ξανασκέφτονται την τακτική μας. Λέγανε πως έτσι που το πάμε θα εξομοιωθούμε, αλλά οι υπόλοιποι καταλαβαίναμε πως είχαν φοβηθεί μέχρι πού θα έφτανε η αντιπαράθεση. Ξέραμε βέβαια πως αφορμή γύρευαν οι ξεφτιλισμένοι αστοί πολιτικοί και οι νερόβραστοι αριστεροί της ευταξίας να μας μπουζουριάσουνε. Αλλά τα λαϊκά παιδιά που είχαν πλέον στελεχώσει πλειοψηφικά τις οργανώσεις του «Μπορούμε!» δεν μας άφησαν να κάνουμε πίσω: «Άμα φανούμε τώρα πως υποχωρούμε, κανείς δεν θα πιστεύει ότι θέλουμε όντως να πάρουμε την εξουσία και να τα βάλουμε με όλο το παρακράτος που θα μας κοντράρει» μας έλεγαν.

Και συνεχίσαμε. Γίναμε κάπως πιο προσεκτικοί, αλλά τι να το κάνεις; Σε αυτές τις καταστάσεις δεν αργεί να έρθει και το παρακάτω. Με αφορμή μια διαδήλωση κατά την οποία κάποιοι από μας μαζί με τους αναρχικούς έκαψαν κάτι ΔΙΑδες που βαράγανε όποιον βρίσκανε μπροστά τους άρχισαν οι διώξεις. Το κράτος έδειξε τα δόντια του. Εισαγγελείς ανακάλυψαν στοιχεία για τις επιθέσεις μας στους μαυραγορίτες και τους πολιτευτές, για τα κατεβάσματα σε σχηματισμούς μάχης στις διαδηλώσεις και κινητοποίησαν τους αντιτρομοκρατικούς νόμους. Μέσα σε λίγους μήνες οι εφτά από τους έντεκα βουλευτές μας ήταν στον Κορυδαλλό. Ένας «έσπασε» και διαφοροποιήθηκε. Οι άλλοι άντεξαν. Ήταν φανερό πως όλο αυτό ήταν μια αποφασισμένη κίνηση του βαθέος κράτους που αποφάσισε να μας βγάλει από τη μέση θεωρώντας μας επικίνδυνους και ευελπιστώντας ίσως πως έτσι κάποιοι από εμάς θα γινόντουσαν πιο soft και θα προσχωρούσαν σε μια πιο συστημική αριστερή πλατφόρμα.

Παράλληλα, οι διώξεις δεν περιορίστηκαν στην κορυφή: όλα μας τα στελέχη ένιωθαν το δίλημμα και το κόστος των επιλογών τους με τον πιο επώδυνο τρόπο. «Βλέπεις, εμείς δεν είμαστε χρυσαύγουλα, να μας κυνηγάνε από τη μια στην κορυφή και να μας χαϊδεύουνε από την άλλη στη βάση» σκέφτηκα. Στον ιδιωτικό τομέα οι περισσότεροι από εμάς που είχαν ακόμη δουλειές σε μεγάλες επιχειρήσεις απολύθηκαν. Στο Δημόσιο, στο πλαίσιο της αξιολόγησης, ένα σωρό σύντροφοι βγήκαν «διαθέσιμοι». Ένας σύντροφος ειδικευόμενος γιατρός στην Κέρκυρα απολύθηκε επειδή, λέει, η συνδικαλιστική του δράση ήταν τέτοια που εμπεριείχε ποινικά αδικήματα. Ένας σύντροφος σε μια Α.Ε. του Δημοσίου μετατέθηκε από την Αθήνα στη Ρόδο και προτού προλάβει να παρουσιαστεί εκεί τού κοινοποιήθηκε η απόλυσή του με κάτι διατάξεις απίθανες.

Φυσικά τα δικαστήρια απέρριπταν ασυζητητί κάθε προσφυγή από δικό μας – ακόμη και τις πλέον αιτιολογημένες. Όλοι οι σύντροφοι που δουλεύανε στα μίντια, ακόμα και οι πιο παλιοί και καταξιωμένοι, ήταν μήνες χωρίς δουλειά. «Ξέρει το σύστημα τι φροντίζει πρώτο πρώτο» μου είπε ένας από αυτούς. Οι πανεπιστημιακοί που τολμούσαν να μας υποστηρίξουν αντιμετώπιζαν την πλήρη απομόνωση από τον περίγυρο και κάποιοι φοιτητές μας παραπέμφθηκαν για διαγραφή με το ένα ή το άλλο πρόσχημα. Ζούσαμε όλοι με δανεικά ο ένας από τον άλλο. Είχαμε πλέον ξεπεράσει τους 250 υπόδικους ή προφυλακισμένους. Είχαμε και πέντε σακατεμένους, με μόνιμες βλάβες από τις δολοφονικές επιθέσεις μπάτσων και νεοναζί. Ένα παλικάρι στα Πετράλωνα που του την έπεσαν ένα βράδυ ήταν μήνες στην εντατική, και οι ελπίδες ολοένα και λιγόστευαν. Όλοι ζοριζόμασταν. Αλλά ήμασταν όντως περήφανοι που βρισκόμασταν όλοι μαζί σ’ αυτή την κοινή περιπέτεια: διότι έμοιαζε περισσότερο από ποτέ άλλοτε η ζωή μας να έχει ένα νόημα πέραν από την ατομικότητά μας και πέρα από το τρίγωνο «Εξάρχεια-Νομική-Πολυτεχνείο» και όσους σύχναζαν εκεί. Κι αυτό ήταν τελικά που μας κρατούσε.

Η ηγεσία της υπόλοιπης Αριστεράς πήρε, φυσικά, τις αποστάσεις της από τους «εξτρεμισμούς των αριστεριστών και των αναρχικών». Για να λέμε την αλήθεια όμως, κάποιοι αγωνιστές από το ΣΥΡΙΖΑ και όσοι διαφωνούσαν με την αταβιστική γραμμή του ΚΚΕ μάς ενθάρρυναν και μας στήριζαν κρυφά. Η μεγαλύτερη όμως στήριξη ερχόταν από τον ίδιο τον κόσμο. Όσο μας χτυπάγανε τόσο ο κόσμος μάς στήριζε. Αυτό δεν σου εξασφάλιζε το νοίκι αλλά ήταν σημαντικότερο. Έτσι τουλάχιστον πιστεύαμε. Και τώρα, που μ’ όλα αυτά αυξήσαμε το ποσοστό μας και δυναμώσαμε, θα βλέπανε όλοι αυτοί… Ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ, που πήρε την πρωτιά αγκομαχώντας παρά τη λαϊκή κατακραυγή ενάντια στη ΝΔ και την εκλογική συντριβή του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, έπρεπε να διερευνήσει ξανά την πιθανότητα του λαϊκού μετώπου μαζί μας, αν ήθελε ποτέ να δει εξουσία… Όσο για το ΚΚΕ, αυτό ήταν μάλλον να το κλαίν’ οι ρέγκες καθώς μόλις και μετά βίας κατάφερε να περάσει το 3% ενώ η κρίση στο εσωτερικό του είχε ήδη ξεσπάσει από το βράδυ των εκλογών, οπότε και όσοι διαφωνούσαν με τη γραμμή της απομόνωσης ζητούσαν ευθέως από την ηγεσία του να βάλει το κόμμα σε μια πορεία «επανεξέτασης της πολιτικής κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών του». Καταλάβαμε: Η ώρα της νίκης μιας ευρείας λαϊκής ενότητας ήταν κοντύτερα από ποτέ…

Άνοιξα τα μάτια. «Διάβολε, με πήρε πάλι ο ύπνος». Ήταν το πρωί της 26ης Μαΐου. Το ξυπνητήρι χτυπούσε σαν τρελό ώρα. «Πρέπει να πάω πίσω στο… Μια στιγμή… στη δουλειά πρέπει να πάω όχι στο εκλ… να πάρει, όνειρο ήτανε. Μπα σε καλό μου. Ίσως κάποια άλλη στιγμή, σε μια άλλη χώρα, με μιαν άλλη Αριστερά…».
Κάποιοι θα πουν ίσως πως όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα εφηβικό ανόητο όνειρο, μια φαντασίωση χωρίς σημασία, μια χιμαιρική απιθανότητα. Ίσως. Από την άλλη όμως, ποιος μπορούσε να φανταστεί πριν από τέσσερα χρόνια το αποτέλεσμα των τελευταίων ευρωεκλογών;

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Ο σπουδαίος Βρετανός χιουμορίστας συγγραφέας σουρεάλ science fiction μυθιστορημάτων Ντάγκλας Άνταμς πριν από δεκαετίες είχε γράψει: «Η ιστορία κάθε γαλαξιακού πολιτισμού τείνει να περνά από τρεις διαφορετικές και ευκρινείς φάσεις. Αυτές είναι η φάση της επιβίωσης, η φάση της έρευνας και η φάση της επιτήδευσης που είναι γνωστές ως φάσεις πώς, γιατί και πού. Για παράδειγμα, η πρώτη φάση χαρακτηρίζεται από την ερώτηση “Πώς μπορούμε να βρούμε φαγητό;”, η δεύτερη από την ερώτηση “Γιατί τρώμε;” και η τρίτη από την ερώτηση “Πού θα πάμε να φάμε;”». Κατ’ αναλογία μπορεί κανείς να πει πως στη διαδρομή κάθε συνείδησης, ατομικής ή συλλογικής, που θέλει να κάνει αριστερή πολιτική για το λαό και με το λαό, η αλληλουχία των ερωτημάτων μοιάζει να είναι η μετακίνηση από το ερώτημα «Πώς κάνουμε αριστερή πολιτική;» στο «Γιατί να κάνουμε αριστερή πολιτική;» και τελικά στο «Πού θα κάνουμε αριστερή πολιτική;». Θα πει και πάλι κάποιος πως αυτό είναι η «τελειωμένη» ματιά ενός τύπου που διαμόρφωσε τη συνείδησή του σε μια κοινωνία όπως εκείνη της Γηραιάς Αλβιώνας, όπου οι αλλεπάλληλες ήττες του λαϊκού κινήματος έχουν καταδικάσει και τους πιο ευφυείς ριζοσπάστες να μην μπορούν ούτε να φαντασιωθούν το ενδεχόμενο μια πραγματικής νίκης του λαού, περιοριζόμενοι σε μια τέτοια «επιτήδευση».

Δεν μπορεί όμως να ισχύουν και τα δυο: και το παραπάνω «όνειρο» να είναι εφηβική ανεφάρμοστη φαντασίωση και ο πραγματισμός να είναι «τελειωμένος συμβιβασμός». Ή το ένα ή το άλλο κάποια βάση θα πρέπει να έχουν… ακόμα κι αν λυγίζουν το ραβδί δείχνοντας έτσι μια κατεύθυνση… Επανάσταση ή Μεταρρύθμιση. Και τα επικοινωνιακά κατασκευάσματα χωρίς ουσιαστική κατεύθυνση, προγραμματικό λόγο και άνοιγμα στο λαό όσο δεν επιλέγουν θα κατατείνουν είτε στην απλή διαχείριση είτε στην αυτοαπομόνωση. Κι αυτό είναι χρήσιμο να το έχει υπόψη του οποιοσδήποτε, οπουδήποτε κι αν εντάσσεται ή δεν εντάσσεται στις μέρες μας. Γιατί, όπως λέει και μια κινέζική παροιμία, «όποιος δεν καταλαβαίνει το παρελθόν του είναι υποχρεωμένος να το ξαναζεί»…