Είναι χρήσιμο να έχουμε λίγη καθαρότητα στη σκέψη σχετικά με τις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης.  Υπάρχουν τέσσερα σενάρια όσο αφορά το αποτέλεσμα:

Ads

Το θεωρητικά «καλό» σενάριο.  Οι θεσμοί συμφωνούν σε μια αναδιάρθρωση του χρέους και η χώρα (ή μάλλον οι τράπεζες αυτής) μπαίνουν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).  Αυτό το σενάριο είναι θετικό για τον ΣΥΡΙΖΑ για πολιτικούς λόγους, μιας και παρέχει στήριξη στην αφήγηση της κυβέρνησης ότι τα πράγματα πάνε προς το καλύτερο. 

Από οικονομική σκοπιά είναι κενό για τους εξής λόγους: πρώτον γιατί τα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους ενώ θα είναι ενδεχομένως αρκετά για να καλύψουν τις πολιτικές αντιρρήσεις του ΔΝΤ, την ίδια στιγμή το πιο πιθανό είναι ότι θα είναι λίγα σχετικά με το τι πραγματικά χρειάζεται για να καταστεί το χρέος βιώσιμο (π.χ. παύση αποπληρωμών για κάποια χρόνια, σύνδεση της αποπληρωμής του με τους ρυθμούς ανάπτυξης, κλπ. Λίγο πολύ αυτά που ζητούσε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν τον Ιούλιο του 2015). 

Δεύτερον γιατί η ποσοτική χαλάρωση αφορά την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, όχι στην οικονομία.  Το αν θα περάσει η ρευστότητα από τις τράπεζες στην οικονομία (με τη μορφή αύξησης των δανείων) είναι στην ευχέρεια των τραπεζών, τις αποφάσεις των οποίων η κυβέρνηση δεν ελέγχει.  Εδώ υπάρχει μια μεγάλη σύγχυση όλων αυτών που πιστεύουν ότι η ποσοτική χαλάρωση είναι ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση: για να παράσχουν οι τράπεζες νέα δάνεια πρέπει πρώτα κάποιος να τα ζητήσει (είτε επιχειρήσεις, είτε νοικοκυριά). 

Ads

Για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχει κάποια στοιχειώδης οικονομική ανάπτυξη η οποία θα επιτρέψει σε κάποιον να αισθάνεται ότι αύριο θα είναι σε θέση να αποπληρώσει το δάνειο που παίρνει σήμερα.  Επίσης τα νέα δάνεια πρέπει να κατευθύνονται είτε για επενδύσεις, είτε για κατανάλωση και όχι για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων.  Η αιτιότητα μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και ρευστότητας είναι ακριβώς η αντίστροφη από αυτήν που ισχυρίζεται η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.  Τα ενδεχόμενα χαμηλότερα επιτόκια που μπορεί να προκύψουν ως απόρροια της ποσοτικής χαλάρωσης δεν αλλάζουν αυτό το συμπέρασμα.  Όπως δείχνει η συνύπαρξη χαμηλών επιτοκίων, ποσοτικής χαλάρωσης και σχεδόν μηδενικής ανάπτυξης στην υπόλοιπη Ευρώπη και στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, η πτώση των επιτοκίων δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε επέκταση του δανεισμού και της οικονομικής δραστηριότητας.

Το εναλλακτικό σενάριο είναι ότι οι θεσμοί τα βρίσκουν πολιτικά μεταξύ τους και αναβάλλουν (ίσως με όρους δημιουργικής ασάφειας) τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους για το απώτερο μέλλον.  Σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν τρείς πιθανές αντιδράσεις του ΣΥΡΙΖΑ:

Αποδοχή των νέων μέτρων λιτότητας χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους, ενδεχομένως με μια προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει μια πιο θετική εικόνα της πραγματικότητας.  Δεν ξέρω πόσο πιθανό ή απίθανο είναι ένα τέτοιο σενάριο, αλλά πάντως είναι το πιο λογικά συνεκτικό με τη γραμμή του μετά του Ιούλη του 2015 ΣΥΡΙΖΑ.  Εξηγώ παρακάτω γιατί.

Το δεύτερο σενάριο είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να άρει τα μέτρα που ψήφισε (στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα μιας κυβέρνησης), και να οδηγηθεί σε σύγκρουση με τους θεσμούς.  Όπως σωστά λέει ο Γ. Βαρουφάκης για να έχει αυτό το σενάριο νόημα οφείλει ο ΣΥΡΙΖΑ να φοβηθεί την έξοδο από το Ευρώ λιγότερο από τη σύναψη μιας νέας συμφωνίας λιτότητας που θα ωθεί τη χώρα σε μια ακόμα βαθύτερη ύφεση.  Αυτό δεν συνεπάγεται το Grexit ως επιλογή, αλλά την αποδοχή του ως έσχατη λύση.  Το πρόβλημα εδώ είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ούτε την πολιτική βούληση, ούτε το πολιτικό σχέδιο για να οδηγηθεί σε μια τέτοια σύγκρουση.  Ολόκληρη η πολιτική άμυνά του μετά τη συμφωνία του 2015 έχει στηθεί επάνω ακριβώς στην απόρριψη μιας τέτοιας σκέψης, συχνά με τη δαιμονοποίησή της ως «σχέδιο του Σόιμπλε».

Το τελευταίο σενάριο είναι να παραιτηθεί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές.  Μόνο που και σε αυτήν την περίπτωση, μια τέτοια κίνηση θα ήταν σε πλήρη αντίφαση με τη λογική του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ.  Γιατί σύμφωνα πάντα με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ η πτώση της «κυβέρνησης της Αριστεράς» δεν μπορεί να γίνει εθελοντικά από την ίδια την Αριστερά.

Σε σύνοψη, δύο είναι τα βασικά ενδεχόμενα.  Είτε να υπάρξει μια συμφωνία για το χρέος, χρήσιμη πολιτικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με περιορισμένη σημασία για την ελληνική οικονομία.  Είτε να μην υπάρξει τίποτα παρά μόνο μια θολή υπόσχεση για μελλοντική αναδιάρθρωση (όπως ακριβώς έχει γίνει και στο παρελθόν), με το ΣΥΡΙΖΑ να μένει στο ρόλο του ως συνεχιστής μιας λιτότητας χωρίς τέλος.

Στέφανος Ιωάννου, λέκτορας πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Κορκ, Ιρλανδία