Η είδηση προκάλεσε αίσθηση. Ο σκληροπυρηνικός Ιρανός κληρικός Αγιατολάχ Αχμάντ Τζανατί εξελέγη πρόεδρος της Συνέλευσης των Σοφών, ενός σώματος που επιλέγει τον θρησκευτικό ηγέτη της χώρας.

Ads

Η επιλογή του 89χρονου κληρικού, ο οποίος το 2003 είχε καλέσει τους Ιρακινούς να γίνουν βομβιστές αυτοκτονίας εναντίον της ξένης κατοχής και το 2009 είχε ζητήσει την εκτέλεση ακτιβιστών της ιρανικής αντιπολίτευσης, δείχνει ότι οι σκληροπυρηνικοί εξακολουθούν να κυριαρχούν στο Ιράν παρά την πρόσφατη πυρηνική συμφωνία με τις ξένες δυνάμεις.

Υπέρ του Τζανατί ψήφισαν τα 55 από τα 88 μέλη της Συνέλευσης. Και το γεγονός αυτό σημαίνει ότι ο επόμενος θρησκευτικός ηγέτης της χώρας θα είναι κατά πάσα πιθανότητα εξίσου σκληροπυρηνικός και αντιαμερικανός με τους δύο προηγούμενους.

Μετά τα αποτελέσματα των ιρανικών εκλογών του περασμένου χειμώνα, πολλοί είχαν μιλήσει για θρίαμβο των μετριοπαθών και, κατά συνέπεια, για νίκη της πολιτικής του Λευκού Οίκου.

Ads

Κάποιοι άλλοι, όμως, είχαν επισημάνει την εκστρατεία των Φρουρών της Επανάστασης εναντίον οποιουδήποτε ξέφευγε λίγο από τη γραμμή του ανώτατου ηγέτη της χώρας Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ. Οι υποψήφιοι που ζητούσαν την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων αποκλείστηκαν από τις εκλογές.

Το ίδιο συνέβη ακόμη και με μέλη της Συνέλευσης των Σοφών. Αποκλείστηκε ως και ο εγγονός του πρώτου θρησκευτικού ηγέτη της χώρας, του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Φαίνεται λοιπόν πως οι σκληροπυρηνικές αξίες είναι βαθιά ριζωμένες στο ιρανικό καθεστώς και την ιρανική εξωτερική πολιτική.

Το Ιράν είναι ένα πολυεθνικό κράτος, όπως ήταν η Σοβιετική Ενωση ή η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Κούρδοι, Αζέροι, Άραβες, Βαλούχοι και πολλοί άλλοι μοιράζονται το έδαφος της Ισλαμικής Δημοκρατίας με τους Πέρσες, που αποτελούν μόνο το 60% του συνολικού πληθυσμού.

Οι εθνότητες αυτές δεν ήταν πάντα ικανοποιημένες με την περσική κυριαρχία. Οι Κούρδοι έχουν εξεγερθεί εναντίον του Ιράν, όπως έχουν εξεγερθεί και κατά της Τουρκίας, της Συρίας και του Ιράκ. Οι Αζέροι και οι Κούρδοι ίδρυσαν ανεξάρτητα κράτη υπό σοβιετική εποπτεία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μόνο η ισχυρή πίεση των ΗΠΑ και της Βρετανίας ανάγκασε τους Σοβιετικούς να αποχωρήσουν και επέτρεψε στην Τεχεράνη να ανακτήσει τον έλεγχο.

Η Ισλαμική Δημοκρατία χρειάζεται έναν ιδεολογικό δεσμό που να κρατά τη χώρα ενωμένη. Η σιιτική ταυτότητα παίζει αυτόν τον ρόλο. Με αυτό το όπλο, η κυβέρνηση της Τεχεράνης μπορεί να απευθύνεται σε ένα μεγαλύτερο κοινό από αυτό που θα ανταποκρινόταν μόνο στην επίκληση του περσικού εθνικισμού. Αν η Τεχεράνη θυσίαζε την έμφαση στον σιιτισμό, θα είχε να αντιμετωπίσει τις ίδιες φυγόκεντρες δυνάμεις που τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησαν σε διάλυση άλλα πολυεθνικά κράτη, από τη Σοβιετική Ένωση μέχρι την Γιουγκοσλαβία, την Συρία και το Ιράκ.

Μία μετριοπαθής ιρανική ηγεσία θα κινδύνευε έτσι να έχει την τύχη του καθεστώτος του Γκορμπατσόφ: Όταν ο τελευταίος ήλθε σε ρήξη με την κομμουνιστική ιδεολογία, η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε στα χέρια του. Όσο όμως η ενότητα του Ιράν συνδέεται με τη σκληροπυρηνική σιιτική πολιτική, τόσο φουντώνει το μίσος για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Το Ιράν θέλει να γίνει μια μεγάλη δύναμη που θα κυριαρχεί στη Μέση Ανατολή. Θέλει όμως και να νομιμοποιήσει την ηγεμονική παρουσία του σε ένα κομμάτι του κόσμου που κυριαρχείται από Άραβες και Σουνίτες. Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται την οργή εναντίον του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της σιωνιστικής επιθετικότητας. Αν το Ιράν απαλλάξει την εξωτερική του πολιτική από τον αντιαμερικανισμό και τον αντισιωνισμό, δεν θα μπορεί πια να διεκδικεί τις καρδιές και τα μυαλά στη σύγχρονη Μέση Ανατολή.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι το Ιράν δεν μπορεί να αλλάξει ή ότι μια σύγκρουση μεταξύ του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών είναι αναπόφευκτη. Η αλλαγή όμως θα είναι σταδιακή. Οι αισιόδοξοι επικαλούνται το σοβιετικό παράδειγμα για να υποστηρίξουν ότι η στρατηγική της ανάσχεσης είναι αποτελεσματική και ότι ο ιδεολογικός ενθουσιασμός δεν κρατά για πάντα. Υποτιμούν όμως τα κίνητρα που έχουν οι σκληροπυρηνικοί για να συνεχίσουν να κρατούν τα ηνία της χώρας.

Ο Πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ δεν είναι κανένας φανατικός κομμουνιστής, ούτε όμως είναι διατεθειμένος να πετάξει στα σκουπίδια την ιδεολογία και την πολιτική οργάνωση που κρατούν τον ίδιο και τους συμμάχους του στην εξουσία. Αν και υπάρχουν ελάχιστοι στη χώρα που πιστεύουν στον κομμουνισμό, το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ισχυρότερο απ’ ό,τι το 1990. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν στην εξουσία πολύ αφού έχουν πάψει να πιστεύουν στα ιδανικά.

Οποιαδήποτε «μετριοπάθεια» της ιρανικής ελίτ είναι, έτσι, πιθανότερο να εκδηλωθεί με τη μορφή ενός αυξανόμενου κυνισμού για την κυρίαρχη ιδεολογία παρά με τη μορφή μιας προσέγγισης με τις δυτικές αξίες που θα υπονόμευε και θα απειλούσε την ύπαρξη του ιρανικού κράτους.

(ΠΗΓΗ: The American Interest)

* Ο Αμερικανός Γουόλτερ Ράσελ Μιντ είναι καθηγητής Εξωτερικών Υποθέσεων και Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Bard College. Από το 1997 ως το 2010 συμμετείχε στο Council on Foreign Relations και δίδαξε στο πρόγραμμα σπουδών για θέματα Διεθνούς Ασφάλειας στο Γέιλ, από το 2008 ως το 2011. Το βιβλίο του, «Special Providence: American Foreign Policy and How It Changed the World» (Alfred A. Knopf, 2004) χαιρετίστηκε ομόφωνα ως μία σημαντική μελέτη που θα αλλάξει τον τρόπο που οι Αμερικανοί – αλλά και οι άλλοι – σκέπτονται για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, «God and Gold: Britain, America and the Making of the Modern World» (Alfred A. Knopf, 2007) είναι μία μελέτη της σύγκρουσης των αγγλόφωνων δυνάμεων με τους αντιπάλους τους, επί τέσσερις αιώνες. Είναι τακτικός αρθρογράφος του περιοδικού The American Interest