Η πρώτη δόση του πρώτου μνημονίου δόθηκε στην Ελλάδα για να εξοφληθεί 10ετές ομόλογο που εκδόθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη επί “Τσάρου” Γιάννου Παπαντωνίου, για να χρηματοδοτηθούν τα ολυμπιακά έργα: δεν υπάρχει κάτι που να δείχνει πιο γλαφυρά πόσο συνδέεται η σημερινή μας χρεωκοπία με το πελώριο σκάνδαλο που λέγεται “Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας”.

Ads

 
Αυτό το καλοκαίρι, όπου συμπληρώνονται 10 χρόνια από τη διεξαγωγή τους, οι αγώνες επανέρχονται στην επικαιρότητα, καθώς αποκαλύπτεται πως οι κάποτε φανταχτεροί χώροι που τους φιλοξένησαν αποδείχθηκαν χάρτινοι πύργοι.
 
Δεν είναι μόνο η αποκάλυψη από τον πρόεδρο του ΟΑΚΚΑ για την άδεια πέργκολας του στεγάστρου Καλατράβα. Ούτε η παραγγελία της τότε προέδρου της οργανωτικής επιτροπής τους για τη διενέργεια “ανεξάρτητης” έρευνας για τον οικονομικό αντίκτυπο των Αγώνων, μια κίνηση που, ενώ υποτίθεται πως έρχεται να καλύψει το κενό του δημόσιου απολογισμού που δεν έγινε, είναι προφανές πως στην πραγματικότητα στοχεύει να διασφαλίσει πως αυτός ο απολογισμός δεν θα γίνει ποτέ. Είναι κυρίως η ωμή παραδοχή της παταγώδους αποτυχίας της ευαγγελιζόμενης “μετα-ολυμπιακής ανάπτυξης” με την ανακοίνωση από το ΤΑΙΠΕΔ ότι τρία ολυμπιακά ακίνητα, το κωπηλατοδρόμιο στο Σχοινιά, το ιππικό κέντρο στο Μαρκόπουλο και το κλειστό γυμναστήριο στο Γαλάτσι, η κατασκευή και συντήρηση των οποίων στοίχισε στο ελληνικό δημόσιο ως σήμερα 195,4 εκατομμύρια ευρώ, βγαίνουν στο σφυρί στο 1/8 του κόστους αυτού.
 
 
Το κωπηλατοδρόμιο στο Σχοινιά υπήρξε ο τελευταίος σημαντικός παράκτιος οικότοπος της Αττικής και το σημείο, όπου έλαβε χώρα η ιστορική μάχη του Μαραθώνα. Επρόκειτο για ένα έλος που, αν και είχε υποστεί μεγάλη περιβαλλοντική υποβάθμιση, διατηρούσε τη μορφολογία που επέτρεψε στους Αθηναίους και τους συμμάχους τους να απωθήσουν τους Πέρσες το 490 π.χ., αποτελώντας, μαζί με το “Μαραθώνειον άλσος”, το φυσικό μνημείο εκείνης της μάχης και ταυτόχρονα μοναδικό καταφύγιο άγριας ζωής.
 
Το ιππικό κέντρο στο Μαρκόπουλο χτίστηκε εντός της λεκάνης απορροής των ρεμάτων Αγ. Γεωργίου και Μαλέξη, χωρίς προηγούμενη διευθέτηση των ρεμάτων και χωρίς να κατασκευαστεί ποτέ η εγκατάσταση επεξεργασίας των λυμάτων του. Παρόλα αυτά, η κατασκευή του, που μπάζωσε τμήματα του ρέματος, με αποτέλεσμα πλημμυρικά φαινόμενα στην περιοχή, κόστισε στο δημόσιο 35 εκατομμύρια ευρώ και η συντήρησή του, χωρίς ανανέωση των αδειών λειτουργίας του ή νόμιμη διάθεση των λυμάτων του, 11,3 εκατομμύρια.
 
Το κλειστό γυμναστήριο στο Γαλάτσι απλώνεται σε μια έκταση 36 στρεμμάτων, έχοντας καταλάβει τμήμα της αναδασωτέας έκτασης του άλσους Βεΐκου και του διατηρητέου περιβάλλοντος χώρου του βυζαντινού μνημείου της Ομορφοκκλησιάς, η δε στέγη του ήταν επίσης, όπως η πέργκολα Καλατράβα, αυθαίρετη, καθώς δεν κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις προδιαγραφές της μελέτης της, ενώ ήδη ναυάγησε ένα πρώτο σχέδιο για την “αξιοποίησή” του με εμπορικές χρήσεις.
 
Και στις τρεις περιπτώσεις δόθηκε η ευκαιρία στη Δικαιοσύνη να ακυρώσει εγκαίρως την κατασκευή τους, μετά από προσφυγές κατοίκων και οικολογικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων. Οι αιτήσεις ακυρώσεως, όμως, απορρίφθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως στη συντριπτική πλειοψηφία των ολυμπιακών έργων, όπου οι δικαστικές προσφυγές δεν ευόδωσαν άλλοτε με τυπικά προσχήματα κι άλλοτε με ευθεία στάθμιση της υποχρέωσης για την προστασία της φυσικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς με το “ύψιστο” εθνικό συμφέρον της εντός-του-χρονοδιαγράμματος διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, με ανατροπή προηγούμενης νομολογίας του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο για το λόγο αυτό κατηγορήθηκε από νομικούς ότι λειτούργησε πολιτικά. Ανάμεσά τους και ο επίτιμος αντιπρόεδρος του ΣτΕ και πρώην πρόεδρος του πέμπτου τμήματός του, Μιχαήλ Δεκλερής, που επεσήμανε πως “όλα τα ολυμπιακά έργα είναι παράνομα”.
 
Παράλληλα, πρόσφατα είχαμε την οριστική λήξη της δικαστικής περιπέτειας του μεγαλύτερου αυθαίρετου της Ευρώπης -χαρακτηρισμένου συγχρόνως ως “ολυμπιακού έργου”-, του “The mall-Athens”, χάρη (και) σε φωτογραφική διάταξη νόμου που φέρει υπογραφή Καλαφάτη, ενώ, αρκετά χρόνια μετά την σκανδαλώδη επιλογή της τοποθεσίας του ολυμπιακού χωριού στους Θρακομακεδόνες και την σκανδαλώδη απόρριψη της σχετικής προσφυγής 29 πολιτών (με το σκεπτικό ότι μία εκ των προσφευγόντων, βουλευτής Β΄ Πειραιώς τότε, δεν είχε αποδείξει εμπροθέσμως ότι είναι κάτοικος του Λεκανοπεδίου), ήρθε και η αθώωση για την υπόθεση του Βατοπεδίου. Στα “φιλέτα” της περίφημης ανταλλαγής με τη λίμνη Βιστωνίδα είχε περιληφθεί και ολυμπιακό ακίνητο, αφού πρώτα δαπανήθηκαν τεράστια ποσά, για να μετατραπεί, ώστε να στεγάσει δημόσιες υπηρεσίες.
 
Ακόμα, όμως, και σε περιπτώσεις, όπως το “ολυμπιακό χωριό τύπου” στο Μαρούσι, ή το γήπεδο Μπάντμιγκτον, όπου το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε τις σχετικές άδειες, οι αποφάσεις του είτε αγνοήθηκαν από την κυβέρνηση και τη βουλή, είτε ήρθαν αργά. Ήταν προφανές και ξεκάθαρο προς όλες τις κατευθύνσεις πως τα “ολυμπιακά έργα” έπρεπε να γίνουν με κάθε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, περιβαλλοντικό και δημοκρατικό κόστος στα σημεία και με τον δαπανηρό τρόπο που είχε προαποφασιστεί με μυστικότητα από γνωστά-άγνωστα κέντρα λήψης αποφάσεων. Γνώμονας ποτέ δεν υπήρξε το πραγματικό δημόσιο συμφέρον, όπως η χρήση φθηνών λυόμενων κατασκευών, ή η ορθολογική και βιώσιμη χωροθέτησή τους σε εναλλακτικές περιοχές που προτάθηκαν από την κοινωνία των πολιτών. Οι αποφάσεις πάρθηκαν, ως συνήθως, στα λόμπι από τα λόμπι και για τα λόμπι, καταστρέφοντας κάθε ελεύθερο χώρο στο λεκανοπέδιο, απομονώνοντας τους πολίτες από το θαλάσσιο μέτωπο και λεηλατώντας τη φυσική και πολιτιστική κληρονομιά. Την ίδια ώρα, όσοι διαμαρτύρονταν, αντιμετωπίζονταν ως γραφικοί ή εχθροί του έθνους, ενώ οι τρεις εξουσίες, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, υπερέβαιναν τα όρια, για να υπηρετήσουν τη μεγάλη “ολυμπιακή” ιδέα.
 
Δέκα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και ενώ τα κουφάρια των ολυμπιακών φαραωνικών έργων φιγουράρουν σε όλα τα διεθνή ειδησεογραφικά μέσα, ακόμα δεν έχει γίνει ολοκληρωμένη οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική τους αποτίμηση. Σε μία πιο εύρυθμη δημοκρατία θα πρέπει όχι μόνο να αποδοθούν οι ευθύνες, έστω οι πολιτικές (εφόσον αρκετές θα είναι τυπικά παραγεγραμμένες, λόγω της συνταγματικής ασυλίας των υπουργών), αλλά και να εξεταστεί το επαχθές του χρέους που δημιουργήθηκε για τη διεξαγωγή τους.
 
Δέκα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το “ύψιστο” εθνικό συμφέρον έχει αντικατασταθεί και τη θέση του ολυμπιακού μεγαλοϊδεατισμού την πήρε η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους. Γι αυτή την υποτιθέμενη εξυπηρέτηση έχει αλλάξει ριζικά η προτεραιότητα του κράτους στη διανομή των κρατικών εσόδων και στην απεμπόληση βασικών κρατικών λειτουργιών, ενώ η νομοθετική εξουσία ασκείται με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, η βουλή, όταν νομοθετεί, νομοθετεί φωτογραφικά, και η δικαστική εξουσία σταθμίζει ως κατώτερα το περιβάλλον και ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ενώ εμφανίζονται ως επείγοντες μονόδρομοι το ξεκοίλιασμα των βουνών της βόρειας Ελλάδας για το χρυσό και το ξεπούλημα δασών, ελεύθερων χώρων, αρχαιοτήτων και ακτών, μέσα από τις αδιαφανείς διαδικασίες του ΤΑΙΠΕΔ, ενίοτε στους ίδιους που κατασκεύασαν και τα περίφημα ολυμπιακά έργα.
 
Και τώρα, όπως τότε, είναι προφανές ότι ακολουθείται μια συνταγή της καταστροφής και οι δυσμενείς επιπτώσεις θα είναι πολύ περισσότερες από τα οφέλη. Ωστόσο, τα σχέδια επιβάλλονται με τη δικαιολογία ότι είναι μονόδρομοι, γιατί εξυπηρετούν την οικονομική ελίτ που ελέγχει τη μαζική ενημέρωση.
 
Και τώρα, όπως τότε, κάποιοι διαμαρτύρονται και αντιδρούν. Και τώρα, όπως τότε, δεν είναι γραφικοί, αντίθετοι με την “ανάπτυξη” ή εσωτερικοί εχθροί. Μόνο που τώρα, αυτοί που αντιδρούν είναι-είμαστε πολλοί περισσότεροι. Γιατί τώρα, που γίναμε πιο φτωχοί, εκτιμούμε βαθύτερα τα συλλογικά αγαθά, τον ελεύθερο χώρο, τον αέρα, τη γη και το νερό μας. Και σε κάθε αιγιαλό, δάσος ή μνημείο που πάει να ξεπουληθεί βλέπουμε ένα κομμάτι που αφαιρείται χωρίς αντίκρυσμα από το μέλλον του τόπου μας. Και τώρα, πια, ξέρουμε: όποιος μας “πουλάει” πατρίδα, την έχει ήδη ξεπουλήσει.