Και τα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι σαν τον Μπογδάνο ξεχώριζαν. Κάθε μέρα εμφανίζονταν στο καφενείο του χωριού, ανέβαιναν πάνω σε μια καρέκλα και ξεφούρνιζαν με στόμφο τις σαλεμένες ασυναρτησίες τους. Οι θαμώνες γελούσαν και τους πείραζαν, αλλά πάντα με μέτρο και φροντίδα, στο τέλος τους κέρναγαν και ένα ούζο που το έπιναν μονορούφι.

Ads

Ο μεγαλύτερος φόβος τους όμως ήταν τα παιδιά, ετούτα δεν τους άφηναν σε ησυχία, τους πετούσαν πέτρες, τους κρέμαγαν κουδούνια και τους υπέβαλλαν σε ό,τι αυτοσχέδιο κάζο μπορούσε να συλλάβει το ανώριμο μυαλό τους. Μέχρι να τα πάρει είδηση καμιά γυναίκα και να τους βάλει τις φωνές, τότε ούρλιαζαν όλα μαζί ένα μεγάλο «ουυυυυυ» στο άτυχο θύμα τους και έφευγαν τρέχοντας για το επόμενο παιχνίδι τους.

Αυτή λίγο πολύ ήταν η καθημερινότητά των Μπογδάνων μιας όχι και τόσο παλιότερης εποχής. Κάθε χωριό είχε τουλάχιστον έναν από δαύτους. Μέρος της κοινότητας, σίγουρα, αλλά και δακτυλοδεικτούμενοι, κωμικές και θλιβερές υπάρξεις ταυτόχρονα. Οι μαμάδες τους έδειχναν στα παιδιά τους κάθε φορά που έκαναν κάποια σκανταλιά και τα φοβέριζαν ότι θα καταλήξουν σαν και αυτούς. Δεν άλλαξαν και πολλά από τότε, απλώς ήρθε η τηλεόραση και από ανίδεοι παλιάτσοι ενός και μόνο χωριού, οι Μπογδάνοι έγιναν οι πρόθυμοι καραγκιόζηδες μιας ολόκληρης χώρας.

Από το facebook του Δημήτρη Τσίρκα