Ζούμε στην εποχή της χαμηλής δημοτικότητας. Ο κοινός παρονομαστής των κυβερνήσεων των χωρών μας είναι πράγματι το χαμηλό επίπεδο δημοτικότητας που απολαμβάνουν οι κυβερνώντες.

Ads

Του Ζαν-Μαρί Κολομπανί από την εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής»

Ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, παρ΄ ότι έχαιρε, όταν ορκίστηκε, της σαρωτικής αποδοχής των Αμερικανών, πλέον υποστηρίζεται μόλις από το 45% των συμπατριωτών του, δεν αποτελεί πια την επιλογή της πλειοψηφίας των Αφροαμερικανών και τα ποσοστά δημοτικότητάς του είναι ακόμη μικρότερα στους κόλπους της κοινότητας των ισπανόφωνων.

Στην Ευρώπη, αν η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ ερχόταν σήμερα αντιμέτωπη με εκλογές θα σημείωνε το χαμηλότερο ποσοστό ψήφων στην ιστορία της πολιτικής της οικογένειας για τα τελευταία 30 χρόνια.

Ads

Το ίδιο συμβαίνει και με τον ισπανό πρωθυπουργό Χοσέ Λουίς Ροντρίγκες Θαπατέρο, παρά το γεγονός ότι επανεξελέγη πριν από λιγότερο από δύο χρόνια. Οσο για τον γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί, έχει φθάσει σε επίπεδα αντιδημοτικότητας στα οποία ελάχιστοι από τους προκατόχους του έχουν πέσει, σε αυτό το στάδιο της θητείας του, ενώ δεν συγκεντρώνει την πλειοψηφία σε καμία ηλικιακή ομάδα του γαλλικού πληθυσμού, ούτε καν σε εκείνη των ηλικιωμένων.

Ακόμη και ο «απρόσβλητος», τέλος, ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπελουσκόνι , εκείνος που έμοιαζε πάντοτε να αποσοβεί τα πλήγματα από τα σκάνδαλα που προκύπτουν για αυτόν σχεδόν καθημερινά, σημειώνει σημαντική πτώση και υποστηρίζεται πλέον από τη μειοψηφία των συμπατριωτών του.

Το κοινό στοιχείο όλων αυτών των ηγετών ήταν φυσικά η διαχείριση της κρίσης. Η κρίση απέχει πολύ από το να έχει λήξει και συνοδεύεται κυρίως από τεράστια αύξηση των ποσοστών ανεργίας, του κυριότερου παράγοντα άγχους και ανησυχίας, ως επί το πλείστον για τις μεσαίες τάξεις. Το κοινό πρόγραμμα όλων αυτών των ηγετών ήταν η μεταρρύθμιση.

Ηθελαν, και οι περισσότεροι από αυτούς εξακολουθούν να θέλουν, να ενσαρκώσουν το κόμμα της μεταρρύθμισης, ακόμη και αν αυτή βρίσκεται να είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τα όσα επιτάσσει η διαχείριση της κρίσης. Ακόμη και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες διανύουν μια προβληματική ανάκαμψη, μπορούμε κάλλιστα να δούμε τη λειτουργία μηχανισμών επαναφοράς σε θεμελιώδεις ισορροπίες, οι οποίες στο περισσότερες χώρες θα είναι συνώνυμες της φορολογικής επιβάρυνσης των πολιτών, ήτοι της αποδυνάμωσης της αγοραστικής τους δύναμης.

Η συλλογική ευημερία, την οποία θα επιφέρει η μείωση των ελλειμμάτων, αντηχεί κυρίως ως μια υπόσχεση επιπλέον προσωπικής δυστυχίας που απευθύνεται για άλλη μία φορά στους μικρομεσαίους μισθωτούς και στα ευαίσθητα κοινωνικά στρώματα. Οι λόγοι για τα επίπεδα ρεκόρ αντιδημοτικότητας δεν λείπουν.

Παρ΄ όλα αυτά δεν έχουν όλοι αυτοί οι ηγέτες τις ίδιες πιθανότητες να συνεχίσουν να κυβερνούν. Λιγότερη δυσκολία από όλους φαίνεται να αντιμετωπίζει ο Μπαράκ Ομπάμα. Ο αμερικανός πρόεδρος μπορεί κάλλιστα να υπερηφανεύεται ότι κέρδισε την έγκριση του Κογκρέσου για τη μεγαλύτερη κοινωνική μεταρρύθμιση που έχει γίνει ποτέ στις ΗΠΑ τα τελευταία 50 χρόνια, καθώς δημιούργησε κρατικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για περισσότερα από 40 εκατομμύρια Αμερικανούς οι οποίοι παρέμεναν ανασφάλιστοι. Και όμως σήμερα παρεμποδίζεται από δύο μέτωπα.

Το πρώτο αφορά τη φύση των αμερικανικών θεσμών που δίνουν στο Κογκρέσο ίση αν όχι μεγαλύτερη δύναμη από τη δική του, και το δεύτερο αφορά τις ενδιάμεσες εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου, καθώς οι κυβερνώντες Δημοκρατικοί παραλύουν στην προοπτική να χάσουν την πλειοψηφία στη Γερουσία, όπως και στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Συνεπώς είναι δύσκολο για τον πρόεδρο Ομπάμα να συνεχίσει το έργο του. Σε διπλή τροχοπέδη έχει πέσει και η Ανγκελα Μέρκελ, η οποία είναι πλέον αναγκασμένη να εξασφαλίζει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης, μιας και δεν έχει πια την πλειοψηφία στην Κάτω Βουλή, τη στιγμή που ο κυβερνητικός συνασπισμός όχι μόνο χαίρει ελάχιστης δημοτικότητας, αλλά πλήττεται και από εσωτερικές διαμάχες για καίρια ζητήματα όπως η δημοσιονομική πολιτική.

Στην ίδια κατηγορία υπάγεται και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μιας και το κόμμα του δεν απολαμβάνει πλέον την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών μετά την απόσχιση του πρώην συμμάχου του Τζιανφράνκο Φίνι. Οσο για τον Θαπατέρο, εκείνος διατηρεί το πλεονέκτημα να έχει απέναντί του μια αναξιόπιστη αντιπολίτευση, παραδόξως εξίσου αντιπαθή με την κυβέρνηση. Από την άλλη, ο Νικολά Σαρκοζί παραμένει προστατευμένος από την πλειοψηφία του κόμματός του στη Βουλή.

Ομοίως, δεν έχουν όλοι αυτοί οι ηγέτες τις ίδιες πιθανότητες να ανακάμψουν. Ο πρόεδρος Ομπάμα δεν είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής, είναι όμως περισσότερο αγαπητός από προκατόχους του που επανεξελέγησαν. Η Ανγκελα Μέρκελ μπορεί να επωφεληθεί από την πλήρη απουσία σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας απέναντί της.

Αντιθέτως στην Ιταλία όλα δείχνουν ότι οδεύουμε προς τη λήξη μιας εποχής «μπερλουσκονισμού», που μπορεί να κρατήσει ακόμη δύο χρόνια, αλλά έχει προδιαγεγραμμένο τέλος. Ο Θαπατέρο πιθανότατα δεν θα ξανακατέβει ως υποψήφιος για την πρωθυπουργία, ενώ ο Νικολά Σαρκοζί, αν και σε μειονεκτική θέση, έχει το περιθώριο να γυρίσει την πλάστιγγα προς το μέρος του.

Με εξαίρεση της Γερμανία, τα δείγματα λαϊκισμού από πλευράς των ηγετών που επιθυμούν να ανεβάσουν τις «μετοχές» τους πληθαίνουν. Λίγο- πολύ παντού πλέουμε σε επικίνδυνα ύδατα…

* Ο Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι δημοσιογράφος και πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde».