Η προσπάθεια στραγγαλισμού της νέας Ελληνικής κυβέρνησης επιχειρείται για καθαρά πολιτικούς λόγους και προφανώς όχι λόγω αδυναμίας να βρεθεί μια λύση αμοιβαία συμφέρουσα σε οικονομικό επίπεδο. Αυτό που βιώνουμε το τελευταίο διάστημα είναι η απόπειρα ενός πραξικοπήματος με χρηματοπιστωτικό όπλο, παραβιάζοντας κάθε έννοια δημοκρατίας και συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την αντιμετώπιση αυτής της επίθεσης, η κυβέρνηση δικαιούται να χρησιμοποιήσει την προσφυγή στις κάλπες, είτε μέσω δημοψηφίσματος είτε μέσω εκλογών.

Ads

Το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος ή εκλογών, με δεδομένες τις ευνοϊκές μετρήσεις,  πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το κατά πόσον εξυπηρετείται το σύνολο των εθνικών και κυβερνητικών στόχων.
Δηλαδή:

  • Την  ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης της χώρας απέναντι στους δανειστές.
  • Την νομιμοποίηση των κυβερνητικών επιλογών απέναντι στην ελληνική κοινωνία.
  • Την ενίσχυση της εσωκομματικής συνοχής του ΣΥΡΙΖΑ και τη θέση του Προέδρου της.
  • Την αποδυνάμωση του εγχώριου νεοφιλελεύθερου μπλοκ (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ κλπ.)
  • Την ενίσχυση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και  τη διασφάλιση της τετραετίας  με τις βέλτιστες συνθήκες.

Στην προοπτική αυτή, πρέπει να αξιολογηθεί συγκριτικά η ωφελιμότητα μεταξύ δημοψηφίσματος και βουλευτικών εκλογών. Όσο αφορά το δημοψήφισμα, θετικό αποτέλεσμα θα είναι η όποια κυβερνητική πρόταση να λάβει υψηλό ποσοστό, της τάξης τουλάχιστον του 60 με 70%. Και ταυτόχρονα η ερώτηση να είναι τέτοια ώστε να διαχωρίζει κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Διότι μια ερώτηση στην οποία θα απαντούσε θετικά η μεγάλη πλειοψηφία, μέσα στην οποία και η αντιπολίτευση, θα είχε πρόσκαιρο και αδύναμο αποτέλεσμα, κάπως σαν μια «τρύπα στο νερό».

Και βέβαια καθοριστικό είναι αν το δημοψήφισμα θα γίνει πριν ή μετά μια συμφωνία και ποια ερώτηση θα τεθεί. Ένα δημοψήφισμα μετά μια συμφωνία, αν αυτή είναι εντός των κόκκινων γραμμών, γίνεται δυσνόητο διότι απλά θα είναι μια επικύρωση της πολιτικής που έχει ήδη επιλέξει ο Ελληνικός λαός στις πρόσφατες εκλογές. Αν η συμφωνία είναι εκτός κόκκινων γραμμών και το δημοψήφισμα γίνεται για να νομιμοποιηθεί μια τέτοια συμφωνία, τότε θα πρόκειται για την νομιμοποίηση μιας στροφής της Κυβέρνησης. Αυτό φυσικά θα ενισχύει τη θέση των δανειστών και της αντιπολίτευσης. Το άλλο ενδεχόμενο είναι ένα δημοψήφισμα εν όψει μιας συμφωνίας. Με ποια ερώτηση και με ποια στόχευση όμως; Η εντολή του ελληνικού λαού έχει ήδη δοθεί. Άρα μιλάμε για την προοπτική μιας στροφής. Με ποια ερώτηση; Προς ποια κατεύθυνση, ρήξη ή υποχώρηση; Με ποια πρόβλεψη αποτελέσματος; Θέτοντας και μόνο αυτές τις ερωτήσεις, γίνεται αντιληπτό ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι εντελώς άτοπο.

Ads

Ενώ το δημοψήφισμα σκοντάφτει σε  τόσο αβέβαιες παραμέτρους για να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί τους προαναφερόμενους 5 στόχους, οι εκλογές έχουν έναν σαφώς προωθητικό χαρακτήρα για το σύνολο των κυβερνητικών επιδιώξεων. Ενισχύουν την κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει καλύτερο ποσοστό από τον Ιανουάριο, ιδανικά όσο γίνεται πιο πάνω από το ψυχολογικό όριο του 40%. Αν αυτό δεν προκύπτει από τις μετρήσεις, θα είναι ο μόνος αντικειμενικός λόγος για να μην προχωρήσει η Κυβέρνηση σε εκλογές. Πράγματι, ένα αποτέλεσμα με 40% εξυπηρετεί ΟΛΟΥΣ τους προαναφερόμενους στόχους και είναι αυτονόητο πως δίνει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες από το 36% του Ιανουαρίου.

Ειδικά όταν ένα νέο υψηλότερο ποσοστό προκύψει ως επιβεβαίωση της γραμμής που ακολουθήθηκε από τον Ιανουάριο μέχρι σήμερα και υποστηρίζει τις κυβερνητικές προτάσεις, όπως έχουν διατυπωθεί σήμερα. Θα δίνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους δανειστές ότι η αδιαλλαξία τους και η ιδεοληπτική εφαρμογή μιας αποδεδειγμένα αδιέξοδης συνταγής, δεν εξυπηρετεί τους στόχους τους, αλλά ενδυναμώνει το ΣΥΡΙΖΑ και την εναλλακτική του πρόταση.

Εξίσου σημαντική είναι και η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Σήμερα οι ΑΝΕΛ λειτουργούν ως πιστοί σύμμαχοι. Είναι προφανές όμως πως αυτό δεν είναι υποχρεωτικά εξασφαλισμένο για την τετραετία. Σήμερα ενώνει την κυβερνητική συμμαχία η «αντιμνημονιακή» γραμμή, ενώ άλλα, ίσως περισσότερα, χωρίζουν την κυβερνητική πλειοψηφία. Σήμερα, το θέμα της διαπραγμάτευσης καταλαμβάνει σχεδόν όλο το πολιτικό πεδίο. Προφανώς δεν θα είναι το ίδιο σε 1 ή 2 χρόνια. Και η φυσιολογική πορεία των ΑΝΕΛ είναι, κάποια στιγμή, να συμπλεύσουν με την υπόλοιπη συντηρητική παράταξη, όταν μετά από ανακατατάξεις στο χώρο αυτό, θα προκύψει μια νέα ηγεσία.  Και μάλλον δεν είναι το πολιτικό όραμα των ΑΝΕΛ να παίξουν σε βάθος χρόνου το ρόλο της επικουρικής δύναμης μιας αριστερής κυβέρνησης. Με απλά λόγια, είναι πολύ επισφαλές να εξαρτάται η βιωσιμότητα της κυβερνητικής πλειοψηφίας από έναν τόσο πολιτικά μακρινό σύμμαχο, ή να έχει ως εναλλακτική λύση κάποια στήριξη από ΠΟΤΑΜΙ ή βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. Είναι απολύτως λογικό, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει στην κοινωνία τη δύναμη που έχει σήμερα, να επιδιώκει συμμαχίες μεν, αλλά ταυτόχρονα να εξασφαλίσει τον κυρίαρχο ρόλο που του αναλογεί βάσει των σημερινών δεδομένων. Μπορεί να επιτευχθεί αυτό με 149 βουλευτές;

Στρατηγικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι, και πρέπει να είναι, η Αριστερά να εξασφαλίσει τη σταθερή διακυβέρνηση της χώρας, τουλάχιστον για την τετραετία. Μόνο οι εκλογές μπορούν να εξασφαλίσουν αυτόν το στρατηγικό στόχο.

Και αν θέσουμε το ερώτημα από την άλλη πλευρά, δηλαδή «υπάρχει κάποιο μειονέκτημα στις εκλογές;» (πάντα με την προϋπόθεση των ευνοϊκών μετρήσεων), η απάντηση είναι: κανένα! Παρά τα κλασσικά επιχειρήματα της αντιπολίτευσης ότι η πλειοψηφία δεν θέλει εκλογές ή ότι θα πάει πίσω η οικονομία. Ας σημειώσουμε ότι, αυτά ήταν και τα επιχειρήματα για τις εκλογές του Ιανουαρίου. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά θα περάσουν σε δεύτερη μοίρα μόλις ξεκινήσει η εκλογική αναμέτρηση, εφόσον βέβαια υπάρχει εξασφάλιση της ρευστότητας για το κρίσιμο διάστημα των 3 εβδομάδων. Είναι εφικτό αυτό; Προφανώς πρέπει να ζυγιστεί προσεκτικά, αλλά ας υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα το καταφέρνει μέχρι τώρα, παρά τον λυσσαλέο ψυχολογικό πόλεμο των δανειστών και παρά το γεγονός ότι δεν έχει λάβει καμία οικονομική ενίσχυση από το καλοκαίρι του 2014.

Ιδανικός χρόνος για τις εκλογές είναι μετά μια ενδιάμεση συμφωνία, ενώ παράλληλα θα έχει δώσει η Κυβέρνηση το στίγμα της με τα μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση, το άνοιγμα της ΕΡΤ,  την αποτελεσματική ρύθμιση των οφειλών στο δημόσιο κλπ. Με τα δεδομένα αυτά, θα ζητήσει ισχυρή ανανέωση της εντολής για να πάει στο «επόμενο ράουντ» της διαπραγμάτευσης του χρέους, που προφανώς θα είναι ακόμα πιο δύσκολο. Αν αυτή η συμφωνία καθυστερεί λόγω των μηχανορραφιών των δανειστών, οι εκλογές θα πρέπει να είναι η δυναμική εισβολή του Ελληνικού λαού στο πεδίο των διαπραγματεύσεων, για να καταλάβουν οι εταίροι μας πως δεν συνομιλούν απλά με έναν πρωθυπουργό ή μια κυβέρνηση αλλά με έναν συσπειρωμένο και αποφασισμένο σύσσωμο λαό.

* Μαρία Δημητροποούλου: Υπεύθυνη τύπου – Κοινωνία Πρώτα