1) Η διαχείριση των κρατικών εσόδων και του δημόσιου πλούτου γινόταν τα τελευταία χρόνια ερήμην της ελληνικής κοινωνίας και πέραν του ελέγχου του Κοινοβουλίου. Ίσως τελικά αποκαλυφθεί πως δεν επρόκειτο καν περί μιας αδιαφανούς διαχείρισης αλλά περί μιας παράνομης διακίνησης κρατικών αξιών, περιουσίας και ευρωπαϊκών ενισχύσεων, κάτω από τη μύτη των εθνικών και των ευρωπαϊκών ελεγκτικών μηχανισμών.

Άρθρο του Φραγκίσκου Καλαβάση για την εφημερίδα «Αυγή», 20/06/2010

Η δράση των επιχειρηματικών ομίλων-λόμπι με τις τεράστιες οφειλές στο ελληνικό Δημόσιο συνέπραξε με το μοντέλο της απόλυτης εξουσίας του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος κρατώντας σε καταστολή τους δημοκρατικούς και κοινωνικούς θεσμούς ελέγχου.

Ads

Ενώ το πρωθυπουργικό μοντέλο, που είχε ήδη διαμορφωθεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου, γοήτευσε και συνεχίζει να γοητεύει όλους τους διαδοχικούς αρχηγούς των δύο μεγάλων κομμάτων, οι όμιλοι έχτιζαν ασπίδα προστασίας και ατιμωρησίας αφενός με τον φανατισμό των οπαδών των μεγάλων αθλητικών ομάδων που αγόρασαν και αφετέρου με τη σιωπή ή τη χρησιμοποίηση επαγγελματιών και πνευματικών ανθρώπων στους οποίους παρέχουν στέγη και προβολή στα ελεγχόμενα συγκροτήματα του Τύπου και των ΜΜΕ.

2) Η υπερχρέωση της χώρας μας και εμμέσως της Ευρωπαϊκής Ένωσης από αυτή την κατάσταση έχει οδηγήσει στη σημερινή κρίση. Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι ποιος, με ποια εργαλεία και με ποιον τρόπο θα διαχειριστεί την κρίση: οι ίδιοι μηχανισμοί που τη δημιούργησαν ερήμην της κοινωνίας ή η κοινωνία μέσω των δημοκρατικών θεσμών και των συνταγματικών εξουσιών; Όσο δεν αποσαφηνίζεται αυτό το ερώτημα, ο φόβος και η καχυποψία που γεννάει η κρίση θα διαχέονται στην κοινωνία και θα οδηγούν σε εφιαλτικές αντικοινωνικές και απάνθρωπες πρακτικές.

Είναι δημοκρατικό και εθνικό χρέος της αριστεράς να διεκδικήσει τη δημοκρατική διαχείριση της κρίσης, με ενδυνάμωση των νομοθετικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του κοινοβουλίου και των δημοκρατικών θεσμών.

Ads

Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να υφάνει μια πειστική και αποτελεσματική εικόνα για την κρίση, για τη δημοκρατική διέξοδο, για την ίδια της αριστερά. Να πρωταγωνιστήσει σε μια νέα προωθητική σύνθεση αξιών, κινημάτων, συνδικάτων, πολιτικών και θεσμικών παραγόντων, εθνικών και ευρωπαϊκών.

Είναι βέβαιο πως η κάθε εικόνα της κρίσης είναι μια εκδοχή της πραγματικότητας, μια περιγραφή που αναφέρεται σε προηγούμενες εμπειρίες και εμπεριέχει το σχήμα που η κάθε πολιτική οπτική προσδίδει στην επιθυμητή μετά την κρίση κατάσταση. Η κάθε πολιτική δύναμη, που λογικά επιδιώκει την κυριαρχία στην επόμενη κατάσταση, υφαίνει μιαν εικόνα στην οποία εμφανίζεται αμέτοχη του αρνητικού παρελθόντος και αναγκαία προϋπόθεση του καλύτερου μέλλοντος. Η αριστερά θα πρέπει να οικοδομήσει τη δική της εικόνα, ασφαλώς πιο πολύπλοκη γιατί είναι η πραγματικότητα σύνθετη και δεν απλοποιείται ούτε με ανέξοδες ρητορικές περιγραφές, ούτε με μετακίνηση της θέσης του πολιτικού παρατηρητή.

3) Η ελληνική κυβέρνηση στο Μνημόνιο που προσυπέγραψε φαίνεται να εναποθέτει τη διαχείριση της κρίσης εκ νέου σε αυτούς που τη δημιούργησαν: με ουσιαστικά ανενημέρωτο το ελληνικό κοινοβούλιο, μακριά από την εποπτεία του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Για να κρατά την κοινωνία σε απόσταση, φιλοτεχνεί μιαν εικόνα μαζικοποιημένης ενοχής για το παρελθόν, εξατομικευμένου φόβου για το παρόν, έλλειψης αυτοπεποίθησης για το μέλλον.

Η εικόνα αυτή προετοιμάζει απόλυτα για το ανεξέλεγκτο πολιτικό μοντέλο στο οποίο συγκλίνουν οι διεθνείς όμιλοι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε απόσταση ασφαλείας από τον έλεγχο της κοινωνίας, των ευρωπαϊκών κοινοβουλίων και των ευρωπαϊκών συνδικάτων.

Τα μέτρα που περιγράφονται στο Μνημόνιο είναι ακριβώς τα ίδια που επιδίωξαν τα τελευταία δέκα χρόνια στην Ευρώπη με το σχέδιο Ευρωσυντάγματος και στην Ελλάδα με ιδιαίτερη έμφαση κατά τη δεύτερη τετραετία Σημίτη και την πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή. Αν είχε εγκριθεί το Ευρωσύνταγμα τα μέτρα αυτά θα είχαν επιβληθεί ως συνέπειες της ευρω-συνταγματικής επιταγής να διασφαλιστεί «ο ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς παροχής υπηρεσιών», στην ενέργεια, στις συγκοινωνίες, στις επικοινωνίες, την υγεία, την παιδεία, την ασφάλιση, τις διοικητικές πράξεις, την ασφάλεια, την προστασία.

Η Ελλάδα είχε εγκρίνει το Ευρωσύνταγμα με ψηφοφορία στη Βουλή, όπως τώρα το Μνημόνιο, παρά την ισχυρή αντίδραση της αριστεράς, αλλά η πλειοψηφική αντίδραση ορισμένων ευρωπαϊκών λαών σε χώρες που έγινε δημοψήφισμα οδήγησε στην απόρριψη και την αναπομπή αυτού του σχεδίου Ευρωσυντάγματος.

Κοινό ιδεολογικό στοιχείο αυτών των μέτρων είναι η αντικατάσταση της έννοιας του πολίτη που διεκδικεί να απολαμβάνει δημόσιες υπηρεσίες με την κρατική εγγύηση, από την πρακτική του καταναλωτή που μπορεί να αγοράζει ποιότητα και ποσότητα υπηρεσιών σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες της αγοράς και την πλασματική εγγύηση των επιχειρηματικών ομίλων.

Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος επιχειρήθηκε επανειλημμένα η διαφθορά και η απαξίωση του κοινωνικού κράτους και των θεσμών. Στη χώρα μας πολλοί υπουργοί, συνεπικουρούμενοι από επιτροπές «σοφών» και «διεθνών επιστημόνων», επεχείρησαν να διαλύσουν τις «αμαρτωλές» δημόσιες υπηρεσίες και το «ασύμφορο» κοινωνικό κράτος για να εκχωρήσουν, με το αζημίωτο όπως αποκαλύπτεται αυτές τις μέρες, τις δομές και τις υπηρεσίες του σε επιδοτούμενους επιχειρηματικούς ομίλους.

4) Ό,τι έχει διασωθεί οφείλεται στη μαζική κοινωνική αντίδραση, στην πολιτική αντίσταση της αριστεράς και στις εσωτερικές διαμάχες των επιχειρηματικών ομίλων και των καρτέλ. Η επιμονή όμως των επιχειρηματικών ομίλων δεν σταμάτησε, η πίεση έγινε πιο αποφασιστική ιδιαίτερα στις χώρες που είχαν πιο αδύναμη παράδοση στην ποιότητα του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας. Οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου και οι χώρες του τέως υπαρκτού σοσιαλισμού μπήκαν στο στόχαστρο.

Τώρα με την κρίση, φιλοτεχνείται εκ νέου μια διεστραμμένη εικόνα της πραγματικότητας με στόχο την πλήρη ακύρωση των αντιστάσεων στο ακραίο, νεοφιλελεύθερο σχέδιο, ενώ περιλαμβάνει τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και της Δημοκρατίας. Σ’ αυτό το σχέδιο έχουν πλέον αρχίσει να αντιδρούν πολιτικές δυνάμεις και κοινοβούλια σε όλη την Ευρώπη, ενώ συντηρητικοί Ευρωπαίοι ηγέτες διεκδικούν μια ευρεία διακρατική εποπτεία στις αγορές.

Η επίσημη εικόνα της κρίσης διαστρέφει την πραγματικότητα. Είναι μια εύληπτη εικόνα χωρίς αιχμές, καθώς αποδίδει το κακό παρελθόν αποκλειστικά στα φθαρμένα από τον χρόνο, διεφθαρμένα πρόσωπα κάποιων αλαζόνων πολιτικών και τυχάρπαστων επιχειρηματιών της νύχτας. Είναι μια εικόνα ευπρόσδεκτη στα συντηρητικά ανακλαστικά μιας φοβισμένης κοινωνίας, καθώς συνδέει το μέλλον με το γνωστό μοντέλο του ανεξέλεγκτου αρχηγισμού και του ισχυρού ηγέτη, που θα φτιάξει τις λίστες των βουλευτών, θα μειώσει τον αριθμό τους, θα περιορίσει τις αρμοδιότητές τους. Σ’ αυτή την απατηλή εικόνα, μ’ αυτή τη στόχευση, όσο πιο απομονωμένη και «ιδιαίτερη» εμφανίζεται η Ελλάδα τόσο καλύτερα.

Η αριστερά έχει το πολύπλοκο πρόβλημα να συνθέσει τη δική της εικόνα για την κρίση, που να οδηγεί στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και της Δημοκρατίας. Σ’ αυτή την εικόνα, μ’ αυτή την προοδευτική στόχευση, όσο πιο ευρωπαϊκή και αλληλέγγυα πλαισιωμένη εμφανίζεται η Ελλάδα τόσο καλύτερα.

Η αριστερή εικόνα για την κρίση, δεν μπορεί να περιέχει ανέξοδα λόγια, άδοξες αποσύρσεις και αδιέξοδες περιπέτειες. Για να είναι εύληπτη οφείλει να είναι αιχμηρή, χωρίς φόβο για τις παρελθούσες ανεπάρκειές της. Για να είναι πολιτικά αποδεκτή, πρέπει να είναι αποτελεσματική, να εμπεριέχει το μοντέλο τής μετά την κρίση κατάστασης με ορατή την πολιτική συμμετοχή της αριστεράς στη διακυβέρνηση της χώρας και του κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Σε αυτή την αριστερή εικόνα της κρίσης θα πρέπει να μπορούν να αναγνωριστούν όχι μόνον οι αριστερές δυνάμεις αλλά το πλειοψηφικό δημοκρατικό ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας.

Ο Φραγκίσκος Καλαβάσης είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου, Κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών