Ένας ένας μας, καθώς πέφτουμε, χτυπημένοι από το καταστροφικό συνδυασμό κορωνοϊού και κυβερνητικής αναλγησίας, κοιτάζουμε από χαμηλά, από τη θέση των νεο-Αθλίων όπου μας έριξαν, με μάτια οργισμένα.

Ads

Κάποιοι από μας θρηνούν έναν αδικοχαμένο δικό τους, γιατί ο πρωθυπουργός μας προτίμησε να κάνει σουλάτσα και φιέστες αντί για τεστ και ΜΕΘ. Κάποιοι από μας έχουν ήδη καταστραφεί οικονομικά, για μήνες χωρίς δουλειά, χωρίς έσοδα, καλούνται να περάσουν με μαγικό τρόπο έναν ολόκληρο χρόνο της ζωής τους με 800 ευρώ. Κάποιοι από μας θα ζήσουν μαύρα Χριστούγεννα με τις επιχειρήσεις τους κλειστές. Κάποιοι από μας περιμένουν τη δική τους σειρά να λάβουν τη λυπητερή.

Ένας ένας μας τη βιώνουμε την κοροϊδία και τον εξευτελισμό, το τσιγγούνικο ψίχουλο που πέφτει από το τραπέζι, το περιπαιχτικό γελάκι και το βλέμμα της χορτάτης απάθειας.

Μίλαγα χτες στο τηλέφωνο με τη φίλη μου την Κατερίνα για να μάθω τα νέα της.

Ads

«Τι κάνεις, Κατερινάκι;»

«Τι να κάνω; Είμαι εξαγριωμένη!», μου απαντά με ασυνήθιστο θυμό στη φωνή.

«Γιατί; Με ποιον;», της λέω.

«Τι με ποιον; Μ’αυτούς που μας κυβερνάνε. Τελειώσαμε, τώρα που δε θ’ ανοίξουν τα μαγαζιά. Μας κατέστρεψε ο ακατονόμαστος…»

Η Κατερίνα έχει ένα κατάστημα με ρούχα στη Νέα Ιωνία, μια μικρή, οικογενειακή επιχείρηση. Όπως οι περισσότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες, έχει ήδη πληγεί βαριά μέσα στη δεκαετία των μνημονίων. Χρεώθηκε αφόρητα, τα χαράτσια σύννεφο αλλά συνέχισε να το παλεύει, να διατηρεί το μαγαζί και να προσπαθεί να ανεβάσει τη δουλειά της. Η Κατερίνα είναι παντρεμένη με ένα παιδί. Η οικογένειά της είναι αυτό που θα ονόμαζες «νοικοκύρηδες άνθρωποι» -χωρίς καμία ειρωνεία. Πολιτικά αυτοτοποθετείται κάπου στο Κέντρο, χωρίς σαφείς προτιμήσεις, τυπική περίπτωση «αναποφάσιστου» που μπορεί να ψηφίσει από Νέα Δημοκρατία μέχρι ΣΥΡΙΖΑ, ανάλογα με τη συγκυρία.

Όταν ενέσκηψε η πανδημία, στο πρώτο λοκντάουν, άρχισε να συσσωρεύει και να μεταθέτει υποχρεώσεις για το μέλλον. Τα εφάπαξ 800 ευρώ που πήρε από το κράτος δεν έφταναν ούτε για ζήτω για να καλύψει τα χαμένα έσοδα δύο μηνών και να πληρώσει ενοίκια για το κατάστημα και το σπίτι της, ρεύμα, νερό, τηλέφωνα, φόρους, εισφορές, ασφάλειες και φυσικά διατροφή και άλλα τρέχοντα έξοδα. Συν τοις άλλοις, η απώλεια της πασχαλινής αγοράς ήταν κρίσιμη.

Το καλοκαίρι, όταν άνοιξαν τα καταστήματα, πήρε μια μικρή ανάσα, αλλά ασθμαίνουσα, με ένα αγοραστικό κοινό επιφυλακτικό και μαγκωμένο οικονομικά.

Το φθινόπωρο ήταν η ευκαιρία της να ρεφάρει κάπως τη χασούρα. Ο Νοέμβριος κι ο Δεκέμβριος είναι γενικά οι πιο σημαντικοί μήνες για τη δουλειά της. Το νέο αιφνιδιαστικό λοκντάουν ήταν λοιπόν γι’ αυτήν ακόμη πιο καταστροφικό από το πρώτο. Πώς τη στήριξε η κυβέρνηση που της επέβαλε λουκέτο και που μεγαλόστομα ανακοίνωνε ότι θα σταθεί στο πλευρό μας, ότι κανένας δεν θα μείνει αβοήθητος; Με μια αναστολή πληρωμών  που μεταθέτει τη θηλιά για αύριο, με μια αναιμική επιστρεπτέα προκαταβολή -δάνειο δηλαδή- που επίσης προστίθεται στο χρέος που συσσωρεύεται, μια μείωση ενοικίου και έξω από την πόρτα. Με τσάι και συμπάθεια όμως, ούτε το παιδί σου ταΐζεις, ούτε το κοκαλάκι σου ζεσταίνεις, ούτε τους επίμονους εισπράκτορες συγκινείς.

Η χριστουγεννιάτικη αγορά ήταν η τελευταία ελπίδα για την Κατερίνα και για πολλούς άλλους επιχειρηματίες. Την πέταξε κι αυτή στα σκουπίδια η αλλοπρόσαλλη κυβέρνηση που έχει χάσει το μπούσουλα και μεταφέρει το κόστος των λαθών της στις πλάτες του κόσμου. Φρόντισε βέβαια να μισανοίξει το παράθυρο της αγοράς, με το νέο hi-tech τέχνασμα του click-away, έτσι ώστε να μπορεί για μια ακόμη φορά να νίψει υποκριτικά τα χέρια της. Από αυτό το παράθυρο όμως μπορεί να περάσει μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των επιχειρήσεων, κυρίως μεγάλες εταιρείες, που έχουν ηλεκτρονική σελίδα ή e-shop με τα προϊόντα τους και είναι έτοιμες να υποστηρίξουν έναν τέτοιο τρόπο πώλησης. Κι αυτές ακόμη οι λίγες μικρές επιχειρήσεις που τυγχάνουν να έχουν τέτοια υποδομή, δεν θα μπορούν πλέον να στηριχτούν στην παραδοσιακή πελατεία τους (την τοπική κοινότητα, τους γείτονες και τον κοινωνικό κύκλο που έχουν χτίσει τόσα χρόνια), αλλά θα πρέπει να παλέψουν στον απρόσωπο κόσμο του διαδικτύου, όπου επικρατεί ο πιο ισχυρός και αυτός με το μεγαλύτερο διαφημιστικό μπάτζετ. Αθέμιτος ανταγωνισμός με κρατική βούλα.

Οι υπόλοιποι –οι επιχειρήσεις «ζόμπι», όπως τις ονομάζει η κυβέρνηση- καληνύχτα σας και τα ξαναλέμε το 2021. Αντί για βασιλόπιτα και γαλοπούλα, μπορείτε να φάτε φέτος τις γιορτές έναν ωραιότατο πτωχευτικό κώδικα.

Τα κατάφερε λοιπόν η κυβέρνηση να εξοργίσει και να στρέψει εναντίον της κι αυτήν ακόμη την περιβόητη και πολυχαϊδεμένη «μεσαία τάξη». Όσο ο «οδοστρωτήρας» του Κυριάκου Μητσοτάκη σαρώνει νέα θύματα στο πέρασμά του, όσο ο κοινωνικός χειμώνας βαθαίνει, τόσο θα φουντώνει η οργή και η αποδοκιμασία. Ο χειμώνας της δυσαρέσκειάς μας προβλέπεται δριμύς.