Οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου δρομολογήθηκαν από την κυβέρνηση Τσίπρα στο όνομα μιας θεμιτής, για κάποιους, ή μη θεμιτής, για κάποιους άλλους, βούλησης της ηγεσίας της να επιβεβαιώσει τη λαϊκή εμπιστοσύνη στους χειρισμούς της στο ζήτημα της υπογραφής της νέας δανειακής σύμβασης της χώρας.

Ads

Η προφανής αυτή ερμηνεία των τελευταίων πολιτικών εξελίξεων φέρνει στο επίκεντρο του διακυβεύματος των επικείμενων εκλογών τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ έναντι των μνημονιακών πολιτικών και, κυρίως, την όψιμη μεταστροφή του στο θέμα της αναγκαιότητας υπογραφής μιας νέας συμφωνίας με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως ισχυρίζονται εν συνόλω – από τη ΝΔ έως το νεοπαγές κόμματα της Λαϊκής Ενότητας– οι επικριτές του, εξαπάτησε το εκλογικό σώμα διανέμοντας υποσχέσεις αντί-μνημονιακού περιεχομένου τις οποίες κάθε άλλο παρά τήρησε και για το λόγο αυτό πρέπει να τιμωρηθεί.

Διαβάστε:

Παρότι το ενδιαφέρον μετατοπίζεται, πέντε χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, από τις θέσεις των κομμάτων επί των πολιτικών των Μνημονίων στην αξιοπιστία τους (κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ) ως προς τη δέσμευση εφαρμογής των προτιμητέων θέσεων, η ερμηνευτική υπόθεση αυτή αποδέχεται σαφώς τα Μνημόνια ως το κεντρικό στοιχείο του εκλογικού ανταγωνισμού της χώρας κατά την τελευταία πενταετία.

Ads

Ωστόσο, η διάκριση μεταξύ του «μνημονιακού» και του «αντί-μνημονιακού» πόλου, ή, πιο πρόσφατα μετά την ουσιαστική αποδοχή από τον ΣΥΡΙΖΑ της συμφωνίας με τους εταίρους, μεταξύ του «παλαιό-μνημονιακού» και του «νεό-μνημονιακού» πόλου δεν είναι η μόνη ενεργή στην παρούσα φάση διάκριση του κομματικού χώρου, αλλά και της κοινής γνώμης. Ο αντί-δικομματισμός που έθρεψε η παρατεταμένη οικονομική κρίση και η απόδοση των ευθυνών για αυτήν στις κυβερνήσεις των προηγουμένων δεκαετιών χώρισε, στα μάτια της κοινής γνώμης, τα κόμματα σε «παλαιά» και «νέα».

Οι επιλογές κυβερνητικής σύμπλευσης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ από το τέλος του 2011, αλλά και η (προσφάτως επαναδιατυπωθείσα) προσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, προφανώς στη βάση της αυτό-κατηγοριοποίησής τους στα «νέα» και «μη συστημικά» κόμματα, εμπέδωσαν τη διάκριση. Όμως θα μπορούσε αυτή η διάκριση να αποτελέσει το κεντρικό κριτήριο επιλογής ψήφου στις προσεχείς εκλογές; Και αν ναι, αυτό δε θα καθιστούσε την εμφανή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα των μνημονίων δευτερεύοντα παράγοντα για την ερμηνεία του αποτελέσματος;

Μια πρώτη ένδειξη της αξίας που αποδίδεται από το εκλογικό σώμα σε κάθε μία από τις δύο διακρίσεις δίνουν τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας της εταιρείας Pro Rata σε ερώτημα συγκριτικής αξιολόγησης δύο ερμηνειών της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου. Καλούμενοι να απαντήσουν αν η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στην άρνησή του να αποδεχθεί τις πολιτικές των μνημονίων ή στην απόσταση των στελεχών του από το αρνητικό πολιτικό παρελθόν, οι ψηφοφόροι εμφανίζονται ουσιαστικά διχασμένοι, καθώς το 45% προτάσσει τον πρώτο παράγοντα και το 37% τον δεύτερο.

Ωστόσο, οι απαντήσεις δεν κατανέμονται με τον ίδιο τρόπο για τους σημερινούς (κατά δήλωσή τους) ψηφοφόρους κάθε κόμματος: οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ συνδέουν συνήθως το αποτέλεσμα του Ιανουαρίου με τη διάκριση «παλαιών» και «νέων» κομμάτων, ενώ οι ψηφοφόροι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ με τη διάκριση «μνημονικών» και «αντί-μνημονιακών» θέσεων. Είναι ενδιαφέρον ότι οι ψηφοφόροι των ΑΝΕΛ και της Λαϊκής Ενότητας επιλέγουν συνηθέστερα τη μνημονιακή διάκριση, κάτι που δικαιολογεί τόσο τη διαφαινόμενη εκλογική αποδυνάμωση των ΑΝΕΛ, όσο και την επιλογή εξόδου από τον ΣΥΡΙΖΑ των στελεχών και ψηφοφόρων της Λαϊκής Ενότητας. Κατά συνέπεια, είναι πιθανό πως η αναμέτρηση της 20ης Σεπτεμβρίου θα κινηθεί παράλληλα, και ίσως με τη βοήθεια και των επικοινωνιακών στρατηγικών των παικτών, πάνω σε δύο διακρίσεις: τη νέα εκδοχή της μνημονιακής διάκρισης μεταξύ όσων στήριξαν τις μνημονιακές πολιτικές από την αρχή και όσους τις αποδέχτηκαν, κάπως απρόθυμα, στη συνέχεια, καθώς και τη διαφοροποίηση μεταξύ εκπροσώπων του παλαιού και του νέου κομματικού συστήματος.

Με τον παράγοντα της συσπείρωσης των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του Ιανουαρίου 2015 να αναδεικνύεται στον πλέον σημαντικό για το τελικό αποτέλεσμα, είναι χρήσιμο να μελετηθεί η συμπεριφορά των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που ερμήνευσαν τη νίκη του Ιανουαρίου στη βάση της μίας και της άλλης διάκρισης. Η ίδια έρευνα αποκαλύπτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί σήμερα μόλις το 30% όσων ερμηνεύουν τη νίκη του Ιανουαρίου στη βάση των τότε θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ επί των μνημονίων, ενώ η συσπείρωσή του φτάνει στο 65% μεταξύ εκείνων που συνδέουν τη νίκη με την απόσταση του ΣΥΡΙΖΑ από το «παλαιό» σύστημα. Η παραμονή των πρώτων στο εκλογικό κοινό του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές είναι δύσκολο να κερδηθεί και το ποσοστό συσπείρωσης μεταξύ αυτών είναι ήδη εντυπωσιακό δεδομένης της αλλαγής πορείας του κόμματος, όμως οι δεύτεροι είναι αριθμητικά σημαντικά περισσότεροι. Και αν τελικά η διάκριση μεταξύ «παλαιού» και «νέου» κομματικού συστήματος αποδειχθεί ισχυρή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα διατηρήσει πολύ μεγάλο μέρος των δυνάμεών του.

* Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, είναι Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας