«Με τη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας, οπωσδήποτε θα διαμορφωθεί νέος τύπος συμβίωσης, ως σχετικά σταθερής ετεροφυλικής σχέσης και αναπαραγωγής» δήλωσε από το βήμα της Βουλής κατά τη συζήτηση για την επέκταση του Συμφώνου Συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια ο εισηγητής του ΚΚΕ, Γιάννης Γκιόκας. Αν μη τι άλλο, η επίσημη θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος επί του συγκεκριμένου θέματος αποτέλεσε αρνητική έκπληξη ακόμη και για τους πιο φανατικούς επικριτές του. Ακούσαμε μάλιστα τους ομιλητές του να κατηγορούν την κυβέρνηση αλλά και όσους υποστήριξαν το εν λόγω νομοθέτημα πως μετατρέπουν μια «ιδιωτική υπόθεση, όπως η συμβίωση ομόφυλων ζευγαριών, σε οικογένεια».

Ads

Ίσως και να μη χρειάζεται να ασχοληθεί κανείς ιδιαίτερα με το να καταρρίψει τα επιχειρήματα που ακούστηκαν κι εξακολουθούν να ακούγονται στα εκκλησιαστικά στασίδια, στα έδρανα του Κοινοβουλίου, αλλά και σε αρκετά καφενεία ανά την επικράτεια ενάντια στο να αποκτήσουν οι ομοφυλόφιλοι μετά από δεκαετίες αυτονόητα, στοιχειώδη δικαιώματα. Θα είναι άλλωστε σα να παραβιάζει ανοιχτές πόρτες. Δεν μπορεί να μην παρατηρήσει όμως πως η αναπαραγωγή των πλέον συντηρητικών κοινωνικών στερεότυπων «στο όνομα του σοσιαλιστικού οράματος» δημιουργεί πολύ αρνητικούς συνειρμούς και παράγει ακόμη πιο επικίνδυνα πολιτικά αποτελέσματα.

Κατά πρώτον, αφήνει ελεύθερο το πεδίο προκειμένου να καρπωθούν το λεγόμενο «προοδευτικό στίγμα» πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες στην ουσία είναι βαθιά αντιδραστικές, όπως το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι αλλά κι ένα κομμάτι της ΝΔ, όπως αυτό εκφράζεται από τον υποψήφιο αρχηγό της, Κυριάκο Μητσοτάκη.

Δεύτερον, δίνει την αίσθηση πως το Κομμουνιστικό Κόμμα οραματίζεται ένα «σοσιαλισμό α λα καρτ», εκεί όπου η ομοφυλοφιλία ή οποιαδήποτε άλλη «παρεκτροπή» θα αντιμετωπίζονται ως μια «αυστηρά ιδιωτική υπόθεση», καθώς θα τίθενται προφανώς στο κοινωνικό περιθώριο.

Ads

Τρίτον, γιατί η επιχειρηματολογία του στυλ «έτσι όπως πάει η υπόθεση, σε λίγο καιρό θα ζητήσουν να αναγνωριστούν μέχρι και τα πολυγαμικά ζευγάρια» όχι απλά δεν μπορεί να σταθεί σοβαρά σε δημόσια συζήτηση, αλλά δείχνει να υποτιμά ευθέως τη νοημοσύνη ακόμη και του στενά κομματικού του ακροατηρίου.

Επιπλέον, στην αγωνιώδη απόπειρα να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα επί του συγκεκριμένου ζητήματος, το ΚΚΕ χάνει το δίκιο του όσον αφορά στην ορθή τοποθέτηση του σχετικά με τον τρόπο που η κυβέρνηση μεταχειρίζεται τέτοιου είδους θέματα ως αντιστάθμισμα για τα σκληρά μέτρα που ήρθαν, αλλά κι εκείνα που αναμένονται.

Γιατί είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι βαθιές ταξικές ανισότητες, αλλά και τα αδιέξοδα που δημιουργεί η ακολουθούμενη μνημονιακή πολιτική δε θα εξαλειφθούν ούτε στο ελάχιστο για τα ομόφυλα ζευγάρια ακόμη και μετά τη νομική εξίσωσή τους με τα ετερόφυλα.

Είναι πράγματι ένδειξη υποκρισίας να κάνουν λόγο τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη για «δυνατότητα αξιοπρεπούς ζωής για τα άτομα διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού», όταν μια τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει ουσιαστικά για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας εξαιτίας των πολιτικών ακραίας λιτότητας των τελευταίων έξι χρόνων.

Παρ’ όλα αυτά, όλα τα παραπάνω δεν είναι ικανά να στοιχειοθετήσουν την απόρριψη εκ μέρους ενός κόμματος της Αριστεράς της παροχής στοιχειωδών δικαιωμάτων σε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες.

Άλλωστε, τα κοινοβουλευτικά στελέχη του ΚΚΕ προϊδέασαν με σαφήνεια για την ακόμη πιο σκληρή θέση που θα τηρήσουν σε περίπτωση που τεθεί ζήτημα τεκνοθεσίας από τα ομόφυλα ζευγάρια, μην τυχόν κι απολεστεί «η αντικειμενική πραγματικότητα του ανδρικού – πατρικού και γυναικείου – μητρικού προτύπου» όπως δήλωσαν χαρακτηριστικά.

Να με συγχωρούν στον Περισσό, αλλά δεν μπορώ να διακρίνω κάποιο ταξικό πρόσημο στην ανάλυσή τους. Αντιθέτως, θα περίμενα από ένα κόμμα που έχει βιώσει ιστορικά στο πετσί του τις πολιτικές διώξεις αλλά και την ακραία περιθωριοποίηση να είναι πολύ πιο προσεκτικό όταν ανάγει ευαίσθητες, καταπιεζόμενες κοινωνικές ομάδες στη σφαίρα μιας «αυστηρά ιδιωτικής υπόθεσης».