Εάν κάθε ουσιαστική εκπαιδευτική διαδικασία «πρέπει να λειτουργεί με αποδοχή κάθε διάστασης της εμπειρίας του εκπαιδευόμενου» όπως υποστήριζε ο Carl Rogers, επιδεικνύοντας το είδος της εμπάθειας που οδηγεί στη διαμόρφωση ενός πιο λειτουργικού εαυτού, τότε πόσο αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ένα κοινωνικό περιβάλλον διάχυτου σεξισμού, όπου και μόνο ο όρος «κουλτούρα του βιασμού» προξενεί το γέλιο και την αμφισβήτηση, από όσους και κάποτε όσες περιδιαβαίνουν, τυφλά γελοίοι, sex comic στο ίντερνετ ή ιστορίες σε ανδρικά περιοδικά που το αποδεικνύουν;

Ads

Από όσους και όσες δεν βλέπουν ακόμη πως η γλώσσα της Δημόσιας Διοίκησης, της Ιδιωτικής Οικονομίας, και της Εκπαιδευτικης διαδικασίας με θεωρεί εκ προοιμίου αρσενική αποβάλλοντας με ως γλώσσα, γλώσσα που δομεί κόσμο, από κάθε αίτηση, από κάθε ιστορική πρόσληψη, από κάθε αναφορά στην δημιουργικότητα, και αρνείται την «εμπειρία μου ως θηλυκού ανθρώπου;

Γενικότερα, και όχι μόνο στην Ελλάδα, η παλινόρθωση του συντηρητισμού, (κάτι που αν δεν αφορά μόνον όσα φαίνονται μα κι όσα δεν φαίνονται, κάτι που αν δεν αφορά μόνον όσα λειτουργούν με την σημαία της συντήρησης μα και κάποια που δρουν και στο όνομα της προόδου, κάτι που αν δεν αφορά μόνον έναν μόνο χώρο αλλά αφορά κυρίως έναν χώρο) εξελίσσεται στον ιστορικό καμβά της οπισθοχώρησης των συλλογικοτήτων και των αγώνων τους και μιας «επίκτητης ανημπόριας» που διαχέεται ως αυτονόητη από όλες σχεδόν τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις.

Έτσι εισχωρούν και στον χώρο της Εκπαίδευσης, με απολύτως αντιεπιστημονικό τρόπο που συνίστανται σε έναν αχταρμά πληροφοριών που θυμίζει ιδεοληπτικό παραλήρημα, ισχυρισμοί και οι αναφορές που ισχυρίζονται πως η γυναίκα «απλά υλοποιεί το σχέδιο» της γέννησης και της μονοσήμαντα μεταφυσικής της εμπειρίας αφού «όταν το ζευγάρι τη στιγμή της σύλληψης, βρίσκεται σε ανώτερη πνευματική κατάσταση είναι μια εμπειρία που το παιδί την κουβαλάει σε όλη τη ζωή του».

Ads

Τα παραδείγματα, όπως η ΑΡΗΣ αναφέρει,  αντλήθηκαν από την αρχαία ελληνική (σσ και βιβλική) μυθολογία, αλλά συστηματοποιήθηκαν τα τελευταία 50. Έτσι εάν η μανούλα είναι ήρεμη κατά την προ-γενετική περίοδο δίνοντας την κατάλληλη αγωγή, θα βελτιωθεί η κοινωνία μας. Σε μια διαδικασία εξατομίκευσης της ευθύνης του θηλυκού ανθρώπου μέσα από ‘ηθικολογία’ ώστε να μείνουν αλώβητες οι δομές, και πέρα από την «κεντροποίηση» μιας ενδεχομένως υπαρκτής μα δευτερεύουσας παραμέτρου, δεν γίνεται καμιά αναφορά στους πρωτεύοντες λόγους (ορμονικούς, κοινωνικούς, ταξικούς ευρύτερα οικονομικούς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς κ.ά.) που αυτό το δυσκολεύουν.

Η ίδια προσέγγιση υπάρχει και στο ζήτημα της υπογονιμότητας που γίνεται αφορμή για να καταγγελθούν για την γυναίκα μόνο φυσικά «οι εναλλαγές συντρόφων», «η πρόωρη σεξουαλική ζωή» και οι «αμβλώσεις». Εδώ και αιώνες η ετερότητα (και μέσα της και η ταυτότητα φύλου) αναλύεται και καταγράφεται από τη φιλοσοφία, την ηθική, τη θρησκεία και τελικά την επιστήμη, ενώ παράλληλα ο διαχωρισμός της από την κανονικότητα υιοθετείται, επαναδιατυπώνεται, τυποποιείται, επενδύεται με κύρος και επανεισάγεται στο κοινωνικό πεδίο., συναρτώμενη προφανώς με το θεσμικό, πολιτικό, οικονομικό πλαίσιο οργάνωσης της κοινωνικής συμβίωσης.

Η εκπαιδευτική ατζέντα όμως στην οποία θεωρούνται ως αυτονόητα ο μισογυνισμός μέσα από την πρόσληψη της γυναίκας σαν μήτρας αναπαραγωγής, η ομοφοβία, μέσα από την σύνδεση της σεξουαλικής ζωής με την αναπαραγωγή, η ίδια η μετονομασία αλλά Τραμπ και Μπολσοναρο της ΓΓ Ισότητας σε «Οικογένειας» ώστε να αφορά η κάλυψη έναν μονοδιάστατο τρόπο ζωής που τόσο συχνά πίσω από κλειστές πόρτες οι ίδιοι οι θιασώτες της την «πατάνε» με σοκαριστικούς τρόπους, φέρνει στην επιφάνεια την αδήριτη ανάγκη για ένα δίκτυο εκπαιδευτικών και πολιτών που θα απαντούν με δημιουργικά επιχειρήματα και πράξεις σε όλα τα παραπάνω. Δημιουργώντας ομάδες πχ που θα ξαναγράψουν από την γλώσσα του Wikipedia έως την (οπτική και συμβατική) γλώσσα των σχολικών βιβλίων.

Άλλωστε, έπειτα από τα πρόσκαιρα, πολύτιμα αλλά συχνά ανερμάτιστα κοινωνικά φιλελεύθερα διαλείμματα των προηγούμενων δεκαετιών, η βία ενάντια στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ουσιαστικά νομιμοποιείται και ξαναγυρίζει πιο εναργής από ποτέ. Πιο σκοτεινή κάτω από τα φώτα. Κι ανάμεσα της ο σεξισμός και η ομοφοβίαΜε τις μικροφραστικές βιαιότητες εναντίον του διαφορετικού. Με την αυτοανακήρυξη του συλλογικού ή ατομικού εαυτού μας ή του είδους μας συνολικά σε μοναδικής αξίας είδος. Με την κακοποίηση και εξόριση των διαφορετικών ανθρώπων ή υπόλοιπων πλασμάτων από την επικράτεια της αξιοβίωτης ζωής, με το δολοφονικό bullying και τις τόσες γυναικοκτονίες.

Η κριτική προσληψη του φύλλου

Η κριτική προσέγγιση της έννοιας του φύλου τις τελευταίες δεκαετίες μέσα από τη Νέα Κοινωνιολογία, την Κοινωνική Ανθρωπολογία, τις Γυναικείες Σπουδές κλπ, έφερε στην επιφάνεια την απόσταση που χωρίζει το βιολογικό από το κοινωνικό φύλο. δηλαδή την κοινωνική και πολιτισμική κατασκευή του ανδρισμού και της θηλυκότητας (Connel, 2006: 49). Με άλλα λόγια, πώς χρησιμοποιούνται επιλεγμένα βιολογικά χαρακτηριστικά για να προωθήσουν ως νόμιμες συγκεκριμένες εκδοχέςτου φύλου.

Η κατασκευή αυτή δεν είναι άσχετη από συγκεκριμένες κοινωνικές πολιτικές και οικονομικές συντεταγμένες όπως η φυλή, η τάξη η εθνικότητα, η σεξουαλικότητα, οι ηγεμονικές πολιτιστικές ιδέες η θρησκεία που χειραγωγούν πχ τον όρο “φυσιολογικός-ή” που ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη φύση. Ο τρόπος όμως που η φύση προσεγγίζεται από την κυρίαρχη κοσμοθεωρία αφορά μόνο όσα  παραδείγματα εφάπτονται στην ανθρώπινη πολιτισμική κατασκευή και όχι τα ανατρεπτικά αυτής. Το ζήτημα αυτό αφορά βαθύτατα  τον τρόπο επιβολής ή άρσης του κοινωνικού αποκλεισμού και της δημοκρατικής επαναδόμησης ή αποδόμησης της κοινωνίας (Sears, 1999: 258)1.

Με άλλα λόγια ενώ η ύπαρξη των βιολογικών φύλων δεν αίρεται η σύνδεση τους με μια και μόνη αποδεκτή κοινωνική, επαγγελματική, ηθική, σεξουαλική κ.ά. «επιτέλεση» Butler (1990), αποτελεί ένα λογικό άλμα. Η δόμηση πχ της σεξουαλικής ταυτότητας (μία από τις πιο πολύπλοκες και διφορούμενες πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης που  ξεπερνά την απλή σεξουαλική πράξη) επηρεάζεται από πολιτισμικές συνθήκες. «Αυτό που αποτιμάται ως βιολογικό φύλο καθορίζεται και προσκτάται κοινωνικά» (Gayle, 1975: 165). Ωστόσο, αν και οι έμφυλες “ταυτότητες” εγκαθιδρύονται κοινωνικά, μπορούν δυνητικά να αναδύονται εκ νέου ως συνεχής δυνατότητα ανατροπής των όρων ζωής κι ανάσχεσης των σχέσεων εξουσίας Mitchell (1994), Ettinger (2006).

Η επιβολή αυτή επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, μέσα από τις αναπαραστάσεις Lacan (1975) Kristeva (1982), που χρησιμοποιούνται ευρέως στους κοινωνικοποιητικούς θεσμούς, όπως η εκπαίδευση Foucault (1984), Pollock (2007). Οι σχετιζόμενες με αυτές τις αναπαραστατικές διεργασίες ορίζουν τις δυναμικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ιδιοσυγκρασιακών μας χαρακτηριστικών (της ιδιαίτερης δηλαδή προσωπικότητάς μας) κι όσων το εσωτερικευμένο μάτι της εξουσίας και της ηθικής του τόπου και της εποχής μας επιτρέπει να αποδεχτούμε για τον εαυτό μας και για τον άλλον (Foucault, 1977) αποδομώντας ένα ‘κανονικό’ που μειώνει τον/την άνθρωπο και την ζωή στα μέτρα των ισχυρών και των συναιρέσεων των υποστηρικτικών τους ομάδων. 

Η κοινωνική κατασκευή του φυσιολογικού

«Η ηθική έχει αποστολή να αντισταθεί στον αμείλικτο χαρακτήρα που παίρνει η πολιτική όταν εγκαταλείπεται στον εαυτό της», όπως γράφτηκε, πυκνά και καταγγελτικά, στα τέλη του «σκληρού» 20ου αιώνα ανακεφαλαιώνοντας τα τόσα Άουσβιτς και τους ποικιλόχρωμους ολοκληρωτισμούς. (Ε. Μορέν, 1999, Τα Δαιμόνιά μου, σελ. 148). Το ίδιο ακριβώς μπορεί να ειπωθεί για την σχέση εκπαίδευσης και κοινωνίας. Πόσο μάλιστα όταν η βία δεν εκπορεύεται μονόπλευρα από την εξουσία. Μια βία ασύμμετρη, ασύνορη, από-ιδεολογικοποιημένη, γεννημένη από τις αμετροέπειες της εξουσίας, ναι, που γυρίζοντας τον πλανήτη σε σχέση με τα δικαιώματα σε έναν προ-νεωτερικό κόσμο επιστρέφει τους ανθρώπους αργά και σταθερά στα ένστικτά τους, στην επιβίωση σε μια πολύπλοκη ζούγκλα. Αλλά μεγαλωμένη και από την δική μας λαγνεία, και από την δική μας αδιαφορία, που την σπάμε όχι για να αντιδράσουμε αλλά για να ξεσπάσουμε ή να «αυτοδικαιωθούμε».

Η ανάγνωση της ετερότητας ως απειλητικής για την κοινωνική συνοχή, (ένα πολύπλοκο φαινόμενο με ευρείες κοινωνικές και ψυχολογικές παραμέτρους) στηρίζεται σε μια προκαθορισμένη αλλά και υπονοούμενη οντολογική θεωρία που αντιμετωπίζει την ύπαρξη του «Άλλου», του «Διαφορετικού», ως απειλή. (Giddens, 1994) Μία απειλή φορτισμένη με εκείνες τις κοινωνικές και μεταφυσικές έννοιες που διαμορφώνουν με τόση ενάργεια «την αφήγηση του (ατομικού και συλλογικού μας) Εαυτού». Αφού η εξουσία δεν επιβάλλει μόνο τις αξίες της «στους εξoυσιαζόμενους» αλλά και συχνά επιβάλλεται «από αυτούς» εφόσον αναγνωρίζουν σε αυτήν όσα από τα κοινά μαζί της εθνικά, ιδεολογικά, φυλετικά, ταξικά, σεξιστικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά, έχουν μάθει από την κουλτούρα τους να επενδύουν κατά προτεραιότητα.

Η μειονότητα, (έξω από ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που έχουν διατοπικό και διαχρονικό χαρακτήρα) επηρεαζόμενη -διασταλτικά ή περιοριστικά- από το πώς έχουν «τοποθετηθεί» οι κοινωνικές και πολιτικές συντεταγμένες κάθε εποχής, έχει κάθε φορά τις δικές της ιδιαιτερότητες, που καθιστούν εξίσου «ιδιαίτερη» την εκάστοτε συμβίωση της με μία επίσης «με ιδιαιτερότητες» πλειονότητα, κι εξαιρετικά προβληματική την (πολιτικά ηθικά νομικά και παιδαγωγικά) αντιμετώπιση του φαινομένου και την κανονιστική διάσταση του.

Η (επιλεγμένη) αδυναμία να φανταστούμε τους (οικονομικά, θρησκευτικά, φυλετικά και έμφυλα) «άλλους» ως άξιους ή φυσιολογικούς, (σε ένα πλαίσιο στο οποίο η νόρμα όριζε συστολικά τα όρια του/της ανθρώπου, και άρα η μη τήρηση της μας εξοβέλιζε σε ένα κοινωνικό, πολιτικό ή συναισθηματικό limbo) και η ταύτιση της σεξουαλικότητας με την αμαρτία δεν είναι άσχετη από τον τρόπο που το πολύπλοκο δίκτυο εξουσίας διαχέεται προς τα κάτω.

Η Νομιμοποίηση των σχέσεων εξουσίας επιτυγχάνεται, άλλωστε, μέσω της πίστης προς τη νομιμότητα των διαδικασιών τους. Ο Πάολο Φρέιρε μάλιστα, ο έτερος της με προοδευτική κατεύθυνση θεμελιωτής της Εκπαίδευσης Ενηλίκων, τονίζει πως  οι κυριαρχούμενοι έχουν αλλοτριωμένη συνείδηση γιατί εσωτερικεύουν την αυτοεικόνα που έχουν ετοιμάσει γι’ αυτούς οι δυνάστες τους. Δημιουργούν έναν ιδεατό εαυτό σύμφωνα με τα πρότυπα άλλων γι’ αυτό και φαντασιώνουν πως ανήκουν σε άλλη τάξη, γινόμενοι εν δυνάμει οι χειρότεροι καταπιεστές όταν δρουν στην υπηρεσία των καταπιεστών τους. Στον δυνάστη πχ βρίσκει το μοντέλο του ‘ανδρισμού’ και το αναπαράγει πολύ εντονότερα προκειμένου να τον ‘φτάσει’ την ίδια ώρα που μερίδες της αστικής τάξης μπορούν να είναι πιο ευεπίφορες σε προοδευτικές ιδέες όπως ο φεμινισμός, ίδίως όταν τις αποκόβουν από την υλική ανατροπή των όρων ζωής τους.

Αυτό δεν επηρέασε μόνο την κοινωνία και τους τρόπους πολιτικής και κοινωνικής χειραγώγησης της σε όλα τα καθεστώτα (Bauman, 2011) αλλά και την ίδια την επιστήμη, μηδέ της παιδαγωγικής εξαιρουμένης. H διαρκής ανάπτυξη της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, μας επέτρεψε να διακρίνουμε πως πίσω από τους ουδέτερους και δημιουργημένους από τις «εκπαιδευτικές ανάγκες» μηχανισμούς και τις απορρέουσες ορολογίες, κρύβονται ιδεολογικές επιλογές που σκοπεύουν στην αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών, πολιτικών και αξιακών μοντέλων και στον χώρο της εκπαίδευσης, που όμως, πίσω από μια επίφαση δημοκρατικότητας, αποκλείει πλήθος ευάλωτων ομάδων.

Σεξισμός και Κοινωνική Αποδόμηση

Μέσα από αυτήν την αλλοτρίωση αποκτούν μια δήθεν κοινωνική συνοχή μικρές (ιδίως) μα και μεγάλες κοινότητες μιας κοινωνίας που αγαπά να ακκίζεται ως «ανθρωπιστική» απέναντι σε κάθε καθησυχαστική ετερότητα που της μοιάζει, αλλά που ξέρει καλά να κρατά το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια απέναντι σε κάθε ετερότητα που την «προκαλεί». Ορατές και αόρατες «λειτουργίες» που στηρίζονται όχι στην κοινωνικοποίηση αλλά στην αρεστή κοινωνικοποίηση. Αυτή που καθιστά άξια την ένταξή μας στην εθνο-πολιτική κοινότητα μέσω της αποτροπή της εκθήλυνσης με κάθε τρόπο ως (τάχα) «προαπαιτούμενο επιβίωσης» του συνόλου.

Έτσι ο Γιακουμάκης υπήρξε «βδέλυγμα» για την κουλτούρα των «Κρητίκαρων». Έτσι ο Ζακ υπήρξε κάρφος στο μάτι των νοικοκυραίων. Έτσι η Τοπαλούδη άξιζε να βιαστεί, κι ο Άλκης να δολοφονηθεί, αφού συναντήθηκε με δυνατούς. Έτσι  κόρη στην Κέρκυρα πιστολιάστηκε αφού συνευρέθηκε με «άλλη ράτσα». Έτσι δικαιολογείται κάθε γυναικοκτονία, κάθε επίθεση σε μετανάστη, κάθε επίθεση σε διαφορετικό, ακριβώς γιατί θυμίζει υποσυνείδητα πως το εύρος της ύπαρξής μας είναι διάτρητο και φαιό, φτύνοντας μας όταν δεν αναπαράγουμε την δύναμη, την ομοιομορφία, τον συμβολικό φαλό. Ένα κοινωνικοπολιτικό κι ανθρωπολογικό πρότυπο που εδραιώνει και νομιμοποιεί την εξουσία μέσα στον καθέναν και στην καθεμιά, παίζοντας κρυφτό με τους φόβους και τις ανάγκες. Ίσως κανένας δεν το περιέγραψε καλύτερα από τον περίφημο καθηγητή της παλιάς απαιτητικής Οξφόρδης, «πολιτικό φεμινιστή» T. Eagleton. Κοινωνικά και πολιτισμικά υποτιμημένη “η θηλύτητα’ συνδέεται στενά με την εικόνα του τι δεν είναι ‘ο φαλός’ κι άρα υπενθυμίζει τι «πρέπει» να είναι στον κόσμο των «δυνατών».

Ο σεξισμός, και παρεπόμενα η ομοφοβία, δεν έχει να κάνει  μόνο με αυτό που φαίνεται και την τεράστια δύναμή του, ούτε με αυτό που δεν φαίνεται και την προσβλητική εξουσία του. Αλλά έχει ακόμη να κάνει και με την ιδιαίτερα παγιωμένη, άρα ανησυχητική, δυνατότητα να αυτοαναπαράγεται εκεί που δεν θα ’πρεπε ποτέ  να αναπαραχθεί: σε κοινότητες ανθρώπινης επαφής, που όμως δρουν ως τα πλέον στιβαρά κύτταρα του τέρατος, διεκδικώντας το όλο και περισσότερο για τον εαυτό τους…. Έχω την ισχυρή πλειοψηφία πίσω μου!» / «Μα αυτό είναι η δυστυχία σου. Που έχεις κάτι τόσο εμετικό στο κατόπι σου», Ερρίκος Ίψεν2.

Ο Σεξισμός ως Βάση της Κοινωνικής Ιεραρχίας

Μπλεγμένοι και μπλεγμένες όλοι κι όλες μας σε έναν κόσμο ρηχής αποδοχής ή σε διαπροσωπικές ιστορίες όπου οι ρόλοι θύτη και θύματος ενδέχεται να ποικίλουν (λες κι αλλάζει αυτό την μεγάλη εικόνα) μένουμε στις βολικές εικόνες κι αναγνώσεις κι αρνούμαστε να αναμετρηθούμε με τα τόσα διεθνή στατιστικά που αποδεικνύουν πως ο σεξισμός σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους (κυρίως αλλά όχι μόνο θηλυκούς βέβαια…) από όσους (όσες…) ο πόλεμος, η ελονοσία που σάρωνε έως πρόσφατα στον 3ο κόσμο, τα τροχαία και ο καρκίνος ΜΑΖΙ!
Από την γενοκτονία των θηλυκών παιδιών στην Κίνα και την απίστευτη κατάσταση στα καθεστώτα της Σαρίας, μέχρι την δουλεία και την κλητοριδεκτομή στην Αφρική και το τράφικινγκ, τις ενδοοικογενειακές δολοφονίες και την κουλτούρα του βιασμού στην Δύση το μισό του ουρανού βοά σπαρακτικά (κι ας μην απασχολεί αληθινά τα πρωτοσέλιδα) πως αν θέλουμε τον ουρανό ολόκληρο όλοι κι όλες μας πρέπει να δούμε κάποτε κατάματα την αλήθεια.

Από την στρεβλή στην ουσιαστική αυτοπραγμάτωση

Εάν στόχος της Εκπαίδευσης είναι η αυτοπραγμάτωση ως προαπαιτούμενο μιας ουσιαστικής συλλογικότητας και άρα η (ουσιαστική, δίχως υπεραπλουστεύσεις και ωραιοποιήσεις) αποδοχή του εαυτού και του άλλου, θα πρέπει να θυμίσουμε πως  όσο λιγότερο μέρος του πραγματικού ή κρυφού εαυτού μπορεί να εντάξει στην αυτοεικόνα του ένας ή μία άνθρωπος, τόσο μεγαλύτερη απειλή νιώθει. Όσο πιο μεγάλη η απειλή, τόσο περισσότερο πιο έντονη είναι η ψυχική σύγκρουση και ο μηχανισμός άμυνας αγγίζει ή και ξεπερνά τα όρια της ψυχοπαθολογίας συμβάλλοντας όντως στην κοινωνική παθολογία και στις ποικίλες εκφάνσεις της στην πολιτική κοινωνική και πολιτιστική ζωή.

Ενώ η κανονικότητα, ως συνθήκη, εντοπίζεται σταθερά και διαχρονικά στην κοινωνική συμβίωση, σε μορφές κοινωνικής συνύπαρξης περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένες. Το περιεχόμενό της, ωστόσο, δεν παραμένει αμετάβλητο, αλλά διαμορφώνεται συνεχώς και μάλιστα σε συνάρτηση με τις ετερότητες που εμφανίζονται σε κάθε στιγμή. Αυτό που κάθε φορά ορίζεται ως κανονικό αποτελεί μια σύνθεση του πολύπλοκου πλέγματος της κοινωνικής συνύπαρξης, των σχέσεων εξουσίας που ενυπάρχουν στην καθημερινότητα και του ιδεολογικά κυρίαρχου λόγου (Fairclough, 1992). Μια σύνθεση δυναμική, που επαναδιαμορφώνεται συνεχώς σε σχέση και αντιδιαστολή με το διαφορετικό, το έτερο και εδραιώνεται μέσω του διαχωρισμού και συχνά του στιγματισμού και της περιθωριοποίησής του, έχοντας παράλληλα μια συνεκτική λειτουργία (μέσω της ανθρωποφαγικής συσπείρωσης των υπόλοιπων υποκειμένων γύρω από το κανονικό όπως ειδαμε και σε πρόσφατα και σε  παλαιότερα «περιστατικά»).

Ταυτόχρονα, πέρα από το περιεχόμενο του «κανονικού», διαφοροποιούνται και οι δυνατότητες που αναγνωρίζονται (ή που δεν αναγνωρίζονται) στο υποκείμενο, ο τρόπος κοινωνικής ή θεσμικής διαχείρισης του μη κανονικού ως εμπλουτισμού ή ασπειλής. Μια διαδικασία σύνθετη, μια συνισταμένη πολλών παραγόντων που όμως όλες διαμορφώνουν το πρόσωπο μας. Αλλά η αποδοχή του προσώπου (είτε αφορά τον άλλον είτε τον εαυτό) δεν συμβαίνει σε ουδέτερο πεδίο και συχνά συνεπάγεται πως «ο ιδεατός εαυτός» (αυτό που θα θέλαμε να ήμασταν βάση των ετεροκαθορισμών) προστατεύει την εικόνα του για να πετύχει την αποδοχή του ως στρεβλή αυτοπραγμάτωση η οποία συμβάλλει στην εκτεταμένη κοινωνική παθολογία.

Εάν όμως στόχος κάθε ουσιαστικής εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι η δημιουργία ενός εαυτού πιο συνεκτικού μεταξύ του πραγματικού και του ιδεατού, και πιο λειτουργικού στον διάλογο του με το άμεσο κι ευρύτερο περιβάλλον του. Αυτή η αδιαπραγμάτευτη αποδοχή όχι απαραίτητα των αντιλήψεων ή των συμπεριφορών αλλά του βιώματος τους θεωρείται ο πιο κομβικός παιδαγωγικός παράγοντας, αλλά είναι ταυτόχρονα και η πιο δύσκολα επιτεύξιμη αφού προϋποθέτει ταυτόχρονα διαδικασία ωρίμανσης και των 2 πόλων της παιδαγωγικής «συνομιλίας». Είναι όμως η μόνη που επιτρέπει στον πρώτο να δει τον εαυτό του υπό την σκοπιά της και όχι από την σκοπιά της απόρριψης ή της απειλής, μειώνοντας την ένταση της ψυχολογικής και γνωστικής ασυμφωνίας. (Hjelle & Ziegler, 1981).

Όσο δύσκολη κι αν φαντάζει μέσα στις αλλοτριώσεις της στρεβλής, -υποκείμενης σε πολιτικά κοινωνικά και πολιτιστικά στερεότυπα- ενηλικίωσης, η προσπάθεια για έναν ολοκληρωμένο εαυτό δεν θα εγκαταλειφτεί εύκολα. Είναι από μόνη της μάρτυρας μιας φύσης πιο πολύπλοκης από όσο τη θέλουν τα κουτάκια των επίσημων ρητορικών. Και μιας παιδαγωγικής που αρνείται να εκχωρήσει την υποχρέωση της να συμβάλλει σε έναν δικαιότερο κόσμο. Το συναρπαστικό, γεμάτο αντιφάσεις, ματαιώσεις αλλά και δυνατότητες, ταξίδι της το περιέγραψε καλά ο Rogers (2006 σελ. 187).όταν έγραψε: «Kι ωστόσο, το πιο συναρπαστικό πράγμα όσον αφορά τα ανθρώπινα όντα είναι πως όταν το άτομο είναι εσωτερικά ελεύθερο, επιλέγει ως ευ ζην τη διαδικασία της αυτοπραγμάτωσης». 

Σημειώσεις:

[1] Βλ. Κωτόπουλος Τριαντάφυλλος – Καρασαββίδου Ελένη, 2011, Ομοφυλοφιλική ταυτότητα και εφηβική λογοτεχνία“,  Σύγχρονη Εφηβική Λογοτεχνία, σελ. 271-290  (εκδ Μ. Κανατσούλη, Δ. Πολίτης) Αθήνα, Πατάκης.
[2] Tο παρόν απόσπασμα ανήκει σε άρθρο που γράψαμε για την βαλλόμενη -όπως όλος ο κριτικά διακείμενος τύπος- Εφημερίδα των Συντακτών