Ο Ρώσος διανοητής Λεβ Σεστόφ δεν συμπαθούσε τους πολιτικούς. Τους θεωρούσε εκμεταλλευτές της λογικής των μαζών. Συμπαθούσε όμως τους διανοουμένους που ζούσαν στην αφάνεια, έγραφαν σε σκοτεινά δωμάτια και πολλοί έφευγαν απ’ τη ζωή μάλλον καταδιωγμένοι. Ισως γιατί οι πρωτοποριακές τους ιδέες, όχι μόνο θύμωναν τους κυβερνώντες, οι οποίοι έτρεμαν για την καρέκλα τους, αλλά ήταν «κινέζικα» για τον καθημερινό άνθρωπο που η ζωή του ξεκινούσε και τελείωνε με απλούς κανόνες επιβίωσης.

Ads

Ο Λεστόφ, όμως, έζησε κάπου στις αρχές του 20ού αιώνα. Εκτοτε οι διανοούμενοι έχουν βγει στο φως και διατυπώνουν ελεύθερα τις σκέψεις τους, είτε με τη γραφίδα είτε με τον προφορικό τους λόγο είτε αναλαμβάνοντας ρόλο συμβούλου πίσω από κλειστές κυβερνητικές πόρτες. Το σπουδαίο είναι ότι στο δυτικό κόσμο είναι «εποικοδομητικά» παρόντες. Στην Ελλάδα, η εικόνα είναι διαφορετική. Είπαμε, η χώρα μας έχει τις ιδιαιτερότητες της. Διαθέτουμε πανστρατιά διανοουμένων που σε καιρούς χαλεπούς, όπως οι τωρινοί, θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τη δύναμη της θεωρίας και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ζωντανού ιστορικού χρόνου. Ομως ελάχιστα συμμετέχουν στα κοινά και αν το τολμήσουν, γίνονται αντικείμενο σκληρής και άδικης κριτικής.

Η χώρα μας έχει εισέλθει στον αστερισμό των μείον. Δεν είναι μόνον οι παλινωδίες της κυβέρνησης και η υπερβολή των διαβουλεύσεων. Δεν είναι τα κρούσματα τηλεοπτικής τρομοκρατίας – θανατηφόρος συνδυασμός κυβερνητικών διαρροών και υπερβάλλοντος δημοσιογραφικού ζήλου. Δεν είναι η συρρίκνωση του μέσου εισοδήματος και η τραπεζική ανυδρία. Ούτε οι νέοι που κρύβουν το κεφάλι τους στην άμμο, μη έχοντας άλλη επιλογή. Ούτε καν οι αγρότες που κλείνουν τις εθνικές οδούς – λες και δεν ξέρουν ότι ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Είναι ο φόβος ότι αν δεν γίνει κάτι εντυπωσιακό, η χώρα θα εξελιχθεί σε «Αργεντινή» της Ευρώπης και ενδεχομένως η μεσαία τάξη να καταρρεύσει. Κι είναι επίσης ο φόβος μιας μάλλον δικαιολόγητης εθνικιστικής παράκρουσης. Δεν είναι δυνατόν σε μια Ελλάδα που πασχίζει να σταθεί στα πόδια της, που πρέπει να αποδεικνύει καθημερινά ότι δεν εξαπατά κανέναν, που χρειάζεται όλο το ανθρώπινο δυναμικό στην πρώτη γραμμή, η κοινωνία να γίνεται -για παράδειγμα- μάρτυρας αντιπαραθέσεων ανάμεσα στον Μίκη, τη Δραγώνα, τη Ραγκούση και τον Καρατζαφέρη. Δεν μας παίρνει πια!

Ο θυμόσοφος λαός λέει ότι αφήνουμε τον γάμο και πάμε για πουρνάρια. Και παρ’ ότι τα θέματα που αφορούν την εθνική μας υπόσταση δεν είναι «για τα πουρνάρια», φαντάζει άκαιρο να ψάχνουμε γύρω μας εχθρούς και φαντάσματα. Οπως επίσης φαντάζει αφελές και παραπλανητικό να αναζητούμε εκτός συνόρων υπονομευτές της δικής μας ζωής. Η Αρβελέρ είπε χθες σε τηλεοπτικό σταθμό ότι μόνοι μας στήνουμε το μεγαλείο μας και μόνοι μας το καταστρέφουμε. Γι’ αυτό, ας παρέμβουν οι διανοούμενοι, δρώντας στον αντίποδα των εθνικιστικών κραυγών που ιστορικά έχουν αποδειχθεί μάταιες. Ισως δε αυτό γίνει μια καλή ευκαιρία να διαχωρίσουμε, επιτέλους, την έννοια του πατριωτισμού από αυτήν του εθνικισμού.

Ads

Το κείμενο δημοσιεύεται στην εφημερίδα Καθημερινή