«Άτυχη κάθε κυβέρνηση που έτυχε να βρεθεί στην εξουσία στη διάρκεια του κατακλυσμού. Είτε ήταν της δεξιάς, όπως η προεδρία Χούβερ στις ΗΠΑ, είτε ήταν της αριστεράς, όπως οι κυβερνήσεις των Εργατικών στη Βρετανία και την Αυστραλία. Οι αλλαγές δεν ήταν παντού τόσο ραγδαίες όσο στη Λατινική Αμερική, όπου δώδεκα χώρες άλλαξαν κυβέρνηση ή καθεστώς μέσα στο 1930-31, οι δέκα από αυτές με στρατιωτικό πραξικόπημα. Ωστόσο, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30, ελάχιστες ήταν οι χώρες όπου η προ του κραχ πολιτική σκηνή δεν είχε αλλάξει ουσιωδώς. Στην Ευρώπη και την Ιαπωνία σημειώθηκε μια εντυπωσιακή στροφή προς τα δεξιά, με εξαίρεση τη Σουηδία, που εγκαινίασε μισό αιώνα σοσιαλδημοκρατικής κυριαρχίας το 1932, και την Ισπανία, όπου η μοναρχία των Βουρβόνων έδωσε τη θέση της σε μια άτυχη και βραχύβια δημοκρατία, το 1931. […] Η σχεδόν ταυτόχρονη νίκη εθνικιστικών, φιλοπόλεμων και ανοιχτά επιθετικών καθεστώτων σε δύο μείζονες στρατιωτικές δυνάμεις –την Ιαπωνία (1931) και τη Γερμανία (1933)– ήταν οι πιο ακραίες και φρικτές πολιτικές συνέπειες της Μεγάλης Ύφεσης. Οι πύλες προς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο άνοιξαν το 1931».

Ads

Με αυτές τις πυκνές φράσεις περιγράφει ο Έρικ Χόμπσμπαουμ τον μεγάλο πολιτικό σεισμό που προκάλεσε το κραχ του 1929 και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε.

Τηρουμένων των αναλογιών, η επόμενη μεγάλη κρίση, με χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν έστω και μακρινή αναλογία προς εκείνα του 1929, η κρίση που ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 2008, είχε ανάλογες (αν και λιγότερο φρικτές ή φονικές, μέχρι στιγμής) πολιτικές επιπτώσεις στις χώρες τουλάχιστον της ευρω-περιφέρειας, όπου η κρίση πήρε διαστάσεις και είχε κοινωνικές επιπτώσεις συγκρίσιμες με εκείνες της δεκαετίας του 1930.

Στην Ισπανία και την Ιταλία δύο ισχυρά κομματικά συστήματα κλονίστηκαν. Το κίνημα «Πέντε Αστέρων», στη μία περίπτωση, και το (εντελώς διαφορετικό και πολύ πιο αριστερά τοποθετημένο) κίνημα «Ποδέμος», στην άλλη, απειλούν καίρια μια παράδοση, πιο μακρά στην Ισπανία, πιο πρόσφατη στην Ιταλία, δικομματισμού και πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού.

Ads

Στην Ιρλανδία το κεντροδεξιό κόμμα Finna Fail, που μονοπωλούσε την εξουσία, κερδίζοντας 19 από τις 25 εκλογές από τη δεκαετία του 1930 κι ύστερα, κατέρρευσε εκλογικά χωρίς, ως τώρα, να δίνει σημάδια ανάκαμψης. Η εξουσία πέρασε σε μια συμμαχία του δεξιού Fina Gail με τους Εργατικούς, ενώ μετεωρική άνοδο γνώρισε το Sinn Fein. Το κόμμα αυτό είχε τη βάση της δύναμής του στη Βόρειο Ιρλανδία και την εθνωτική-θρηκευτική διαμάχη που τη διχάζει, αλλά στην ίδια τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας συγκέντρωνε στις εκλογές ποσοστά από 1% έως 6%, μέχρι να εκτιναχθεί στο 20% στις ευρωεκλογές του 2014.

Στην Πορτογαλία, κατ’ εξαίρεση, οι Σοσιαλιστές έπεσαν μεν από την εξουσία, αλλά η εντυπωσιακή ευελιξία που επέδειξαν τα δύο κεντροδεξιά κόμματα, που τους διαδέχθηκαν, και η συναινετική αντιμετώπιση της κρίσης επέτρεψε να διατηρήσουν τις δυνάμεις τους τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Το ισχυρό Κομμουνιστικό Κόμμα είδε μεν τις δυνάμεις του να αυξάνονται και επικρατεί στον ενδοαριστερό ανταγωνισμό, δε φαίνεται να απειλεί όμως (με τα μέχρι τώρα δεδομένα) το μπλοκ των κομμάτων διακυβέρνησης.

Πουθενά όμως ο πολιτικός σεισμός δεν ήταν τόσο ισχυρός όσο στην Ελλάδα. Πουθενά οι αλλαγές δεν ήταν τόσο βαθιές όσο παρ’ ημίν. Οι διπλές εκλογές του 2012 κονιορτοποίησαν, κυριολεκτικά, ένα κομματικό σύστημα που έμοιαζε εξαιρετικά ανθεκτικό, ικανό να ξεπερνά τις κατά καιρούς αμφισβητήσεις της δικομματικής αρχιτεκτονικής του. Η οποία αρχιτεκτονική, άλλωστε, έμοιαζε να εδραιώνεται σε μια μακρά πολιτική και πολιτισμική παράδοση πόλωσης, η οποία ανατρέχει στην ιστορία ολόκληρου του 20ού αιώνα, συνδέεται με τις περιπέτειές του, πριν και μετά τον πόλεμο· μια «παράδοση διχασμού» την οποία ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης κατόρθωνε να ενσωματώνει και να ανανεώνει.

Η εξήγηση αυτού του εντελώς εξαιρετικού κλονισμού στην ελληνική περίπτωση μπορεί να αποδοθεί στην κατά πολύ βαθύτερη ύφεση που έπληξε την ελληνική οικονομία και στις οδυνηρές κοινωνικές της επιπτώσεις. Μπορεί να αποδοθεί στην ίδια αυτή «παράδοση διχασμού», που μεταστοιχειώθηκε γρήγορα στη διχοτομία μνημονιακοί-αντιμνηνιακοί. Μπορεί να αποδοθεί και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πολιτικής συναίνεσης που η ύστερη μεταπολίτευση εξασφάλιζε, ώστε: «ο λαϊκισμός ο οποίος ενδημεί σε κάθε σύγχρονη μαζική δημοκρατία συγχωνεύθηκε με τα πατροπαράδοτα κοινωνικά και ψυχολογικά γνωρίσματα του επιχώριου πελατειακού συστήματος και έτσι προέκυψε μια κατάσταση στην οποία η δημαγωγία ήταν αναπόδραστη γιατί την επιθυμούσαν ακριβώς εκείνοι προς τους οποίους απευθυνόταν, πιστεύοντας ότι, αν την πάρουν στην ονομαστική της αξία, θα μπορέσουν να τη χρησιμοποιήσουν ως γραμμάτιο προς εξόφληση», όπως έγραφε ο Π. Κονδύλης. Ή, σύμφωνα με την ωραία διατύπωση έμπειρου πολιτικού, το 2011, «μας μισούν θανάσιμα για λάθος λόγο, επειδή προηγουμένως μας λάτρευαν για λάθος λόγο».

Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα ζει από το 2011, για πρώτη φορά μετά τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, σε συνθήκες συγκυβέρνησης τριών ή δύο κομμάτων, και μάλιστα των δύο αντίπαλων πόλων του απόλυτου μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Από τις εκλογές του 2012 κι ύστερα το τοπίο κυριαρχείται από έναν «δικόρυφο πολυκομματισμό» (σύμφωνα με έναν από τους πολλούς εύστοχους νεολογισμούς που ο Θ. Διαμαντόπουλος εισάγει), που τείνει προς έναν νέο δικομματισμό, χωρίς όμως, μέχρι στιγμής, να καταφέρνει να τον συγκροτήσει.

Το ερώτημα είναι αν αυτό αποτελεί μια πρόσκαιρη κατάσταση, μια μεταβατική φάση μέχρις ότου τα πολωτικά ανακλαστικά του ελληνικού πολιτικού πολιτισμού λειτουργήσουν και ο δικομματισμός, επικουρούμενος και από το ισχύον εκλογικό σύστημα, ανασυγκροτηθεί με νέα υποκείμενα (κι ίσως όχι υποχρεωτικά εκείνα που τώρα έχουμε προ οφθαλμών). Ή αν, όπως ο Θ. Διμαντόπουλος δείχνει να πιστεύει ως το πιθανότερο αλλά καθόλου δεδομένο σενάριο, η σημερινή κατάσταση θα έχει διάρκεια και, συνεπώς, θα ζήσουμε μια μακρά περίοδο πολυκομματικής διασποράς που θα οδηγεί σ’ έναν «συναινετικό ή συγκυβερνητικό πολυκομματισμό».

Το δίλημμα είναι ορθάνοιχτο και η οριστική του απάντηση, προς το παρόν, παρακινδυνευμένη. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως για το ορατό μέλλον αυτή φαίνεται να είναι η πολιτική μας μοίρα. Μια μοίρα που οι γενιές, όχι μόνον της μεταπολίτευσης αλλά και ολόκληρου του μεταπολέμου, μετά το 1952, δεν έχουν ξαναγευθεί και για την οποία δεν είμαστε ούτε πολιτικά ούτε πνευματικά προετοιμασμένοι, γι’ αυτό άλλωστε απαιτείται και μια στέρεη θεωρητική της προσέγγιση.

Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το έργο του Θ. Διαμαντόπουλου. Προσφέρει μια συστηματική κωδικοποίηση και επεξεργασία της διεθνούς πολιτικής εμπειρίας, μια πληρέστατη και εξαιρετικά πρωτότυπη τυποποίηση των βασικών τύπων και των ποικιλλόντων όρων λειτουργίας κοινοβουλευτισμού και μια επιστημονική, μα και πολιτική, διερεύνηση των χαρακτηριστικών, των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων που συνοδεύουν αυτή την καινούρια μας μοίρα. Κάπως έτσι ο Θ. Διαμαντόπουλος μας προσφέρει ένα έργο που ανανεώνει τα εργαλεία της πολιτικής επιστήμης και εμπλουτίζει το λεξικό της με νέους όρους. Μα που, ταυτόχρονα, παίρνει χαρακτήρα καίριας και επίκαιρης πολιτικής παρέμβασης.

* Πρόλογος του Παύλου Τσίμα από το βιβλίο Ο κοινοβουλευτισμός της συγκυβέρνησης του Θανάση Διαμαντόπουλου, εκδόσεις Πατάκη 

image

Από το οπισθόφυλλο: 

Το νέο βιβλίο του καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλου «Ο κοινοβουλευτισμός της συγκυβέρνησης: Θεσμικό υπόστρωμα, λειτουργικές ιδιαιτερότητες και είδη» πραγματεύεται τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε συνθήκες απουσίας μονοκομματικών κυβερνήσεων. Βασισμένο σε μια συστηματική ιστορική και συγκριτική εποπτεία τέτοιων καταστάσεων –οι οποίες κατά τα τελευταία χρόνια τείνουν να αποτελέσουν τον κανόνα και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, στις οποίες μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσε ο «πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός»–, το έργο αναλύει σε βάθος τους παράγοντες παραγωγής, τους όρους λειτουργίας, τις ιδιαιτερότητες, τα είδη, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της συγκεκριμένης εκδοχής του δημοκρατικού πολιτεύματος, επιτρέποντας συνακόλουθα και τον προβληματισμό για τις θεσμικές ρυθμίσεις που ανταποκρίνονται περισσότερο στις ανάγκες του. Με δεδομένη δε την πολιτική πραγματικότητα που δημιουργήθηκε στην πατρίδα μας από το 2011, ανανεώθηκε δε στις εκλογές του 2012 και σε αυτές του περασμένου Ιανουαρίου, παρέχει ασφαλώς και διανοητικά εργαλεία που θα μπορούσαν να διευκολύνουν μια ορθολογική εκτίμηση των πιθανολογούμενων πολιτικών εξελίξεων, καθώς και του μέλλοντος των δημοκρατικών μας θεσμών.