Ο Αμερικανός διανοούμενος Νόαμ Τσόμσκι, αναλύει το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ και υπογραμμίζει ότι η δικομματική διαίρεση στις ΗΠΑ σε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς δεν είναι παρά μια πλάνη στο μυαλό του μέσου Αμερικανού. Παρότι υπάρχει η τάση για «αριστερές», «δεξιές» και «κεντρώες» θέσεις, στην πραγματικότητα, υποστηρίζει, οι διαφορές μεταξύ των πολιτών δεν είναι τόσο μεγάλες.

Ads

Ακόμα σημαντικότερο: τα δύο κόμματα έχουν μετατεθεί δεξιότερα από ποτέ!

Συνέντευξη στον Paul Jey, TheRealNews Network. Ο υποτιτλισμός έγινε από τη Ζωή Σιάπαντα, μέλος του μεταφραστικού project του Tvxs.

Απομαγνητοφώνηση:

Καλωσορίσατε στο Real News. Είμαι ο Πολ Τζέι. Ο σημερινός μας καλεσμένος δεν χρειάζεται συστάσεις. Ευχαριστούμε που ήρθατε, κ. Τσόμσκι.

Ads

Ευχαριστώ κι εγώ.

Πολλοί, από κάθε σημείο του πολιτικού φάσματος, λένε ότι υπάρχει πρόβλημα συνύπαρξης. Στα σημερινά πρωτοσέλιδα γράφει: «Θα συνεργαστούν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί;» Έχει και γκάλοπ, αν οι Ρεπουμπλικανοί θέλουν να αγωνιστούν οι εκπρόσωποί τους. Ο παρουσιαστής Τζον Στιούαρτ και άλλοι λένε ότι χρειαζόμαστε ορθολογικότερο κέντρο και ορθολογικότερο διάλογο. Το πρόβλημα είναι η άκρα αριστερά και η άκρα δεξιά. Ανέκαθεν υπήρχε χάσμα μεταξύ προοδευτισμού και συντηρητισμού. Αυτή είναι η βασική διαίρεση της αμερικανικής κοινωνίας. Προοδευτικοί και συντηρητικοί πρέπει να κάνουν πιο εποικοδομητικό διάλογο και να ορίσουν ένα λογικό πεδίο συνεννόησης στην εποχή της σοβαρότερης κρίσης στην παγκόσμια οικονομία από τη 10ετία του ’30. Ίσως η κρίση αυτή να αποδειχτεί ακόμα βαθύτερη. Εσείς πώς κρίνετε τα παραπάνω;

Είναι κατά πολύ αναληθή. Μέσα στα τελευταία 35 χρόνια και τα δύο κόμματα έκαναν στροφή προς τα δεξιά. Οι όροι «προοδευτικός» και «συντηρητικός» έχασαν το νόημά τους. Υπάρχουν μεγάλες αντιφάσεις στη στάση όσων αυτοαποκαλούνται συντηρητικοί. Ορισμένοι υποστηρίζουν τον περιορισμό του κράτους και τη μείωση των φόρων. Όμως στα κοινωνικά θέματα διαφοροποιούνται. Οι περισσότεροι έχουν σοσιαλδημοκρατικές τάσεις. Θέλουν μεγαλύτερες δαπάνες για την υγεία, την παιδεία τη βοήθεια προς στους φτωχούς, μα όχι για την πρόνοια. Ο Ρήγκαν αμαύρωσε τον όρο «πρόνοια», με τα παραμύθια του για «φτωχές» μαύρες που έρχονταν να πάρουν το επίδομα με λιμουζίνες. Οπότε, όχι πρόνοια, αλλά «βοήθεια προς τους φτωχούς». Ούτε βοήθεια σε χώρες του εξωτερικού. Όμως, στην ερώτηση πόσα να δίνουμε ο κόσμος προτείνει περισσότερα από όσα δίνουμε πραγματικά. Τελικά, οι αποκαλούμενοι «συντηρητικοί» υιοθετούν προοδευτικές θέσεις, διαδοχικά σε όλα τα θέματα.

Ας πάρουμε την αλλαγή που πέρασε ο Ομπάμα στον τομέα της υγείας η οποία αποτελεί τώρα φλέγον θέμα. Η πλειονότητα του πληθυσμού αντιτίθεται σε αυτήν. Πολλοί αντιτίθενται διότι η αναμόρφωση δεν προχώρησε βαθιά και διότι ο Ομπάμα άφησε κάποια θέματα ανοιχτά. Όλα συντελούν στο να επιτρέψουν στις φαρμακοβιομηχανίες να εγκληματούν ανενόχλητες διότι η κυβέρνηση δεν δικαιούται να διαπραγματευτεί τις τιμές των φαρμάκων.

Όμως στις πρόσφατες εκλογές, πριν από λίγες μέρες φάνηκε πως ο κόσμος υπερψήφισε τη θέση «χαμηλή έως καθόλου φορολογία κι ο καθένας για τον εαυτό του». Το κράτος-νταντά φαίνεται να δέχεται επίθεση. Αυτό ασφαλώς ισχύει ανάμεσα στους εκπροσώπους της δεξιάς.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αν ρωτήσεις όσους το πιστεύουν αυτό αν πρέπει να γίνουν περικοπές στην ιατρική περίθαλψη στα κονδύλια για την παιδεία ή στην ανάπτυξη των υποδομών, θα σου πουν «όχι».

Μιλάτε για τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται στην κοινωνία οι απλοί συντηρητικοί άνθρωποι. Αυτό όμως δεν ακούγεται.

Ωστόσο το φαινόμενο υπάρχει.

Δεν θέλω να πω γι’ αυτό. Συνεχώς θυμάμαι τα λόγια του Τζορτζ Γουίλ. Το φθινόπωρο του ’08, πριν τις εκλογές, στην εκπομπή του Stephanopoulos… εκεί που μιλούσε με τη Ντόνα Μπραζίλε, ξαφνικά πέταξε: «Ας μη γινόμαστε μελό με τη δημοκρατία. Το θέμα δεν είναι αν θα κυβερνά ή όχι μια ελίτ. Απλώς διαλέγουμε ποια ελίτ θα κυβερνήσει». Αυτή η προοδευτικοσυντηρητική δυναμική είναι δυναμική μέσα στην ελίτ; Μήπως δεν συζητάμε γι’ αυτήν όπως για άλλα κοινωνικά θέματα;

Είναι δυναμική αυτών που έχουν λόγο και βρίσκουν δημόσιο βήμα για να εκφραστούν, όπως ο Γουίλ. Μα οι θέσεις του πληθυσμού διαφέρουν. Με το πέρασμα του χρόνου κι όπως έδειξαν εκτενείς μελέτες, η βούληση του πληθυσμού στα σοβαρά θέματα διαφοροποιείται από την κρατική πολιτική. Μπορώ να σας παραπέμψω σε πολύ καλές έρευνες. Πάρτε για παράδειγμα εμένα. Υποτίθεται πως ανήκω στη ριζοσπαστική αριστερά. Λίγο-πολύ, συμφωνώ με την πλειονότητα: όχι ακριβώς, μα αρκετά. Όμως άλλο αυτό κι άλλο η πολιτική. Ας πάρουμε για παράδειγμα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, που μελετήθηκαν ενδελεχώς. Στο βιβλίο τους «The Foreign Policy Disconnect»… οι B. Page και M. Bouton εξέτασαν σε χρονικό διάστημα δεκαετιών τη στάση του κοινού απέναντι στην εξωτερική πολιτική. Υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση. Σε διεθνές επίπεδο, πολλοί λένε ότι στις διεθνείς κρίσεις τα ηνία πρέπει να τα έχει ο ΟΗΕ, όχι οι ΗΠΑ. Η πλειονότητα δεν θέλει οι ΗΠΑ να ασκούν βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας.

Όλοι ήθελαν να ολοκληρωθεί η επιθεώρηση του ΟΗΕ, πριν γίνει ο πόλεμος στο Ιράκ.

Ναι, αλλά αυτό είναι στάνταρ. Όταν οι ΗΠΑ βρίσκονται σε πόλεμο και πέφτει προπαγάνδα ότι κινδυνεύει η ζωή μας το πράγμα αλλάζει. Ας πάρουμε το Ιράν, που θεωρείται η μεγαλύτερη παγκόσμια απειλή. Τα τελευταία δύο χρόνια, γίνεται μεγάλη προπαγάνδα γι’ αυτό το θέμα. Όμως, τον Ιανουάριο του 2007, πριν ξεκινήσει αυτή η προπαγάνδα κι όταν γίνονταν εκτενείς μελέτες της κοινής γνώμης στο Ιράν και στις ΗΠΑ τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια. Και οι δύο χώρες συμφωνούσαν ότι το Ιράν είχε δικαίωμα να εμπλουτίζει ουράνιο, κατά τη συνθήκη NPT, αλλά δεν έπρεπε να φτιάξει πυρηνικά όπλα. Και τα δύο μέρη επιθυμούσαν διάλογο κι όχι απειλές βίας. Πολύς κόσμος στις ΗΠΑ πρέπει να στραφεί στην κατάργηση των πυρηνικών.

Ξαναγυρίζοντας στην εσωτερική πολιτική έχουμε «ανάπτυξη εναντίον λιτότητας». Εδώ, μικρότερο κράτος χωρίς φόρους. Εκεί, αναμόρφωση φόρων και λίγη ανάπτυξη μολονότι οι προοδευτικοί της ηγεσίας τείνουν να πιστέψουν ότι για να καλυφθεί το χρέος, θα επιβληθεί λιτότητα, αργά ή γρήγορα.

Γρήγορα. Γι’ αυτό ίδρυσε ο Ομπάμα την επιτροπή ελλείμματος.

Τι, λοιπόν, πρέπει να ζητά ο κόσμος; Τι να οραματίζονται οι απλοί άνθρωποι; Στις τελευταίες εκλογές, όλοι κατάλαβαν τη μείωση των φόρων και των δαπανών.

Όμως δεν την πίστεψαν διότι, σε ερωτήσεις για τις περικοπές ο κόσμος έλεγε: «Όχι αυτό, ούτε εκείνο» και «θέλω περισσότερα λεφτά στο άλλο». Έτσι έγινε σύνθημα το: «Πάρτε το κράτος από τον σβέρκο μας». Το σύστημά μας είναι διαποτισμένο από την προπαγάνδα των κεφαλαιοκρατών. Θέλουν μικρότερο κράτος ώστε να φύγει από τον σβέρκο τους και να μπορούν αυτοί να κάτσουν πάνω στον δικό μας σβέρκο. Το κράτος θα φύγει απ’ τον σβέρκο μας αν η συγκεντρωτική δύναμη των ιδιωτών αποκτήσει ακόμα περισσότερη ισχύ. Οι αυτοαποκαλούμενοι φιλελευθεριστές δεν θέλουν να τους διαφεντεύουν άλλοι. Θέλουν να τους διαφεντεύουν ιδιωτικές τυραννίες, κι ας κάνουν ό,τι θέλουν. Αυτή η άποψη δεν ακούγεται, όμως τελικά αυτό θα γίνει. Ας το δούμε και μεμονωμένα: ο κόσμος θεωρεί τους φόρους κάτι φρικτό. Η υποβολή της δήλωσης είναι πένθος. Μια ξένη δύναμη κλέβει τα λεφτά σας. Αυτό είναι αποτέλεσμα δεκαετιών προπαγάνδας ώστε ο κόσμος να μισήσει το κράτος και ο ιδιωτικός τομέας να κάνει κουμάντο ανενόχλητος. Βέβαια, ο ιδιωτικός τομέας δεν θέλει περιορισμό του κράτους. Θέλει ένα κράτος που να τον νταντεύει. Μα η προπαγάνδα υπήρξε έντονη. Κι αν υπήρχε λειτουργική δημοκρατική κουλτούρα ο κόσμος θα γιόρταζε την υποβολή της δήλωσης, θεωρώντας την μέρα συνεργασίας για την εφαρμογή των επιλεγμένων πολιτικών.

Μήπως μέρος του προβλήματος είναι ότι η αριστερά και οι Δημοκρατικοί δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι αυτό το τεράστιο κράτος είναι αποξενωμένο από τον κόσμο και διαπλεγμένο με τον ιδιωτικό τομέα;

Εγώ δεν θα μιλούσα για αριστερά. Αυτό που τα ΜΜΕ λένε αριστερά είναι οι πάλαι ποτέ μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανοί. Οι αποκαλούμενοι νέοι Δημοκρατικοί είναι ό,τι ήταν 30-40 χρόνια πριν οι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανοί. Οι Ρεπουμπλικανοί είναι ανοιχτά το κόμμα της ιδιωτικής τυραννίας. Μπορεί να μιλάνε για λαό και ελίτ, μα αυτό το κάνουν όλοι. Δείτε όμως την πολιτική τους. Ας πάρουμε τον Ομπάμα. Στις εκλογές του 2000, επιχορηγήθηκε κυρίως από οικονομικά ιδρύματα. Κι όταν το σώμα των επενδυτών μαζεύεται για να ελέγξει το κράτος με εκλογές προσδοκά επιστροφή των χρημάτων του, όπως κι έγινε.

Είδαμε ποιοι διορίστηκαν στο οικονομικό επιτελείο του Ομπάμα.

Θα μπορούσαν να διοριστούν κι άλλοι.

Τι όραμα και τι απαιτήσεις, λοιπόν, πρέπει να έχει ο κόσμος;

Πρέπει να απαιτήσουν μια λειτουργική δημοκρατική κοινωνία όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από τον λαό μέσα από τα δικά του όργανα και συνελεύσεις. Ας πούμε ότι γίνονται εθνικές εκλογές πρώτα στο Νιου Χαμπσάιρ. Αν η κοινωνία δεν ήταν φαινομενικά αλλά ουσιαστικά δημοκρατική σε μια πόλη του Νιου Χαμπσάιρ θα γινόταν γενική συνέλευση με όποιον τρόπο οργάνωσης θα προτιμούσαν. Θα επέλεγαν ποιες πολιτικές θέλουν να ακολουθήσει η κυβέρνηση θα συμφωνούσαν και θα κατέληγαν πως «θέλουμε να γίνει αυτό κι αυτό». Και θα έλεγαν στον υποψήφιο που θα ερχόταν: «Θέλουμε αυτά». «Αν δεσμευτείς να τα υλοποιήσεις, ίσως και να σε ψηφίσουμε». Αλλά δεν γίνεται έτσι. Ο υποψήφιος καταφθάνει με τεράστια κουστωδία δημοσιοσχεσιτών. Βγάζει λόγο και λέει: «Πόσο υπέροχος είμαι!» Και «ορίστε τι θα κάνω». Ο κόσμος δεν τον πολυπιστεύει κι έπειτα ο υποψήφιος φεύγει. Αυτό είναι το αντίθετο της δημοκρατίας.

Και πώς θα ήταν η οικονομία; Ποιες οι απαιτήσεις;

Ο όρος «ανάπτυξη» έχει καταντήσει πρόστυχη λέξη, όπως και οι φόροι. Αν όμως υπήρχε πραγματικός δημόσιος διάλογος για το θέμα οι περισσότεροι μάλλον θα συμφωνούσαν με διαπρεπείς οικονομολόγους που λένε πως χρειαζόμαστε ανάπτυξη και μακροπρόθεσμη μείωση ελλείματος. Όμως ανάπτυξη δεν είχαμε. Αν εξετάσουμε τα αναπτυξιακά μέτρα του Ομπάμα παρά τα ψέματα που ακούστηκαν, υπάρχουν στοιχεία ότι έσωσαν 1-2 εκατ. θέσεις εργασίας. Μα τα μέτρα ήταν περιορισμένα και εξουδετερώθηκαν από τις περικοπές σε δημόσιες δαπάνες και αλλού. Η ανάπτυξη, λοιπόν, ισοφαρίστηκε από τις περικοπές στις δαπάνες. Αυτό όμως αποδεικνύει ότι ελήφθησαν μέτρα για ανάπτυξη.

Μήπως όμως αυτό είναι κριτική για τα όρια της ανάπτυξης; Διότι ακόμα κι αν υπάρχει πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι και η ανεργία υψηλή.

Αυτό συμβαίνει εδώ και 35 χρόνια.

Μα δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί; Η ανάπτυξη δεν αρκεί γι’ αυτό.

Όχι, διότι αφορά τα άμεσα προβλήματα.

Ποια είναι, λοιπόν, η προοπτική;

Τώρα υπάρχει χαμηλή ζήτηση. Τα λεφτά των μεγαλοεταιριών τους τρέχουν απ’ τα μπατζάκια. Έχουν συσσωρεύσει τεράστια κέρδη και δεν δημιουργούν ζήτηση.

Πράγματι. Απλώς στέλνουν τα λεφτά τους σε off-shore.

Αυτό είναι μέρος του προβλήματος, και το πρόβλημα είναι παλιό. Ο κόσμος μόλις έχασε περίπου 6 τρις. Δεν είναι και λίγα. Αυτό έγινε με τη φούσκα του στεγαστικού. Ίσως να έχασαν 1-2 τρις ακόμα από αμοιβαία κεφάλαια. Δηλαδή, συνολικά χάθηκαν περίπου 8 τρις. Η καταναλωτική ζήτηση μειώθηκε. Για να πάρει μπρος η οικονομία, πρέπει να δημιουργήσει ζήτηση το κράτος.

Και μετά;

Αν η οικονομία πάρει μπρος θα αναπτυχθεί. Και τότε, με την ανάπτυξη μπορεί να καλυφθεί το οποιοδήποτε έλλειμμα. Έτσι γινόταν στο παρελθόν.

Μα, σε σχέση με τη δημοκρατικοποίηση δεν χρειάζεται αυτό να αντανακλάται και στο οικονομικό μέτωπο; Διότι, πριν το κραχ…

…ας ξαναγυρίσουμε στα προηγούμενα. Αναφέρατε τους στάσιμους μισθούς. Το πρόβλημα υπάρχει 35 χρόνια. Στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και στις αρχές του ’70 σημειώθηκε πρωτοφανής ιστορικά ανάπτυξη. Στα μέσα της 10ετίας του ’70, η οικονομική πολιτική άλλαξε άρδην. Η αλλαγή αυτή έγινε όχι στιγμιαία, αλλά με τον χρόνο. Κλιμακώθηκε επί Ρήγκαν κι έπειτα επί του Κλίντον και του Μπους. Όμως είχε αρχίσει στο τέλος της θητείας του Κάρτερ. Είχε δύο αλληλένδετα χαρακτηριστικά: πρώτον, μια στροφή της οικονομίας προς την κερδοσκοπία. Έτσι αυξήθηκαν τα κέρδη των οικονομικών ιδρυμάτων. Υπολογίζεται ότι φτάνουν το ένα τρίτο των εταιρικών κερδών. Όμως τα οικονομικά ιδρύματα δεν βοηθούν τόσο πολύ την οικονομία. Το φαινόμενο αυτό βλάπτει την οικονομία, μα επεκτάθηκε πολύ. Τα οικονομικά ιδρύματα έγιναν πυρήνας της οικονομικής ισχύος. Παράλληλα όμως υπονομεύτηκε η παραγωγική βιομηχανία.

Άρα τι κάνουμε; Τι πρέπει να απαιτεί ο κόσμος όσον αφορά τις οικονομικές δομικές αλλαγές;

Ας εξετάσουμε τις συνέπειες των παραπάνω. Επί περίπου 30-35 χρόνια οι μισθοί της πλειονότητας παρέμειναν στάσιμοι. Οι εργάσιμες ώρες αυξήθηκαν. Για να επιβιώσει ένα νοικοκυριό, δουλεύουν δύο άτομα ή γυναίκες με χαμηλή αμοιβή, ή δημιουργούνται χρέη. Υπάρχει κι η υπερτίμηση των ακινήτων, όπως με τη στεγαστική φούσκα. Αυτή η κατάσταση δεν είναι βιώσιμη. Στο μεταξύ, ο κόσμος βλέπει ότι πλούτος υπάρχει, μα πηγαίνει στις τσέπες ελαχίστων. Το 1% ή ίσως το 1/10 του 1% του πληθυσμού βγάζει τρελό χρήμα. Έτσι, σήμερα έχουμε απίστευτη ανισότητα, όπως στη δεκαετία του 1920 ή και μεγαλύτερη. Ο κόσμος νιώθει ότι δουλεύει σκληρότερα αλλά τα πράγματα χειροτερεύουν. Δουλεύουν περισσότερες ώρες. Επιδόματα και περίθαλψη κόβονται. Συγχρόνως, κάποιοι γίνονται πάμπλουτοι. Ο κόσμος δικαίως ζητά μια εξήγηση. Μα δεν θα τη δώσουν οι Δημοκρατικοί, δηλαδή η «αριστερά» διότι αυτοί είναι που απορρίπτουν και εφαρμόζουν τις σχετικές πολιτικές. Δεν θα παραδεχτούν ποτέ ότι αυτά έγιναν επειδή συνέβαλαν στην τεράστια αύξηση του οικονομικού τομέα που πιθανόν να είναι κατά πολύ επιβλαβής στην οικονομία κι ότι ακολούθησαν μια πολιτική υπονόμευσης της παραγωγής η οποία τελικά βάζει τους εργαζόμενους του κόσμου να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο. Η πολιτική μας στο εμπόριο αποκαλείται «ελεύθερη». Αυτή η «ελεύθερη» πολιτική, είναι στην ουσία ένα πρόγραμμα που δημιουργεί αντιπαλότητα μεταξύ των εργαζομένων σε όλο τον κόσμο αλλά προστατεύει τους προνομιούχους. Παράδειγμα: δεν επιτρέπουμε να εργαστούν εδώ ξένοι γιατροί, δικηγόροι, οικονομολόγοι. Υπάρχουν πολλά εμπόδια.

Όσον αφορά τις δομικές αλλαγές…

…το θέμα είναι πως οι Δημοκρατικοί δεν θα τα παραδεχτούν αυτά. Ούτε οι Ρεπουμπλικανοί, ασφαλώς. Ούτε ο τύπος δεν θα τα αναφέρει. Συνεπώς, ακολουθούν ο Τζορτζ Γουίλ, ο Ρας Λίμπο και άλλοι, που λένε: «Έχω μια απάντηση!» Αν τους ακούσετε, όπως εγώ η απάντησή τους διαθέτει εσωτερική συνοχή. Είναι, βέβαια, εκτός πραγματικότητας, μα έχει κάποια λογική και τουλάχιστον είναι μια απάντηση. Γι’ αυτό ο κόσμος τους πιστεύει. Και τελικά παρουσιάζουν εντελώς αντιφατικές θέσεις, όπως: «Να μειώσουμε τους φόρους, να απαλλαγούμε απ’ την κυβέρνηση» «μα και να αυξήσουμε τις δαπάνες για όσα μας ενδιαφέρουν». Κανείς όμως δεν ζητά απαλλαγή από τις μεγαλοεταιρίες. Θα έπρεπε να έχουμε αρχίσει έναν λογικό διάλογο γι’ αυτό όμως μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να πραγματοποιηθεί. Να επανασυνθέσουμε κατά το δυνατόν μια λειτουργική δημοκρατική κοινωνία δηλαδή συλλογικά όργανα στα οποία θα συμμετέχει ο κόσμος. Έτσι γεννιούνται οι ιδέες. Ακόμα κι ένας ερευνητής στο ΜΙΤ μιλά με τους συναδέλφους του. Συνεργάζεται, δουλεύει μαζί τους, ξεκαθαρίζει τους στοχασμούς του. Τους δοκιμάζει πάνω στις απόψεις των άλλων. Έτσι ήταν κάποτε τα εργατικά συνδικάτα. Γι’ αυτό το κεφάλαιο μισεί τα συνδικάτα και τα υπονομεύει 60 χρόνια τώρα. Είναι επικίνδυνα. Εκδημοκρατίζουν! Οι εργαζόμενοι μαζεύονται εκεί και κάνουν κοινές προσπάθειες όχι μόνο για αυξήσεις στον μισθό, αλλά και για να προσδιορίσουν τις επιθυμητές κοινωνικές και κρατικές πολιτικές. Αυτός δεν είναι ο μοναδικός τρόπος οργάνωσης. Επιβιώνουν και κάποιοι άλλοι, όπως οι εκκλησίες.

Μα για να είναι αποτελεσματική αυτή η έκφραση αν είναι εφικτό να αρχίσει η διαδικασία εκδημοκρατισμού της πολιτικής κι αν ο κόσμος αρχίσει να συζητά αυτά τα θέματα τι οικονομία θα έπρεπε να ζητάμε;

Η οικονομία που θέλουμε πρέπει να φτάνει πολύ μακρύτερα. Εγώ τα λέω πολύ χοντρικά.

Ας το πάμε μακρύτερα, λοιπόν. Τι δομικές αλλαγές πρέπει να γίνουν;

Ας είμαστε συγκεκριμένοι.

Ναι, διότι τα αιτήματα του συντηρητικού κινήματος Tea Party φαίνονταν να αξίζουν τον κόπο. Τι εναλλακτικό όραμα προτείνετε;

Τη δημοκρατία, που είναι πολύ απτή. Αντί να μιλάμε αφηρημένα ας πάρουμε ένα πραγματικό γεγονός. Η κυβέρνηση Ομπάμα κατέλαβε την αυτοκινητοβιομηχανία. Την έκανε κτήμα της, μα δεν το έλεγε. Και συνέχισαν την πολιτική του κλεισίματος εργοστασίων και της μεταφοράς τους στο εξωτερικό. Δηλαδή, οι αρμόδιοι άλλαξαν, μα η στάση παρέμεινε ίδια. Η χώρα αυτή έχει πολλές ανάγκες, όπως ταχείες συγκοινωνίες. Όταν γυρίζεις στις ΗΠΑ από το εξωτερικό σου φαίνεται σαν να είσαι σε τριτοκοσμική χώρα. Μας λείπει αποτελεσματική δημόσια συγκοινωνία υψηλής ταχύτητας. Τα εργοστάσια της GM που κλείνουν, διαθέτουν ειδικευμένο εργατικό δυναμικό που θα μπορούσε να παράσχει την αναγκαία τεχνολογία στη χώρα. Αυτό θα ωφελούσε την οικονομία. Μακροπρόθεσμα, θα ήταν ένα βήμα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Όμως, αντί γι’ αυτό κλείνουν τα εργοστάσια και κάνουν περικοπές στο εργατικό δυναμικό. Στο μεταξύ, ο υπουργός μεταφορών ταξιδεύει ανά την Ευρώπη με χρήμα του αναπτυξιακού, επιδιώκοντας συμφωνίες με ευρωπαϊκές χώρες για την προμήθεια ταχείας συγκοινωνίας στις ΗΠΑ. Είναι τρελό!

Δηλαδή η αυτοκινητοβιομηχανία θα εργαζόταν για το δημόσιο συμφέρον.

Αυτό σημαίνει πως οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να καταλάβουν τα εργοστάσια διότι ούτε η διεύθυνση ούτε οι τράπεζες θα έδιναν έγκριση. Δηλαδή, για να γίνει αυτό, οι εργάτες και η κοινότητα που έχουν συμφέρον, θα έπρεπε να αναλάβουν το σύστημα παραγωγής.

Όσον αφορά GM και Chrysler, η κυβέρνηση θα διόριζε δοτούς διευθυντές.

Να έμπαιναν όσοι έχουν συμφέρον!

Γιατί να μην εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον από τον οικονομικό τομέα;

Ο οικονομικός τομέας πρέπει να περικοπεί σημαντικά. Έγιναν γι’ αυτόν μερικές ενδιαφέρουσες οικονομολογικές μελέτες. Δείτε το τελευταίο τεύχος του Daedalus του περιοδικού της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Περιλαμβάνει εκτενείς συζητήσεις έγκριτων οικονομολόγων που θέτουν το ερώτημα: «Τι κάνει για μας το οικονομικό σύστημα;» Και αποφαίνονται ότι πολλά στοιχεία του είναι επιβλαβή. Τα οικονομικά ιδρύματα μπορούν να εκτελέσουν την εξής εργασία: να κατευθύνουν το διαθέσιμο χρήμα, δηλαδή ό,τι βάζουμε στις τράπεζες προς χρηστικές, παραγωγικές επενδύσεις. Όμως τα περισσότερα δεν το κάνουν. Απλώς κόβουν 1-2 νανοσεκόντ από τις μεταφορές χρημάτων τις οποίες αντιλογίζουν λίγα νανοσεκόντ αργότερα. Δεν προσφέρουν τίποτα στην οικονομία αλλά απορροφούν τεράστια κονδύλια και μεγάλα ταλέντα, πράγμα που επίσης κοστίζει πολύ. Το πραγματικό ερώτημα για τα οικονομικά ιδρύματα είναι: σε ποιο βαθμό μάς είναι χρήσιμα; Ασφαλώς σε κάτι χρησιμεύουν. Σχετικά πρόσφατα, ο Πολ Φόλκερ είπε ότι η μόνη χρήσιμη οικονομική καινοτομία στα τελευταία 20 χρόνια ήταν η εφεύρεση των ATM. Υπερέβαλε, αλλά το επιχείρημα στέκει. Η στροφή της (παγκόσμιας) οικονομίας προς την κερδοσκοπία είναι σοβαρό θέμα και θα έπρεπε να ανακοπεί από τότε που άρχισε, στη 10ετία του ’70.

Μπορεί να γίνει αυτό με άλλο τρόπο από αυτόν του Ομπάμα για την υγεία; Ο οικονομικός τομέας δεν αλλάζει χωρίς παρέμβαση του κράτους.

Θα μπορούσε να γίνει εύκολα.

Μα υπήρχε πλήρης εξάρτηση από το δημόσιο χρήμα.

Ναι. Αντί, λοιπόν, να τους ξεχρεώσουν και να τους πληρώσουν για να φύγουν θα έπρεπε να πουν: «Τώρα μας ανήκετε και θα σας κάνουμε κοινωνικά χρήσιμους». Γι’ αυτό θα χρειαζόταν μαζική οργάνωση, σαν αυτή που οδήγησε στο Νιου Ντηλ. Στην ουσία, ο Ρούζβελτ είχε πει: «Πιέστε με και θα κάνω το Νιου Ντηλ».

Όμως αυτό προκαλεί συγκέντρωση ισχύος στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Αν όμως είχαμε μια λειτουργική δημοκρατική κοινωνία ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα ήταν ο λαός. Η ισχύς θα πήγαινε στον λαό και στους εκπροσώπους του. Αυτό είναι δημοκρατία.

Άρα, ο εκδημοκρατισμός της οικονομίας πάει μαζί με αυτόν της πολιτικής.

Χρειάζεται και εκδημοκρατισμός του κόσμου. Πρέπει να αναδομηθούν λαϊκά συλλογικά όργανα, όπως ήταν τα συνδικάτα και, ως έναν βαθμό, είναι ακόμα. Υπάρχουν και άλλα τέτοια όργανα. Μπορούμε να πούμε ότι τέρμα, δεν θα έχουμε δημοκρατία. Τότε ας τα χαρίσουμε όλα στη Goldman Sachs. Αυτό, νομίζω, ήθελε να πει ο Τζορτζ Γουίλ. Όμως, αντί να παριστάνουμε πως είμαστε δημοκρατία καλύτερα να γίνουμε. Ας προχωρήσουμε σε μια κοινωνία όπου η ημέρα υποβολής της δήλωσης θα σημαίνει εφαρμογή των επιλογών μας. Πληρωμή φόρων σημαίνει συνεργασία για την εφαρμογή όσων διαλέξαμε. Το ίδιο θα γινόταν ίσως σε μια πόλη όπου κλείνει ένα εργοστάσιο της GM. Εργάτες και κοινότητα, δηλαδή όσοι έχουν συμφέρον μπορούν να πουν: «Θα το αναλάβουμε και θα παράγουμε ότι θέλει η χώρα». Αυτό θα χρειαζόταν κονδύλια ανάπτυξης, όπως στο παρελθόν είχε πάρει και η GM. Αλλά μπορεί να εξελιχτεί αλλιώς. Δεν χρειαζόμαστε τραίνα από την Ισπανία και ηλιακά πάνελ από την Κίνα. Αυτές οι κοινωνικές αποφάσεις λαμβάνονται από τους ισχυρούς δηλαδή κυρίως τραπεζίτες και προέδρους οικονομικών ιδρυμάτων. Δεν είναι ανάγκη ο κόσμος να το ανέχεται. Όσο συμβαίνει, όμως, θα υπάρχουν αντικρουόμενες στάσεις όπως «μειώστε τις κρατικές δαπάνες», «μειώστε τους φόρους» αλλά «αυξήστε όσα μας αρέσουν». Έτσι γίνεται τώρα.

Ευχαριστούμε που ήσασταν μαζί μας. Ευχαριστούμε κι εσάς που μας παρακολουθήσατε.