1883. Εποχή κατά την οποία η αφαίμαξη των αποικιών σε Αφρική και Ασία φτάνει στο απόγειό της με την αρωγή και της βιομηχανικής επανάστασης. Είναι η χρονιά που ο Φρίντριχ Νίτσε συγγράφει το πρώτο και δεύτερο μέρος του εμβληματικού του έργου «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα». Σαν να προδιαγράφει την επερχόμενη κατάρρευση της αποικιοκρατίας και την αντικατάστασή της από έναν μετα-αποικιοκρατικό εξουσιαστικό μηχανισμό, σημειώνει σε ανύποπτο χρόνο: «Και τούτη τη λέξη λέω ακόμα στους καταστροφείς των αγαλμάτων. Η μεγαλύτερη τρέλα είναι να ρίχνεις αλάτι στη θάλασσα και αγάλματα στη λάσπη» (1).

Ads

Τις τελευταίες ημέρες, σε πολλές μητροπόλεις του δυτικού κόσμου, παρακολουθούμε την συμβολική αποκαθήλωση αγαλμάτων και μνημείων που παραπέμπουν ή υμνούν την δουλοκτησία, τις φυλετικές διακρίσεις, τον δυτικό επεκτατισμό σε βάρος τεχνολογικά και οικονομικά υποδεέστερων χωρών κατά τους περασμένους αιώνες. Κι όλα αυτά ανάκατα. Σαν ο Κολόμβος να εξομοιούται με τον Ρόζεμπεργκ, τον θεωρητικό του Γ’ Ράιχ, και ο Λεοπόλδος του Βελγίου με το τρίο των Βαλκάνιων σφαγέων Μιλόσεβιτς – Μλάντιτς – Κάρατζιτς.

Τα ζητήματα και η προβληματική του ιστορικού συγκρητισμού δεν είναι το βασικό θέμα του παρόντος σημειώματος. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άμετρο και αμετροεπές πλατσούρισμα στους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας – μιας πονεμένης και βουτηγμένης στο αίμα ιστορίας- είναι ένα extreme sport αμφιβόλου ασφάλειας το οποίο μπορεί να ανοίξει την πύλη του θεωρητικού χάους. Τα υπεραπλουστευτικά και θεαματικά «χάπενινγκ» που παρακολουθούμε από τις οθόνες μας δεν αφίστανται των επιταγών μιας «κοινωνίας του θεάματος» όπως την περιέγραψε ο Ντεμπόρ πριν από 53 χρόνια. Ο βασικός όμως κίνδυνος είναι η διολίσθηση σε έναν επιλεκτικό ιστορικό αναθεωρητισμό που «βγάζει λάδι» πολλές άλλες μορφές καταπίεσης: «ο Κολόμβος ήταν τέρας. Τα παιδιά-σκλάβοι της Nike στην Ινδοκίνα γλίτωσαν από τα χέρια του».

Παίρνοντας μια αναγκαία απόσταση από τα τεκταινόμενα, το πρώτο που ίσως πρέπει να θυμηθούμε είναι ότι ο «ρατσισμός», οι «φυλετικοί διαχωρισμοί», η ίδια η έννοια της «διάκρισης» είναι έννοιες που προέκυψαν στην εποχή της νεωτερικότητας. Τα πογκρόμ των Ισπανών Βασιλιάδων σε βάρος των Σεφαραδιτών Εβραίων, διώξεις που πραγματοποιήθηκαν σε ευρωπαϊκό έδαφος πέντε αιώνες πριν ο Άιχμαν προτείνει την «Τελική Λύση», όσο και αν υπό τη σύγχρονη οπτική προσομοιάζουν στον ρατσισμό, ωστόσο είναι απλά ο προπομπός του, η παράδοση πάνω στην οποία έχτισε η σύγχρονη ρατσιστική θεωρία. Οι ρατσιστικές θεωρίες per se αναπτύχθηκαν, «τεκμηριώθηκαν», διαδόθηκαν και αποτέλεσαν την συγκολλητική ουσία πολιτικών κινημάτων και κομμάτων (και αυτά νεωτερικά ιστορικά παράγωγα), μόλις τον 19ο αιώνα. Με άλλα λόγια, οι Ισπανοί διώκτες των Εβραίων του ύστερου Μεσαίωνα, θα μπορούσαν ποτέ να χαρακτηριστούν ως ναζιστές; Με την ίδια λογική, ο στίχος του Δημήτρη Ζάττα «γιατί την ανακάλυψε αυτή τη γη ο Κολόμπος;» (2) θα έπρεπε να απεκδυθεί της καλλιτεχνικής του δήλωσης και να αποτελέσει ίσως σύνθημα των κομμουνιστικών κομμάτων κατά τις φτώχειας και της μετανάστευσης των αρχών του 20ου αιώνα.

Ads

Αυτά τα ερωτήματα, οδηγούν σε ένα ευρύτερο πεδίο προβληματισμού. Τι ακριβώς σημαίνει η εξαφάνιση συμβόλων της φυλετικής πολιτικής αλλά και κάθε καταπιεστικής πολιτικής από τη σφαίρα της «δημόσιας ιστορίας»; (3) Και κυρίως, τι προσφέρει; Κάθε τέτοια κίνηση, όσο και αν η εύλογη οργή μπορεί να την δικαιολογήσει, δεν παύει να είναι μια θεαματική κίνηση απάρνησης της πορείας του ανθρώπου επί γης: δηλαδή, απάρνηση της ίδιας της Ιστορίας, όχι ως άρθρωση αντεπιχειρήματος αλλά ως απόκρυψή της από τα μάτια της ανθρωπότητας. Σάμπως η Ιστορία να γράφτηκε ποτέ πάνω στον ζυγό της τυφλής Δικαιοσύνης και όχι μέσα στο αλώνι της σύγκρουσης καταπιεστή και καταπιεζομένου.

Όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος έδινε το σύνθημα της εξαφάνισης (βλέπε απόκρυψης) του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, της καταστροφής της οπτικοποιημένης μνήμης της ειδωλολατρείας και απαγόρευε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι χριστιανοί που είχαν καταπιεστεί και σφαγιαστεί επί αιώνες, ακολούθησαν με πάθος την προσταγή του. Σκοπός του Θεοδοσίου άλλωστε ήταν να αναδείξει την επιβολή του χριστιανισμού ως ενός απελευθερωτικού από τα δεσμά του παγανισμού συστήματος, ως ενός ηθικού και πολιτισμένου πλαισίου. Όταν στις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, τα μνημεία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που υμνούσαν την σοβιετική ισχύ ξηλώνονταν, το πρόταγμα ήταν ο εξοστρακισμός τους από τη δημόσια επώδυνη μνήμη, περίπου σαν έναν χαλασμένο δόντι. Όταν το άγαλμα του Σαντάμ κατακρημνίστηκε στη Βαγδάτη μετά την εισβολή των Αμερικανών, ο Σαντάμ και η αιμοβόρα παρακαταθήκη του, στο φαντασιακό Ανατολής και Δύσης, έπαψε ως διά μαγείας να υπάρχει. Και κάθε φορά που στην Αθήνα το ΚΚΕ επιτίθεται στο άγαλμα του Τρούμαν, σαν ακόμα η ίδια η προσωπικότητά του (και όχι η πολιτική του παρακαταθήκη) να είναι ακόμα ζωντανή, ανακαλώ την εικόνα των στρατιωτών του Ξέρξη που μαστιγώνουν την θάλασσα για να την τιμωρήσουν για την καταστροφή των θαλάσσιων γεφυρών στον Ελλήσποντο. Παραδείγματα που υπενθυμίζουν ότι είναι άλλο πράγμα να απαιτείς την απομάκρυνση ενός μνημείου από τη σύγχρονη δημόσια σφαίρα (γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν τα μουσεία) και άλλο να αξιώσεις τη μεταφυσική εξαΰλωση του ιστορικού τους φορτίου μέσω της φυσικής τους καταστροφής.

Έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, προκύπτουν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο αυτές οι συμβολιστικές, τελετουργικές και τελικά θρησκευτικές πρακτικές που απαθανατίζονται και ποστάρονται στα social media (ίσως να γίνονται ακριβώς γι’ αυτό) συνδράμουν στην επεξεργασία της βαθιάς παρακμής και του χαίνοντος τραύματος της Δύσης. Γιατί το «κάψιμο του Ιούδα» ως πολιτική πρακτική μπορεί να εξαγνίζει αλλά δεν προωθεί την κοινωνική υπόθεση. Απλώς απωθεί, αποκρύπτει και εθίζει σε μια εκτόνωση πολύ βραχείας ανακούφισης. Το εικονικό, φαντασιακό λιντσάρισμα από αιώνες αποβιωσάντων προσωπικοτήτων επανεγκλωβίζει την πολιτική δράση στο χώρο του θεάματος, από εκεί δηλαδή που παλεύει να απαγκιστρωθεί. Αντί να αναστηλώνεται η πραγματική, απτή, υλική καθημερινή σφαίρα εντός της οποίας διαβιεί η πλατιά πλειοψηφία των μη προνομιούχων πολιτών της Δύσης, μετατρέπουμε την πολιτική πρακτική σε ένα παιχνίδι «augmented reality» (επαυξημένης πραγματικότητας) όπου συναντούμε τον κάθε πρωταίτιο Κολόμβο και τον εξοντώνουμε. Αν αυτή η λογική τραβηχτεί στα άκρα όριά της, θα έπρεπε να συζητήσουμε και το ενδεχόμενο να γκρεμίσουμε και τον Παρθενώνα επειδή κατασκευάστηκε από σκλάβους.

Κλείνοντας, συνοψίζοντας και επιστρέφοντας στον ερμητισμό του Νίτσε, λίγο παρακάτω από την φράση της εισαγωγής του παρόντος, σημειώνει: «Στην λάσπη της περιφρόνησής σας κειτόταν το άγαλμα: αυτό όμως ακριβώς είναι ο νόμος του, να αντλήσει από την περιφρόνηση πάλι ζωή […]».

Σημειώσεις: 

  1. Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, Nietzsche Friedrich Wilhelm, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Πανοπτικόν, 2012
  2. Ο Πινόκλης, Δημήτρης Ζάττας, ερμηνεία Γιαννάκης Ιωάννίδης, ηχογρ. Νέα Υόρκη 1928
  3. Η «δημόσια ιστορία», σύμφωνα με τον Χ. Αθανασιάδη, νοείται ως η «εφαρμοσμένη εκδοχή της ακαδημαϊκής ιστορίας» ή ακόμα και η «εκλαϊκευμένη» πρόσληψή της. (Τα αποσυρθέντα βιβλία, Χάρης Αθανασιάδης, Αλεξάνδρεια, 2015)