Υπάρχει λοιπόν άλλος δρόμος παρά το νεοφιλελευθερισμό, που μπορεί να υλοποιηθεί σήμερα; ή η κυριαρχία του είναι τέτοιας ισχύος ώστε οφείλουμε να αποδεχτούμε τα απανωτά μνημόνια της νεοαποικιακής εξάρτησης και της εκτεταμένης φτωχοποίησης;

Ads

Αν ακούσουμε τα πέντε μνημονιακά κόμματα – ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ, ΝΔ – όπως στην πραγματικότητα και τη ΧΑ, αλλά και τη ρητορική του ΚΚΕ που προτάσσει την άλλη πολιτική πλην όμως στο απώτατο μέλλον,  η απάντηση είναι όχι. Και όμως, είτε πρόκειται για χοντροκομμένη προπαγάνδα, είτε για ολέθριο λάθος, το κάλεσμα υποταγής στην καταστροφή της ζωής μας και στην παρακμή της κοινωνίας δε στέκεται σε καμιά ορθολογική κριτική και ιδίως δεν μπορεί να εμποδίσει την ανάδειξη του άλλου δρόμου.

Προκειμένου να αποπειραθούμε να σκιαγραφήσουμε αυτόν τον άλλο δρόο, σήμερα και εστιασμένα στην Ελλάδα πρέπει να προβούμε σε ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις:

α) το μείγμα νεοφιλελευθερισμού και δημοσιονομισμού που κυριαρχεί στην ευρωζώνη, με μητροπολιτικό κέντρο τη Γερμανία και κερδισμένο το μεγάλο κεφάλαιο έχει ήδη καταστήσει την ΕΕ σε διεθνές επίπεδο έναν από τους, αν όχι αδύναμους, τουλάχιστον ασθμαίνοντες κρίκους του παγκοσμίου καπιταλισμού. Κάθε μέρα που περνάει, το παρόν μοντέλο της ΕΕ και της ευρωζώνης αποδεικνύεται πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ολοένα και λιγότερο βιώσιμο. Ωστόσο επειδή ενισχύει το ρόλο της Γερμανίας όχι μόνο εξακολουθεί να υλοποιείται αλλά εντείνεται. Έτσι ασκεί σωρρευτική βία στις ευρωπαϊκές κοινωνίες η οποία θα προκαλέσει μοιραία απάντηση και αντίδραση, συνθήκη που με διαφόρους τρόπους συμβαίνει ήδη και στην Ελλάδα.

Ads

β) Ο νεοφιλελευθερισμός διεθνώς είναι ένα σύστημα σε ολοένα πιο επισφαλή ισορροπία: προκαλεί διαρκώς κρίσεις τις οποίες αξιοποιεί προς όφελός του, προκειμένου να ανοίγει νέες αγορές στις απορυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων και των τοπικών οικονομιών προς όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Αυτή η κρισιακή και παγκόσμα εκτατική του δομή ωστόσο συμβαδίζει αναγκαστικά με την εμμένεια του εθνικού κράτους ως του κύριου σταθεροποιητικού παράγοντα και με τη διεύρυνση του μεγέθους του παιχνιδιού παγκοσμίως, με αποτέλεσμα να τροφοδοτεί φούσκες πολύ μεγάλες για να ελεγχθούν προοπτικά από τη μια και εθνικιστικούς, ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς από την άλλη, που ακόμα- αλλά για πόσο ακόμα; – παραμένουν ελεγχόμενοι.

Τι μπορεί να κάνει σε ένα τέτοιο περιβάλλον λοιπόν, μια μεσαία χώρα όπως η Ελλάδα; Να απομονωθεί; Ή να υποταχτεί στις απαιτήσεις των δανειστών; Η απάντηση είναι τίποτα από τα δύο. Να προτάξει το δικό της σχέδιο και να αξιοποιήσει όλες τις συστημικές ρωγμές προκειμένου να το υλοποιήσει, με προσεκτικές αλλά και τολμηρές κινήσεις, επιλέγοντας το πλαίσιο που συναρτάται καλύτερα με τις ανάγκες του λαού της.

Πιο συγκεκριμένα: πρώτον, να προχωρήσει σε δημόσιο, δημοκρατικό, εθνικό και περιφερειακό σχεδιασμό της παραγωγικής της ανασυγκρότησης, μέσα από εκλεγμένα προς τούτο συμβούλια, διαδικασία απαραίτητη για κάθε οικονομία που έχει υποστεί πρωτοφανή υποχώρηση του ΑΕΠ της, της τάξης του 30% σχεδόν και υποφέρει από ανεργία- επίσημη- επίσης της τάξης του 30%. Ένας τέτοιος δημοκρατικός σχεδιασμός με στροφή στην παραγωγή, άρα στον α’γενή και β’ γενή τομέα όπως και στις υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας σημαίνει ότι από τον κρατισμό μεγέθους ενός περίπου ΑΕΠ υπέρ των τραπεζιτών θα περάσουμε σε παραγωγικές, δημόσιες επενδύσεις, σε μοντέλο μεικτής οικονομίας με ενισχυόμενο το ρόλο του κοινωνικού τομέα της οικονομίας, σε επαναδιάταξη και αξιοποίηση του ανθρωπίνου δυναμικού και άρα σε λειτουργία της εθνικής οικονομίας ως τέτοιας και όχι ως νεοαποικιοκρατούμενης και επομένως μονίμως υπανάπτυκτης οικονομίας.

Με τη σειρά τους, αυτές οι επιλογές προϋποθέτουν την οικοδόμηση ισχυρών αναπτυξιακών σχηματισμών εντός της Ελλάδας, που θα μπορούσαν να προσελκύσουν και επενδυτές αλλά με κυρίαρχο το δημόσιο χαρακτήρα τους, υπό δημοκρατικό έλεγχο και με διαφανή λειτουργία. Άρα οι μεγάλες παραγωγικές μονάδες, οι υποδομές, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και  συνολικά οι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας επαναπροσανατολίζονται όχι σε μια ενδοστρεφή ανάπτυξη αλλά σε μια ανάπτυξη προσαρμοσμένη πρωτίστως στις ανάγκες των πολιτών και της εθνικής οικονομίας και στην εξωστρέφεια ως συνέπεια και στο πλαίσιο του σχεδιασμού που τείνει προς την ικανοποίηση των εν λόγω αναγκών. Με την αντίστοιχη έμφαση στην καινοτομία μιλούμε για ένα είδος οικονομίας που με δημοκρατικό και διαφανή τρόπο κινητοποιεί όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις της, αντιθέτως προς το παρόν μοντέλο που συνειδητά απαξιώνει τις δυνάμεις αυτές προς όφελος της εγχώριας ολιγαρχίας και της ξένης πατρωνίας.

Δεύτερον και προκειμένου να υλοποιήσει το πρώτο σκέλος, μια χώρα σαν την Ελλάδα οφείλει να εθνικοποιήσει συνολικά τις τράπεζες που χρυσοπληρώνει ο ελληνικός λαός αντί να εθνικοποιεί μόνο τις ζημιές τους. Σε ένα νέο πρότυπο λειτουργίας που θα ισχυροποιήσει εν τέλει το ίδιο το τραπεζικό σύστημα μέσα από μια λειτουργία του όχι ληστρική και ακραία κερδοσκοπική όπως μέχρι σήμερα συνέβαινε αλλά αποσκοπούσα στη δανειοδότηση αναπτυξιακών σχεδίων και στην επανεκκίνηση νοικοκυριών, αγροτών και επαγγελματιών που έχουν πληγεί από την κρίση.

Τρίτον, να αναδιανείμει δραστικά και γρήγορα τον πλούτο της χώρας. Να λειτουργήσει τα μέσα παραγωγής υπέρ των πολιτών, να φορολογήσει το μεγάλο πλούτο που φοροδιαφεύγει ή φοροαποφεύγει – εφοπλιστικό κεφάλαιο, μεγάλο βιομηχανικό κεφάλαιο κλπ – και να φορολογήσει επίσης παρασιτικές συμπεριφορές μεσοστρωμάτων, με εξειδικευμένες, σύγχρονες παρεμβάσεις, διαθέτοντας ήδη ένα εξειδικευμένο, νέο προσωπικό στις αντίστοιχες υπηρεσίες.

Τέταρτον, να αναγνωρίσει δύο βασικές αλήθειες. Αφενός ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο άρα ούτως ή άλλως δεν μπορεί να αποπληρωθεί αν δεν αναδιαρθρωθεί και άρα δε θα το πληρώνει, προχωρώντας σε μια ανακουφιστική για τη χώρα – και ίσως και για τις αγορές τελικά- στάση πληρωμών. Αφετέρου ότι δεν μπορεί να επιβιώνει σε ένα φαύλο κύκλο δανεισμού, νέων περιοριστικών μέτρων, εντεινόμενης ύφεσης και ξανά από την αρχή, απλά και μόνο προκειμένου μια μικρή ελίτ να επωφελείται από την παραμονή στην ευρωζώνη. Δεν πρόκειται μόνο για το ακριβό ευρώ, που στην πραγματικότητα είναι ένα κάπως φτηνότερο μάρκο και άρα πλήρως ακατάλληλο και για την ελληνική οικονομία αλλά για όλο το πλέγμα κανονισμών της ευρωζώνης, που οδηγεί σε ακραίες στρεβλώσεις.

Πέμπτον, να προετοιμάσει, δεδομένου του ποια είναι η Ευρωζώνη και η ΕΕ, το λαό για τις αναγκαίες ρήξεις. Κατά το πρώτο δύσκολο διάστημα της εξόδου από το ευρώ- μεγάλο τμήμα των δυσκολιών του οποίου ήδη βιώνει ο λαός- η έμφαση στη γρήγορη κάλυψη των αναγκών της μεγάλης πλειοψηφίας στην υγεία και στην παιδεία, η ανακούφιση αναγκών ασφαλιστικής κάλυψης, η ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους, η εκκίνηση της παραγωγικής ανασυγκρότησης άρα η μείωση της ανεργίας, η μείωση των εισαγωγών και η αύξηση των εξαγωγών, η μείωση των έμμεσων φόρων στα είδη ευρείας και λαϊκής κατανάλωσης, το πάγωμα και η μείωση των τιμών, οι προστατευτικές για τυχόν καταχρηστικές συναλλαγές διατάξεις θα συνθέσουν ένα πλέγμα κοινωνικού μισθού που θα ισοσκελίσει αν όχι θα υπερσκελίσει τις δυσκολίες σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Η υψηλή δε, διατροφική επάρκεια όπως και ο υψηλός βαθμός κάλυψης των φαρμακευτικών αναγκών, μαζί με τα στρατηγικά αποθέματα σε καύσιμα θα διασφαλίσουν την ομαλή κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού έως ότου σταθεροποιηθεί η κατάσταση.

Είναι όλα αυτά εφικτά σε ένα εχθρικό, νεοφιλελεύθερο περιβάλλον; Η απάντηση είναι ναι, για τρεις λόγους: πρώτον, γιατί ο ελληνικός λαός διαθέτει δυνάμεις, δεν είναι ένα φτερό παραδομένο στον άνεμο. Μικρότερες χώρες ή χώρες με πολύ μεγαλύτερα προβλήματα και λιγότερο καταρτισμένο προσωπικό πέτυχαν επαναστατικούς πραγματικά μετασχηματισμούς. Δεύτερον, διότι πολλές από τους παραπάνω ακροθιγώς τιθέμενους μετασχηματισμούς δε συναντούν κυρίως τεχνικές δυσκολίες αλλά “κολλούν” στην έλλειψη πολιτική βούλησης, που με τη σειρά της διογκώνεται σε μια διαρκώς πιο αδύναμη δημοκρατία, εξαιτίας ακριβώς της αποστασιοποίησης των πολιτών από τα τεκταινόμενα, δηλαδή από τις ίδιδες τις ζωές τους, μέσα σε ένα καταθλιπτικό περιβάλλον, που κυριαρχείται από τη μιντιακή προπαγάνδα. Τρίτον, γιατί και οι ξένες δυνάμεις γνωρίζουν ότι υπάρχουν όρια: δε θέλουν και δεν αντέχουν μια Ελλάδα – μαύρη τρύπα σε μια περιοχή που τα φαινόμενα αποσύνθεσης έχουν αγγίξει για τα καλά και τη γειτονική Τουρκία. Αν εκβίασαν με τόση επιτυχία όλες τις τελευταίες κυβερνήσεις, ήταν εν πολλοίς γιατί και εκείνες ήθελαν να εκβιαστούν. Αυτή η ολέθρια ακολουθία εκβιάσιμων κυβερνήσεων πρέπει να σπάσει στις 20 Σεπτέμβρη. Δε θα είναι απλό και εύκολο αλλά έχοντας πετύχει ως λαός υπό πολύ δυσκολότερες περιστάσεις, θα πετύχουμε και τώρα.

* Ο Θέμης Τζήμας, είναι υποψήφιος Βουλευτής ΛΑΕ, Α’ Θεσσαλονίκης