Είναι απορίας άξιο για ποιο λόγο η κυβέρνηση φέρνει ένα πρόχειρο νομοσχέδιο για τον Τύπο και την ενημέρωση, σε μια στιγμή που βάλλεται πανταχόθεν για τις προβληματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα για τους δημοσιογράφους.

Ads

Το νομοσχέδιο για την ενίσχυση της δημοσιότητας και της διαφάνειας στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο που βρίσκεται σε διαβούλευση αυτές τις μέρες δημιουργεί ανησυχία για τα αντίθετα από αυτά που προσπαθεί να λύσει: νομιμοποιεί την πελατειακότητα στη δημοσιογραφική εργασία, την αδιαφάνεια στη διάθεση κρατικών πόρων και τον κρατικό έλεγχο στο διαδίκτυο. Κάποιος καλόπιστος θα έλεγε πως η κυβέρνηση ανοίγει τη συζήτηση, όμως έχουμε τουλάχιστον 108 λόγους να είμαστε καχύποπτοι απέναντι στην κυβέρνηση

Ποια Μέσα;

Οι εταιρείες Τύπου έχουν ένα διττό ρόλο να παίξουν που τις διαφοροποιεί από άλλες εταιρείες της ευρύτερης επικοινωνίας και της εν γένει πολιτιστικής παραγωγής. Χρειάζεται να είναι βιώσιμες οικονομικά ως επιχειρήσεις  και ανεξάρτητες από συμφέροντα, όσο αυτό είναι εφικτό. Αντίστοιχα, οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι πρέπει να μπορούν να παράγουν ενημέρωση σε ένα περιβάλλον ανεξαρτησίας, ελεύθερης πρόσβασης στις πηγές και αξιοπρεπούς εργασίας.

Ads

Η βιομηχανία του Τύπου πάσχει στη χώρα μας σήμερα, εξαιτίας της συνεχούς υποτίμησης της και αυτό είναι ένα από τα βασικα πρόβλημα που δεν λύνει αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία.

Χωρίς αποτίμηση της αγοράς, του τζίρου, του αριθμού εταιρειών και εργαζομένων δεν μπορεί να ρυθμιστεί η ποιότητα της παραγωγής του δημοσιογραφικού προϊόντος και αυτά τα στοιχεία απουσιάζουν από το σκεπτικό του νομοθέτη. Αντίστοιχα σε θεσμικό επίπεδο οι ρυθμίσεις που φέρνει η κουβέρ ήδη σήμερα δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μια φιλελεύθερης δημοκρατίας με διαχωρισμένες εξουσίες.

Σιωπή: Η κυβέρνηση σας ομιλεί!

Πρώτα αυτά που το νομοσχέδιο ΔΕΝ κάνει: Δεν αποδεσμεύει τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης από το γραφείο Πρωθυπουργού και δεν διαχωρίζει τη Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας. Από την άλλη πλευρά επιτρέπει  στους εργαζόμενους των Γενικών Γραμματειών και των εποπτευόμενων φορέων όπως η ΕΡΤ και το Αθηναϊκό Πρακτορείο να εργάζονται και στον ιδιωτικό τομέα! Έτσι δημιουργείται μια κατηγορία προνομιούχων εργαζόμενων με εγγυημένη απασχόληση και διαπλέκονται με έναν ακόμα τρόπο ιδιωτικές επιχειρήσεις τύπου με δημόσια κέντρα. Το χειρότερο είναι ότι αυτό γίνεται πάνω στο μοίρασμα του κόστους εργασίας.

Έπειτα, στο άρθρο 33 του υπο συζήτηση νομοσχεδίου, επιτρέπεται η αποτίμηση των προγραμμάτων διαφήμισης ή επικοινωνίας σε κεφάλαιο, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για πρόσδεση των Μέσων πάνω σε μεγαλύτερα οχήματα επικοινωνίας, όπως είναι οι διαφημιστικές εταιρείες. Έτσι όμως, δεν υπηρετείται η ανεξαρτησία των επιχειρήσεων Τύπου, προϋπόθεσή για την ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος, αλλά εμπεδώνεται η ιδέα ότι η ενημέρωση στη χώρα ρυθμίζεται από μεγάλα οικονομικά και πολιτικά κέντρα και η πολύεργασία.

Στο ίδιο πνεύμα, στο άρθρο 4 ορίζεται ως πεδίο εφαρμογής του νόμου, το σύνολο των εταιρειών επικοινωνίας, τόσο των διαφημιστικών, όσο και των ενημερωτικών, παρότι πρόκειται για ουσιωδώς διαφορετικές λειτουργίες. Η ΕΣΗΕΑ τονίζει την ανάγκη προστασίας της πλήρους και ασφαλισμένης εργασίας, ως προϋπόθεσης για τη ρύθμιση του τοπίου. Για παράδειγμα, με το νόμο Παππά, επιβλήθηκε μίνιμουμ αριθμός 400 εργαζομένων ανά μέσο, που τώρα μειώνεται σε 240 εξαιτίας του outsourcing του 40% που θα επιτρέπεται πλέον σε εταιρείες του ευρύτερου χώρου.

Όμως το outsourcing εδώ είναι το πρόβλημα. Στο πεδίο των ψηφιακών Μέσων το νομοσχέδιο ορίζει αυθαίρετα τον ελάχιστο αριθμό εργαζομένων: έναν πλήρως ασφαλισμένο εργαζόμενο για εταιρείες με κύκλο εργασιών μέχρι 80.000 ευρώ, δύο για εταιρείες με κύκλο εργασιών μέχρι έως 160.000 και τρεις για εταιρείες με κύκλο εργασιών από 160.000 ευρώ και πάνω. Στο τοπίο της ψηφιακής ενημέρωσης, όπου δραστηριοποιούνται φτωχές εταιρείες, φαίνεται πως πρέπει να γίνουμε όλοι ιδιωτικοί υπάλληλοι ανταγωνιστικού κόστους. Το νομοσχέδιο νομιμοποιεί τη μαύρη ή ελαστική εργασία. Οποιοσδήποτε έχει δουλέψει σε ροή ειδήσεων γνωρίζει ότι δεν μπορεί αυτή να παραχθεί χωρίς να εργαστούν σε βάρδια και σε δύσκολες συνθήκες 6-7 εργαζόμενοι κατ’ελάχιστον.

Το ΕΣΡ του διαδικτύου

Επί της αρχής η ρύθμιση του ελέγχου του δημοσιογραφικού λόγου μέσω της κρατικής διαφήμισης στο διαδίκτυο ακούγεται λογική. Η κυβέρνηση θεσμοθετεί μια επιτροπή δεοντολογίας, ένα ΕΣΡ του διαδικτύου το οποίο θα χειρίζεται καταγγελίες για παραβιάσεις του κώδικα δεοντολογίας. Το δύσκολο πρόβλημα  του ελέγχου του λόγου στο διαδίκτυο ρυθμίζεται από ευρωπαϊκές οδηγίες, κανόνες χρήσης κοινότητας των πλατφορμών και τώρα ενδεχομένως ένα επίσημο σώμα που θα κατανέμει δημόσιους πόρους. Στο απόρυθμισμένο τοπίο ψηφιακών Μέσων όπου ο καθένας μπορεί, χωρίς προϋποθέσεις, να ανοίξει ένα site και να διανέμει «δημοσιογραφικό» περιεχόμενο, αντιγράφοντας ή παραφράζοντας την πρωτότυπη παραγωγή τρίτων, όσοι δεν πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις θα πρέπει να αποκλείονται από την κρατική διαφήμιση.

Αυτό ήταν άλλωστε το πνεύμα του μητρώου των online Μέσων που εισήγαγε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν μάλιστα δε σέβονται τις αρχές της δεοντολογίας, κάτι που σχεδόν πάντοτε ακολουθεί τις κακές συνθήκες παραγωγής, τότε πρέπει να περιορίζονται. Πρόκειται για μια θεμιτή μορφή παρέμβασης, στον βαθμό που το κράτος οφείλει να προασπίσει τις αρχές και τις εγγυήσεις, χωρίς να καταπιέζει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου. Ένα κράτος με διαβρωμένους θεσμούς όμως, δεν απολαμβάνει την εμπιστοσύνη που απαιτείται για να προχωρήσει σε τέτοιου είδους παρεμβάσεις, οι οποίες είναι ούτως ή άλλως λεπτές και απασχολούν έντονα νομικούς και δημοσιογράφους σε όλη την Ευρώπη.

Δεν υπάρχει δημοσιογράφος που θεωρεί το Ίδρυμα Μπότση ικανό εγγυητή του δημοσιογραφικού έργου και δεν μπορεί μια γραφειοκρατική δομή να διασφαλίσει συνθήκες ποιοτικής παραγωγής του. Το νομοσχέδιο εισάγει μία σειρά από ποινές οι οποίες καθιστούν το έργο της επιτροπής πρακτικά ανεφάρμοστο και δυνάμει χειραγωγήσιμο. Μηχανισμοί διαφάνειας, όπως εκθέσεις της κατάστασης του τύπου στη χωρα, θα μπορούσαν ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν καλύτερα την έκταση του προβλήματος, πριν την επιβολή ποινών. Το νομοσχέδιο ανοίγει ακόμα το δρόμο για τη νομιμοποίηση λιστών, όπως η διαβόητη λίστα Πέτσα, δηλαδή τη δυνατότητα του κράτους να χειραγωγεί την ενημέρωση δια της κρατικής διαφήμισης. Μόνο που τώρα ζητάει τη συνενοχή σωματείων εργαζόμενων και εργοδοτών. Τα σωματεία εργαζομένων πρέπει να μη βρεθούν αντιμέτωπα με εκβιασμούς από αθέμιτες πρακτικές μεταξύ ανταγωνιζομένων επιχειρήσεων και να μη χρεωθούν την απώλεια ισχνών θέσεων εργασίας.

Επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες

Αντίθετα, πρέπει να καταστεί προϋπόθεση η παράγωγη πρωτότυπου δημοσιογραφικού έργου και να δοθούν κίνητρα για την επένδυση σε νέες τεχνολογίες, προκειμένου να είναι υγιής ο ανταγωνισμός και να προστατευθεί το δημοσιογραφικό έργο. Ενώ το άνοιγμα της ιδιωτικής Τηλεόρασης συνοδεύθηκε ιστορικά από τις αντίστοιχες επενδύσεις, το ψηφιακό άνοιγμα σήμανε την αντίθετη διαδικασία. Αντιμετωπίστηκε ως αναγκαστικό πάρεργο ελάχιστου κόστους-μέγα λάθος. Πουθενά δε διατυπώνεται η ανάγκη επένδυσης σε νέες τεχνολογίες, ωσάν να μην εργαζόμαστε σε βιομηχανία, αλλά σε μικρές βιοτεχνίες χαμηλού κόστους παραγωγής και ποιότητας προϊόντος.

Πνευματικά δικαιώματα και εργασία

Εύρωστες οικονομικά και ανεξάρτητες επιχειρήσεις Τύπου που θα επιτελέσουν το έργο της παραγωγής ενημέρωσης δεν μπορούν να υπάρξουν σε ένα καθεστώς συστηματικής κλοπής της πνευματικής εργασίας. Το νομοσχέδιο δεν ακουμπάει καθόλου το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων παρά μόνο για να νομιμοποιήσει την αναπαραγωγή τους εντός εταιρικών ομίλων κατά παράβαση των δικαιωμάτων των παραγωγών δημοσιογράφων και των φορέων συλλογικής διαχείρισης. Όχι μόνο δεν επιχειρεί να ελέγξει τις μηχανές αναζήτησης στο διαδίκτυο και τα μεγάλα κοινωνικά δίκτυα, αλλά δε θεωρεί ότι εργαζόμενοι έχουν καν δικαιώματα πάνω στο προϊόν που παράγουν. Ο εργαζόμενος των 700 ευρώ μπορεί με τη δουλειά του να συμβάλει στην κερδοφορία ενός site, μιας εφημερίδας και ενός ραδιοφώνου, χωριστά, χωρίς να έχει δικαίωμα να λάβει μέρος αυτού του κέρδους

Σήμερα η εξαιρετικά διευρυμένη βάση των εργαζόμενων στην παραγωγή περιεχομένου για ψηφιακά Μέσα οφείλει να διεκδικήσει εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα προκειμένου να προστατεύει τα συμφέροντα της, αλλά και την ποιότητα της εργασίας και του προϊόντος της. Χωρίς αυτή τη διεκδίκηση θα συνεχίσουμε να κατρακυλάμε προς την περαιτέρω αυταρχικοποίηση του πλαισίου λειτουργίας των μέσων ενημέρωσης και της δημοσιογραφίας στη χώρα και όχι προς την αποκατάσταση της λειτουργίας τους και επομένως της συνταγματικής εγγύησης της ελευθερίας του τύπου και έπειτα του λόγου.