Πριν από λίγες μέρες ανακοινώθηκε από το ΥΠΠΕΘ μια πρόταση για το νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ και τη δομή της νέας Γ’ Λυκείου. Η ελληνική κοινωνία, εδώ και δεκαετίες, έχει δώσει ιδιαίτερη σημασία στην πρόσβαση των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ads

Παλαιότερα η είσοδος σε ένα ΑΕΙ ήταν βάσιμα συνδεδεμένη με προοπτικές κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης. Στα πρόσφατα χρόνια της κρίσης αυτή η προοπτική κατέρρευσε με τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων.

Ομως το γεγονός ότι όσο αυξανόταν το μορφωτικό επίπεδο τόσο μικρότερο ήταν το, ούτως ή άλλως πολύ υψηλό, ποσοστό ανεργίας, κράτησε πολύ ψηλά τον στόχο της εισαγωγής στα ΑΕΙ, ακόμη και ως διαβατήριο για φυγή στο εξωτερικό.

Με αυτά τα δεδομένα, μια πρόταση που αφορά τον πυρήνα του συστήματος εισαγωγής και την Γ’ Λυκείου είναι αναμενόμενο να δημιουργήσει συζητήσεις, διάλογο και αντιπαραθέσεις.

Ads

Στο άρθρο μας αυτό θα θέλαμε να εστιάσουμε σε μερικές από τις πλευρές της πρότασης με τις οποίες έχουμε και στενότερη σχέση, λόγω της επαγγελματικής και επιστημονικής μας ιδιότητας, αλλά και της ενεργού συμμετοχής μας στον σχεδιασμό της πρότασης του νέου συστήματος.

Για αρκετά από όσα αναφέρουμε, αποτέλεσε αφορμή ένα πρόσφατο άρθρο της Διαλεκτής Αγγελή στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με τίτλο «Κριτική έξι σημείων για τη μεταρρύθμιση στην Παιδεία», όπου εύστοχα, πιστεύουμε, τέθηκαν διάφορα ζητήματα προς κρίση και περαιτέρω ανάλυση.

Ελεύθερη πρόσβαση

Αναμφισβήτητα, το πλέον καινοτόμο στοιχείο της πρότασης είναι η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ. Στη γενικότερη μορφή της αυτή σημαίνει ότι κάθε υποψήφιος, αν έχει αποκτήσει των τίτλο σπουδών που πιστοποιεί την ολοκλήρωση των δευτεροβάθμιων σπουδών του, επιλέγει το τμήμα στο οποίο επιθυμεί να σπουδάσει.

Αυτός μπορεί και πρέπει να είναι ένας οραματικός στόχος, άμεσα συνδεδεμένος με την προοπτική της καθολικής ανάπτυξης των δυνατοτήτων των νέων ανθρώπων, ανεξάρτητα από ταξικούς και άλλους κοινωνικούς και οικονομικούς φραγμούς.

Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να τονιστεί ότι η ελεύθερη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια αποτελεί έναν καθιερωμένο θεσμό στα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη.

Ομως η εφαρμογή μιας τόσο μεγάλης καινοτομίας για τα ελληνικά δεδομένα πρέπει να γίνει σταδιακά, για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με την «ευστάθεια» του συστήματος, για να μιλήσουμε με τη γλώσσα των επιστημών τις οποίες θεραπεύουμε, όσο και με την αναμενόμενη ανισοκατανομή των προτιμήσεων των υποψηφίων σε ένα σύστημα «πλήρους» ελεύθερης πρόσβασης.

Μια άμεση καθολική εφαρμογή, δεδομένων των προτιμήσεων που είναι γνωστό ότι κατευθύνονται κατά κύριο λόγο σε πολύ λίγα γνωστικά πεδία και αντίστοιχα επαγγέλματα, είναι ανέφικτη λόγω ανυπαρξίας των υπέρογκων πόρων που θα απαιτούνταν (π.χ. πολλές δεκάδες Τμήματα Ιατρικής και Επιστημών Μηχανικών) και δεν συμβαδίζει με την κουλτούρα λειτουργίας των ελληνικών ΑΕΙ που σχεδιάζουν και διοικούν επί τη βάσει του αριθμού των εισακτέων ανά τμήμα.

Από την άλλη πλευρά, το υπάρχον σύστημα εισαγωγής με τον απεριόριστο αριθμό επιλογών τμημάτων οδηγεί σε φαινόμενα «ντόμινο», αφού η συσσωρευμένη και ανικανοποίητη επιθυμία εισαγωγής στα τμήματα υψηλής ζήτησης κατευθύνει υποψηφίους σε τμήματα που είναι χαμηλά στις προτιμήσεις τους.

Αντίθετα, υπάρχουν υποψήφιοι που θα προτιμούσαν να εισαχθούν σε τέτοια τμήματα, όπως αυτή η προτίμηση αποτυπώνεται στη σειρά που δηλώνουν αυτά τα τμήματα στο μηχανογραφικό τους, για λόγους γνωστικού αντικειμένου και ενδεχομένως εντοπιότητας.

Πολλοί όμως από αυτούς τους υποψηφίους αποκλείονται, ακριβώς λόγω του «ντόμινο», ενώ οι υποψήφιοι που επιτυγχάνουν σε αυτά τα τμήματα δεν σημαίνει ότι επιλέγουν συνειδητά αυτά τα τμήματα και ίσως τελικά να μην ολοκληρώσουν τις σπουδές τους σε αυτά.

Η πολιτεία κάθε χρόνο αποφασίζει για τη δυνατότητα, με βάση τους διαθέσιμους πόρους, συγκεκριμένος αριθμός φοιτητών να φοιτήσει σε συγκεκριμένα τμήματα.

Αφήνουμε κατά μέρος τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο αριθμός καθορίζεται, πεδίο όπου χρειάζονται πολλές βελτιώσεις, μια που από μόνο του δημιουργεί προβλήματα και παραδοξότητες.

Αν κάποια τμήματα βρίσκονται ψηλά στις προτιμήσεις κάποιων υποψηφίων, χωρίς να καλύπτεται ο αριθμός των διαθέσιμων θέσεων, γιατί να μην μπορούν αυτοί οι υποψήφιοι να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα τμήματα αυτά, χωρίς να χρειάζεται να ανταγωνίζονται άλλους συνυποψηφίους που τα έχουν σε χαμηλότερη προτίμηση;

Αυτή, πιστεύουμε, είναι η βασική φιλοσοφία της λύσης που προκρίθηκε ώστε να αρχίσει να εφαρμόζεται άμεσα μια εκδοχή ελεύθερης πρόσβασης, με ισορροπημένο και σταδιακό τρόπο, χωρίς να απαιτείται υπέρμετρη αύξηση πόρων και χωρίς να διαταράσσεται η δοκιμασμένη λειτουργία των ΑΕΙ.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο ακριβής μέγιστος αριθμός προτιμήσεων των υποψηφίων στο πρώτο μηχανογραφικό θα πρέπει να προκύψει ύστερα από προσεκτική έρευνα των υπηρεσιών του ΥΠΠΕΘ, έτσι ώστε η πολιτεία να μπορεί στατιστικά να ρυθμίσει το πλήθος των τμημάτων που θα ενταχθούν στη ζώνη των τμημάτων ελεύθερης πρόσβασης.

Απολυτήριο και ενδοσχολικές εξετάσεις

Ομως η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης επιβάλλει να στραφούν οι προβολείς στη διαδικασία που προσφέρει τα απαραίτητα εφόδια στους μαθητές για να μπορούν να φοιτήσουν στην ανώτατη εκπαίδευση και προηγείται των πανελλαδικών εξετάσεων, δηλαδή την Γ’ Λυκείου.

Εκεί τα προβλήματα που έχει επισωρεύσει το υπάρχον σύστημα εισαγωγής έχουν αναφερθεί και αναλυθεί από πολλούς, αν και πολλές φορές ως κοινωνία προτιμάμε να στρουθοκαμηλίζουμε.

Σε πρώτο επίπεδο, άμεσα συνδεδεμένο με τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης, τίθεται το ζήτημα του απολυτηρίου. Αυτή τη στιγμή όλοι αντιλαμβάνονται ότι το απολυτήριο δεν αντικατοπτρίζει ένα ισχυρό γνωσιακό υπόβαθρο, παρά μόνο την τυπική κατοχύρωση της ολοκλήρωσης των δευτεροβάθμιων σπουδών από τον κάτοχό του.

Η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης, με μοναδικό προαπαιτούμενο το απολυτήριο, επιβάλλει την αναβάθμιση του απολυτηρίου, γεγονός που από μόνο του έχει αξία, άσχετα από τη σύνδεσή του με το όποιο σύστημα εισαγωγής.

Εδώ υπάρχει μια ένταση μεταξύ δύο αντιθέτων: του σημερινού συστήματος, όπου οι βαθμοί του απολυτηρίου προκύπτουν από αμιγώς ενδοσχολικές διαδικασίες, και του άλλου άκρου, όπου θα υπάρχει ένα «εθνικό απολυτήριο» με πλήρεις διαδικασίες πανελλαδικών εξετάσεων.

Προφανώς αυτό θα πρόσφερε το μέγιστο του αδιάβλητου, όμως θα οδηγούσε σε ένα σύστημα που πιθανότατα θα είναι πιο εξοντωτικό, οικονομικά και ψυχολογικά, από το υπάρχον.

Και εδώ η πρόταση του νέου συστήματος φαίνεται να προτείνει μια λελογισμένη προσαρμογή: εξετάσεις λίγων μαθημάτων σε ομάδες σχολείων και ταυτόχρονα μικρή συμμετοχή του βαθμού του απολυτηρίου στον τελικό βαθμό εισαγωγής για όσους δώσουν πανελλαδικές εξετάσεις.

Προφανώς στο σημείο αυτό είναι που πρέπει να εστιαστεί το μεγαλύτερο μέρος της προσπάθειας και της προσοχής των σχεδιασμών για το νέο σύστημα, ώστε να βρεθεί το βέλτιστο σημείο ισορροπίας που να ικανοποιεί και το αδιάβλητο και το ομοιογενές αλλά και να μη σημαίνει «διπλές» πανελλαδικές εξετάσεις για τους μαθητές.

Επιστημονικά Πεδία και τμήματα ΑΕΙ

Ενα ακόμη σημείο, που σχετίζεται με το ποιες γνώσεις αποκτούν και σε ποιες εξετάζονται οι υποψήφιοι στην Γ’ Λυκείου, σε σχέση με τις μελλοντικές απαιτήσεις των τμημάτων όπου θα φοιτήσουν, αν πετύχουν την εισαγωγή τους, αφορά τον αριθμό και το είδος των εξεταζόμενων μαθημάτων ανά Ομάδα Προσανατολισμού.

Στο νέο σύστημα επιλέχθηκε, ορθώς κατά την άποψή μας, να δοθεί το κύριο εκπαιδευτικό και εξεταστικό βάρος σε τέσσερα κύρια μαθήματα, κοινά για όλους τους υποψηφίους της Ομάδας Προσανατολισμού και η αντιστοιχία Ομάδας Προσανατολισμού προς Επιστημονικό Πεδίο τμημάτων εισαγωγής.

Κατ’ αρχάς, η επιλογή του αριθμού υποχρεωτικώς εξεταζόμενων μαθημάτων σε τέσσερα και όχι π.χ. σε πέντε, για όλους, πιστεύουμε ότι αποτελεί μια επιλογή που μειώνει τον φόρτο των υποψηφίων, χωρίς ωστόσο να βλάπτει το εύρος των γνώσεων γενικής παιδείας στο αντίστοιχο επιστημονικό πεδίο στις οποίες θα πρέπει να έχει εξεταστεί ένας υποψήφιος.

Π.χ. στην Ομάδα Προσανατολισμού των Θετικών Σπουδών η οποία είναι οικεία στους γράφοντες δίνεται η έμφαση με αυξημένες ώρες διδασκαλίας στα Μαθηματικά, Φυσική και Χημεία που διαχρονικά αποτελούν τα κύρια γνωστικά πεδία που πρέπει να κατέχει κάποιος μαθητής ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει σε οποιοδήποτε αντικείμενο των Θετικών Σπουδών ή Σπουδών Μηχανικού.

Αντιθέτως, η δυνατότητα που υπάρχει στο ισχύον σύστημα, όπου π.χ. ένας υποψήφιος της Ομάδας Προσανατολισμού Σπουδών Οικονομίας και Πληροφορική ή της Ομάδας Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών, επιπλέον των μαθημάτων της ομάδας να εξετάζεται και στη Βιολογία Γενικής Παιδείας, ώστε να εισαχθεί σε τμήματα του Επιστημονικού Πεδίου Επιστημών Υγείας και Ζωής, αποτελεί μια στρέβλωση διότι αφήνει ακάλυπτα τα εξαιρετικά σημαντικά γνωστικά πεδία της Φυσικής και της Χημείας.

Ως επόμενο βήμα, απαιτείται από πλευράς ΥΠΠΕΘ η ενδελεχής μελέτη των Επιστημονικών Πεδίων στα οποία τα διάφορα τμήματα εντάσσονται με τρόπο πιο «ανοιχτό», ώστε να αυξηθεί, με επιστημονικά και όχι συντεχνιακά κριτήρια, ο αριθμός τμημάτων που είναι προσβάσιμα από περισσότερα του ενός Επιστημονικά Πεδία.

Ως επίμετρο θα πρέπει να τονιστεί ίσως το σημαντικότερο στοιχείο της νέας πρότασης. Σε συνεχείς συζητήσεις με ενεργούς εκπαιδευτικούς του δημόσιου σχολείου μάς καλλιεργείται η εντύπωση ότι η νέα πρόταση είναι συνεκτική και στοχευμένη, οπότε δημιουργεί τη δυναμική της επαναφοράς του ενδιαφέροντος των μαθητών στη σχολική διαδικασία, ενώ παράλληλα δίνει τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να εμβαθύνουν στα κύρια γνωστικά πεδία των Ομάδων Προσανατολισμού.

Οπως ορθά αναφέρει η Διαλεκτή Αγγελή, η νέα πρόταση «καταφέρνει να δώσει ξανά ζωή σε μια κατά γενική ομολογία νεκρή τάξη». Αυτή η δυναμική που διαφαίνεται να υπάρχει στη νέα Γ’ Λυκείου είναι το στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν το ΥΠΠΕΘ, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές ώστε να δοθεί το έναυσμα της σε βάθος μεταρρύθμισης όλων των τάξεων του δημόσιου σχολείου προς όφελος της κοινωνίας.

*Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής
**Αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών