Η παραοικονομία ορίζεται και μετριέται ως ο ανεπίσημος τομέας της οικονομίας, όπου υλοποιούνται επιχειρηματικές δραστηριότητες και το παραγόμενο εισόδημα από αυτές, δεν «υπακούει» στην φορολογική νομοθεσία, ούτε εκπληρώνει τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Στην χώρα μας η παραοικονομία, σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Οικονομικών, φθάνει τα 35 δις εκατ. ευρώ, λίγο κάτω από το 20% του ΑΕΠ!

Ads

Στις περισσότερες επιστημονικές μελέτες, η παραοικονομία μετριέται στη βάση του υπολογισμού του «φορολογικού χάσματος», καταγράφοντας την φορολογική απόκλιση λόγω φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Η φοροδιαφυγή ως κοινωνικό φαινόμενο, βασίζεται στη διαφορετική αντίληψη για τον καταβαλλόμενο φόρο εισοδήματος μεταξύ διαφορετικών εισοδηματικών και κοινωνικών ομάδων, καθώς επίσης και στον τρόπο διανομής των κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών από τις κυβερνήσεις. Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει το επίπεδο του δηλωθέντος εισοδήματος είναι η ικανοποίηση των πολιτών από την εκάστοτε κυβερνητική πολιτική, ειδικά ως προς την φορολόγηση, την κατανομή των φορολογικών βαρών, τη διανομή του εισοδήματος, την πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες και τη σχέση φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών.

Ως προς τους παράγοντες που διαμορφώνουν το ύψος της φοροδιαφυγής αυτοί είναι η πηγή προέλευσης και απόκτησης εισοδήματος, η σχέση κοινωνικής διαστρωμάτωσης και φορολογικής κατανομής, η ανταποδοτικότητα των φόρων και η επιλογή διανομής του παραγόμενου πλούτου, καθώς και το αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης (δηλαδή, η ύπαρξη ενδογενούς ή ηθικής παρακίνησης για την πληρωμή των φόρων). Αυτοί, σε μεγάλο βαθμό, καθορίζουν την φορολογική ηθική και κουλτούρα, οι οποίες είναι θετικά σχετιζόμενες με το κοινωνικό κεφάλαιο, την πολιτική συμμετοχή και την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση (που επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα και την κατανομή του εισοδήματος), ενώ είναι αρνητικά σχετιζόμενες με τη δυσαρέσκεια από την εφαρμογή συγκεκριμένων δημοσίων πολιτικών και το ύψος και κατανομή της ανεργίας. Συμπληρωματικά, οι αυτοαπασχολούμενοι, τα άτομα νεαρότερης ηλικίας και χαμηλότερου επιπέδου μόρφωσης έχουν μεγαλύτερη έφεση στην φοροδιαφυγή, όπως και οι μικρομεσαίες ή οικογενειακού χαρακτήρα επιχειρήσεις, που τα ακαθάριστα εισοδήματα είναι λίγο περισσότερα από τις δαπάνες λειτουργίας τους.

Για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής πρέπει να διαμορφωθεί ένα υπόδειγμα πρόληψής της, όπου θα λαμβάνει υπόψιν του, τα κοινωνικά, εισοδηματικά, επιχειρηματικά και συμπεριφοριστικά χαρακτηριστικά, ώστε να σχεδιάζονται οι ανάλογες πολιτικές που θα έχουν περισσότερες πιθανότητες αποτελεσματικότητας και θα επιτυγχάνουν τους επιδιωκόμενους στόχους: την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την αύξηση των φορολογικών εσόδων, την ανάπτυξη της εθελοντικής φορολογικής συμμόρφωσης και τη διασφάλιση κανόνων για τον όσο το δυνατόν, υγιή επιχειρηματικό ανταγωνισμό.

Ads

Αυτό το υπόδειγμα, στο πρώτο στάδιο έχει τη συλλογή των πληροφοριών και των δεδομένων από διάφορες πηγές. Για παράδειγμα, οι φορολογικές δηλώσεις, οι δηλώσεις ΦΠΑ, τα κοινωνικά δίκτυα, τα στοιχεία από τις οικονομικές βάσεις δεδομένων, τα δεδομένα από τρίτες πηγές, τα καταγεγραμμένα στοιχεία σε δημόσιους και επαγγελματικούς φορείς, κ.λπ., είναι οι ενδεικτικές πηγές. Στο δεύτερο στάδιο, όλες οι παραπάνω πληροφορίες και τα δεδομένα, αναλύονται, συγκρίνονται και στη συνέχεια επεξεργάζονται ώστε να είναι αξιοποιήσιμα και σε επεξεργάσιμη μορφή. Αυτό είναι ένα κρίσιμο επίπεδο, καθώς τα κενά, τα λάθη και τα προβλήματα κατά την ανάλυση δίνουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα για τους «θύλακες» φοροδιαφυγής και την προβλεπτική ανάλυση, που είναι απαραίτητη στη διαμόρφωση και υλοποίηση σχεδίων καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Στο τρίτο στάδιο είναι η διαδικασία επικινδυνότητας, όπου ανακαλύπτονται οι φορολογικές «ανωμαλίες», διαμορφώνεται το μοντέλο πρόληψης και σχεδιάζεται το κέντρο όπου «καταγράφεται» όλη η ανακύπτουσα γνώση για την φοροδιαφυγή, τους «θύλακες» της και «φτιάχνονται» οι «συναγερμοί φοροδιαφυγής». Από αυτό το στάδιο, προκύπτει η επιλογή των υποθέσεων προς έρευνα για την αποκάλυψη της φοροδιαφυγής και με βάση τα αποτελέσματα, διαμορφώνεται το στρατηγικό σχέδιο πρόληψης φοροδιαφυγής, καθώς και τα επιχειρησιακά σχέδια καταπολέμησής της Ουσιαστικά, από τα αποτελέσματα αυτά, προκύπτει, ως επανατροφοδότηση, ο κύκλος «μάθησης και βελτίωσης», όπου επικαιροποιείται και αναμορφώνεται ο τρόπος επεξεργασίας και ανάλυσης των δεδομένων που συλλέγονται κατά το πρώτο στάδιο του υποδείγματος.

Η επιλογή για φοροδιαφυγή επηρεάζεται από την εφαρμοζόμενη φορολογική πολιτική, ειδικά το ύψος των επιβαλλόμενων προστίμων και τις πιθανότητες ανακάλυψης των φοροφυγάδων. Η φοροδιαφυγή είναι ένα εξαιρετικά δυναμικό φαινόμενο και ένα απλό και ξεκάθαρο φορολογικό σύστημα, που παρέχει ανοικτή και διαρκή πληροφόρηση σε όλους τους «παίκτες» του οικονομικού συστήματος, έχει τη δυνατότητα να μειώσει την φοροδιαφυγή.

Είναι καίριας σημασίας η ανάγκη για επικέντρωση σε συγκεκριμένους τομείς και επιχειρηματικές ομάδες που, μετά από αναλύσεις, προκύπτει ότι έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα φοροδιαφυγής ή ότι εν τέλει τη διαπράττουν, σε συνδυασμό με την ευδιάκριτη και συνεχή εμφάνιση του ηθικού και δίκαιου στοιχείου στον έλεγχο της φοροδιαφυγής. Το ύψος της παρακράτησης και της προκαταβολής στους φόρους εισοδήματος σε συνδυασμό με το ύψος των φορολογικών συντελεστών, επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την έκταση της φοροδιαφυγής. Τέλος, όταν το φορολογικό ηθικό είναι υψηλό, τότε τα επίπεδα της φοροδιαφυγής αναμένονται να είναι χαμηλά.
Η πρόληψη της φοροδιαφυγής είναι μια σύνθετη, δυναμική και πολυπαραγοντική διαδικασία που, όταν σχεδιάζεται από τους κρατικούς αξιωματούχους, πρέπει να λαμβάνει πολλά δεδομένα υπόψιν της, καθώς και να είναι έτοιμη σε αναθεωρήσεις και να τροποποιήσεις, ανάλογα με τα αποτελέσματα  από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τη δυνατότητα που αναπτύσσεται για ανάπτυξη νέων μεθόδων φοροδιαφυγής.