Στη διάρκεια της φετινής πολιτικής χρονιάς στην ΕΕ, το αντι-ισλαμικό συναίσθημα επικράτησε στην επίσημη ρητορική και καθόρισε σε ένα σημαντικό βαθμό τις εκλογικές εξελίξεις. Η έξοδος της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, η εκλογική άνοδος ακροδεξιών κομμάτων σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η ήττα του Ρέντσι στο δημοψήφισμα της Ιταλίας, η ήττα του κεντρώου και ήπιου Αλάν Ζιπέ στις προκριματικές των Γάλλων Συντηρητικών, καθώς και η ακραία ρητορική πλήθος Ευρωπαίων ηγετών, όπως ο Βίκτορ Ορμπάν της Ουγγαρίας, είχαν ως κοινό παρονομαστή μια ολοένα και περισσότερο ανασφαλή ευρωπαϊκή κοινωνία, η οποία είναι έτοιμη να προσεγγίσει κάθε αντι-συστημική επιλογή προκειμένου να “τιμωρήσει” εκλογικά τους πολιτικούς ιθύνοντες των φόβων της.
 
Παράπλευρη συνέπεια της ενίσχυσης αυτού του αισθήματος φόβου ήταν η μεταβολή στις ισορροπίες ισχύος μεταξύ της Κεντροδεξιάς και της Άκρας Δεξιάς. Δεδομένου του φυσικού ανταγωνισμού στο δεξιό ημισφαίριο, η εκλογική ενδυνάμωση των ακροδεξιών κομμάτων έφερε τα κεντροδεξιά κόμματα μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα: να σκληρύνουν τον λόγο τους ώστε να δείξουν πως κατανοούν τον φόβο του πλήθους ή όχι; Πώς κινήθηκε καθένας από τους πλέον κομβικούς κεντροδεξιούς ηγέτες της ΕΕ; Πόσο ομοιάζει τελικά η ήρεμη και ελκυστική Κεντροδεξιά με τις σκληρές και αντιπαθητικές Ακροδεξιές;
 
Γερμανία: Η Μέρκελ υποδέχεται τους πρόσφυγες και φουσκώνει τα ποσοστά της Άκρας Δεξιάς
 
Εδώ και δυο περίπου χρόνια, η Άγκελα Μέρκελ έχει αναδειχθεί ως η πλέον ένθερμη θιασώτης της πολιτικής των “ανοιχτών συνόρων”.  Όταν οι μετακινήσεις χιλιάδων Σύριων προσφύγων καθημερινά στη Μεσόγειο θάλασσα ήταν πλέον μια δραματική πραγματικότητα την άνοιξη του 2015, η Άγκελα Μέρκελ υποστήριξε την πολιτική της ανοιχτής εισδοχής έως και 1 εκατομμυρίου προσφύγων στη Γερμανία. Επιδιώκοντας να απεγκλωβίζει πρόσφυγες εγκλωβισμένους στα σύνολα με την Ουγγαρία, οι οποίοι διαβιούσαν σε άσχημες συνθήκες, εξαιτίας και της εχθρικής, προς τη μετανάστευση, στάσης του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν, η Άγκελα Μέρκελ διαμόρφωσε τη νέα προσφυγική πολιτική στην Ευρώπη.
 
Η κίνηση αυτή, σταδιακά, τοποθέτησε τη Γερμανίδα Καγκελάριο απέναντι από την πλειοψηφία των υπόλοιπων Ευρωπαίων ηγετών, καθώς και απέναντι από μια σημαντική μερίδα του πολιτικού κόσμου στη Γερμανία, ακόμη και μέσα στο κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών (CDU/CSU). Οι συνέπειες σε πολιτικό επίπεδο ήταν ορατές. Η άνοδος του ακροδεξιού AfD δεν παρέμεινε απλώς δημοσκοπική. Στις περιφερειακές εκλογές των κρατιδίων, η επιρροή του AfD επιβεβαιώθηκε και το κόμμα διπλασίασε τα εκλογικά του ποσοστά, αποτέλεσμα άμεσα συσχετισμένο σύμφωνα με τις ερμηνείες εκλογικών δεδομένων με τη συσσωρευμένη αντίδραση απέναντι στη μαζική προσέλευση των προσφύγων στη Γερμανία. Το φθινόπωρο του 2016, μετά την ήττα του CDU και στις περιφερειακές εκλογές στο Βερολίνο, η Άγκελα Μέρκελ αποδέχθηκε προσωπικά την πλήρη ευθύνη του εκλογικού αποτελέσματος, το οποίο έφερε το κόμμα της στην τρίτη θέση, πίσω από τους Σοσιαλδημοκράτες και το AfD. Η Γερμανίδα Καγκελάριος υπεραμύνθηκε της απόφασής της αναφορικά με την προσφυγική πολιτική για ακόμη μια φορά, ωστόσο δήλωσε ότι κατανοεί το θυμό και την ανασφάλεια της κοινωνίας. Επεσήμανε, μάλιστα, ότι εάν μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω, θα φρόντιζε, τόσο η ίδια όσο και οι λοιπές πολιτικές δυνάμεις, να είχαν προετοιμαστεί καλύτερα για τις επιπτώσεις αυτής της κατάστασης.
 
Ως αντίβαρο στις δυσμενείς εσωτερικές επιπτώσεις του προσφυγικού ζητήματος, η Άγκελα Μέρκελ προβάλλει το πρακτικό όφελος, δηλαδή τη μείωση των προσφυγικών ροών στο Αιγαίο, την οποία επέφερε η συμφωνία ανάμεσα στην ΕΕ και στην Τουρκία. Επιπλέον η ίδια φαίνεται να διατηρεί μια αυστηρή στάση στο ζήτημα της ενσωμάτωσης των προσφύγων στη Γερμανία. Απαγόρευσε την “μπούργκα” για τις γυναίκες μουσουλμάνες, ενώ το κράτος εξ αρχής λειτούργησε με σκοπό την άμεση εξεύρεση εργασίας στους πρόσφυγες. Όμως η ακύρωση της συμφωνίας από την πλευρά της Τουρκίας, ως συνέπεια της παύσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, επαναφέρει την πολιτική ανασφάλεια στην Γερμανία. Η Άγκελα Μέρκελ βασίζει την βιωσιμότητα της προσφυγικής πολιτικής στην συνέχιση της συμφωνίας με την Τουρκία, και επομένως η ίδια, δεδομένης και της απόφασής της να είναι και πάλι υποψήφια Καγκελάριος, θα βαδίζει ολοένα και περισσότερο σε ιδιαίτερα λεπτές, διπλωματικές ισορροπίες.
 
Σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ προηγούνται των Σοσιαλδημοκρατών, ωστόσο το AfD συνεχίζει να αναπτύσσει δυναμική. Υπό αυτά τα δεδομένα, η Γερμανίδα Καγκελάριος είναι πιθανό να βρεθεί και πάλι μπροστά στο δίλημμα που περιγράψαμε αρχικά χωρίς να έχει προφανή επιλογή.
 
Γαλλία: Οι Γάλλοι Συντηρητικοί αναζητούν τον σκληρότερο αντίπαλο της Μαρίν Λε Πεν
 
Οι δραματικές τρομοκρατικές επιθέσεις του 2105 και του 2016 στη Γαλλία συνέβαλαν στη δημιουργία ενός κλίματος έντονης ανασφάλειας και ισλαμοφοβίας και, παράλληλα, στην ανοδική δημοσκοπική πορεία του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου. Υπό τα παραπάνω δεδομένα, η γαλλική Κεντροδεξιά έστριψε με καθαρότητα το τιμόνι προς τα δεξιά της προκειμένου να προσεταιριστεί τα ελκυόμενα από τον ακραίο λόγο κόμματα. Στις προκριματικές εκλογές της γαλλικής Κεντροδεξιάς, εμφανής αποδείχθηκε να είναι η στρατηγική της δεξιότερης πτέρυγας του κόμματος να υπεραμυνθεί έναντι της απειλής του Εθνικού Μετώπου, της Μαρίν Λε Πεν. Τόσο ο Φρανσουά Φιγιόν, ο οποίος τελικά επικράτησε της αναμέτρησης, όσο και ο Νικολά Σαρκοζί, -οι δυο πλέον δεξιοί υποψήφιοι στην αναμέτρηση- ανέπτυξαν μια σκληρή ρητορική σε βάρος του Ισλάμ. Μια διαφορετική, ηπιότερη, στρατηγική ακολουθήθηκε από τον τρίτο διεκδικητή της υποψηφιότητας για την προεδρία, Αλάν Ζιπέ. 
 
Ο Φιγιόν, έχει υποσχεθεί τη συγκρότηση ειδικού αντιτρομοκρατικού σώματος ασφαλείας, καθώς και την απέλαση Γάλλων υπηκόων, εάν αποδειχθεί ότι έχουν ασπαστεί τον ισλαμικό εξτρεμισμό. Δηλωτικό της διάθεσης της Κεντροδεξιάς έναντι του θέματος είναι το γεγονός πώς Συντηρητικοί επιδίωξαν να απαγορεύσουν την “μπούργκα” από το 2010, ενώ μάλιστα το φετινό καλοκαίρι του 2016, η ενδυμασία της παραλίας για τις μουσουλμάνες γυναίκες, το λεγόμενο “μπουρκίνι”, έγινε αντικείμενο δριμείας κριτικής από τον Νικολά Σαρκοζί και άλλους πολιτικούς του χώρου.
 
Στη Γαλλία, η επιλογή του σκληρού δεξιού πολιτικού φαίνεται να δημιουργεί στρατηγικό εμπόδιο στην Ακροδεξιά. Ας σημειωθεί επιπλέον, ότι η Μαρίν Λε Πεν, δεν μπόρεσε να επικρατήσει επί του εξίσου -με τον Φιγιόν- συντηρητικό Νικολά Σαρκοζί στις περιφερειακές εκλογές του 2014. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση ενόψει των Προεδρικών Εκλογών, αμέσως μετά την νίκη του Φρανσουά Φιγιόν, ο Συντηρητικός υποψήφιος Πρόεδρος προβλέπεται επίσης να κερδίσει τη Μαρίν Λε Πεν.
 
Βρετανία: Η Μέι ευθυγραμμίζεται με τα υπόγεια αιτήματα του Brexit και φθείρει το UKIP
 
Τα σημαντικότερα σημεία της πολιτικής των Συντηρητικών σε σχέση με το προσφυγικό ζήτημα ανέλυσε η νέα πρωθυπουργός, Τερέζα Μέι, στη σχετική συνδιάσκεψη του ΟΗΕ με θέμα τη διαχείριση του προσφυγικού, το φθινόπωρο του 2016 στη Νέα Υόρκη. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν προτίθεται να δεχθεί περισσότερους από τους 20,000 πρόσφυγες, τους οποίους ο πρώην πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, είχε δεσμευθεί η Μεγάλη Βρετανία να υποδεχθεί έως το 2020. Η στρατηγική της Μέι φαίνεται να προσανατολίζεται στην εξασφάλιση βοήθειας και τη δημιουργία δομών στις περιοχές του κόσμου, από τις οποίες οι εγχώριοι πληθυσμοί πασχίζουν να διαφύγουν για να σωθούν από εμπόλεμες καταστάσεις. Περισσότερο από το 10% του ΑΕΠ της Μ. Βρετανίας θα χρησιμοποιηθεί το 2017 με σκοπό να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προς διαβίωσης δομές, σε χώρες, οι οποίες βρίσκονται σε πόλεμο. Το πολιτικό αυτό πρόγραμμα δέχθηκε την έντονη κριτική του Παρατηρητηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο εστίασε στο γεγονός ότι δε θα μπορούσε να επιβληθεί η αναγκαστική παραμονή ανθρώπων σε έναν τόπο. 
 
Οι Συντηρητικοί, ακολουθώντας την σκληρή, σε βάρος του προσφυγικού, στρατηγική, επιδιώκουν να περιορίσουν μια εν δυνάμει αυξημένη εκλογική απήχηση του UKIP, ιδιαίτερα μετά το “Brexit”, θερμός υποστηρικτής και ενορχηστρωτής του οποίου υπήρξε ο αρχηγός του κόμματος αυτού, Νάιτζελ Φάρατζ. Στην προεκλογική περίοδο του δημοψηφίσματος, η Τερέζα Μέι, είχε ταχθεί στο πλευρό του Ντέιβιντ Κάμερον, υποστηρίζοντας ένθερμα την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ. Η επικράτηση όμως της αντί-συστημικής επιλογής έστρεψε τη νέα Πρωθυπουργό προς την ικανοποίηση των υπόγειων αιτημάτων που εξέφραζε το Brexit, μεταξύ των οποίων και το αίτημα για πιο “κλειστά σύνορα”, με εμφανή σκοπό την αποδυνάμωση της επιρροής, προς αυτούς, των ακροδεξιών του UKIP. Η στρατηγική φαίνεται να αποδίδει, καθώς σε δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου, οι Συντηρητικοί φαίνεται να λαμβάνουν ποσοστά υψηλότερα των ποσοστών των εκλογών του 2015.
 
Ολλανδία: Η ευαισθησία της Κεντροδεξιάς διευρύνει τον χώρο της Άκρας Δεξιάς 
 
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ανταγωνισμός της Κεντροδεξιάς με την Ακροδεξιά και στην Ολλανδία, στην οποία θα διεξαχθούν βουλευτικές εκλογές τον προσεχή Μάρτιο. Το ακροδεξιών αποκλίσεων “Κόμμα για την Ελευθερία” του Γκερτ Βίλντερς αποτελεί την πιο σημαντική απειλή σε βάρος των μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων της Ολλανδίας. Το παραδοσιακό αναλογικό εκλογικό σύστημα διαχρονικά έχει διαμορφώσει ένα ιδιαίτερα κατακερματισμένο πολιτικό σύστημα, η εκλογική συμμετρία του οποίου τείνει να διαφοροποιηθεί δραματικά εν όψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών του Μαρτίου του 2017.
 
Η οικονομική λιτότητα και το αντι-ισλαμικό αίσθημα φαίνεται ότι και στην περίπτωση της Ολλανδίας συνέβαλαν στην ανακατανομή της εκλογικής πίτας, με συνέπεια το ακροδεξιό κόμμα του Βίλντερς να ακολουθεί μια ολοένα και περισσότερο ανοδική δημοσκοπική πορεία, ενώ οι παραδοσιακές κυβερνητικές δυνάμεις των Κεντροδεξιών, του φιλελεύθερου VVD και του Χριστιανοδημοκρατικού CDA, αλλά και του Εργατικού Κόμματος PvdA,να χάνουν σημαντικό μέρος των δυνάμεών τους. Η πλέον πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει το “Κόμμα για την Ελευθερία” να έρχεται πρώτο, ενώ το πρώτο σε ψήφους κόμμα το 2012 και μέρος του σημερινού κυβερνητικού σχηματισμού, VVD του Μάρκ Ρούτε, να ακολουθεί. Το “Κόμμα για την Ελευθερία”, σε ταυτόσημη πορεία με το σύνολο των ακροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης σήμερα, είναι αντίθετο στην συμμετοχή της Ολλανδίας στην ΕΕ και στο ευρώ και έχει υιοθετήσει μια ιδιαίτερα αρνητική στάση ενάντια στη μετανάστευση προς την Ολλανδία , ιδιαίτερα από πληθυσμούς μη ευρωπαϊκών χωρών. Μάλιστα, ο Γκερτ Βίλντερς, ο οποίος έως το 2005 πολιτεύονταν με τους VVD, τάχθηκε υπέρ της διενέργειας δημοψηφισμάτων, εκφράζοντας παράλληλα την οπτική του ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Ολλανδίας πρέπει να αναθεωρηθεί.
 
Ωστόσο, οι κυβερνητικοί VVD, οι οποίοι από το 2007 έρχονται πρώτοι σε ψήφους, έχουν ακολουθήσει μια μετριοπαθέστερη πολιτική αναφορικά με το προσφυγικό ζήτημα. Το VVD είναι ένα πολιτικό κόμμα με ιδιαίτερα φιλελεύθερες πολιτικές ιδέες, το οποίο ανήκει στο ευρωπαϊκό κόμμα των Φιλελεύθερων (ALDE). Στο πλαίσιο της κυβερνητικής συνεργασίας με τους Εργατικούς, από το 2012, έχουν τοποθετηθεί υπέρ της παροχής ασύλου και της επανένωσης οικογενειών μεταναστών στην Ολλανδία, με την προϋπόθεση ωστόσο της πλήρους ένταξής τους στην ολλανδική κοινωνία. Η πλήρης ένταξη μεταφράζεται στην άμεση εξεύρεση της εργασίας, στην εκμάθηση της ολλανδικής γλώσσας και της απαγόρευσης της “μπούργκας” κατά την εργασία των προσφύγων και μεταναστών σε δημόσιους χώρους, όπως για παράδειγμα σε σχολεία. Στην ίδια κατεύθυνση με το VVD, φαίνεται να κινούνται και οι αδύναμοι πλέον εκλογικά, ωστόσο πάντοτε κομβικοί στη διαμόρφωση κυβερνητικών συνασπισμών, Χριστιανοδημοκράτες του CDA. Πιο συγκεκριμένα, το παλαιά κραταιό κόμμα της κεντροδεξιάς, από το 2012 και μετά, με νέο αρχηγό κόμματος τον Σιμπράντ βαν Χέρσμα Μπούμα, οδηγήθηκε σε μια περισσότερο κεντρώα στροφή που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη σθεναρή υπεράσπιση της συμμετοχής της Ολλανδίας στην ΕΕ και μια φιλική προς τη μετανάστευση πολιτική. Η τακτική μετριοπαθούς προσέγγισης του ζητήματος από τη μεριά της Κεντροδεξιάς ωστόσο δε δείχνει να αποφέρει εκλογικά οφέλη σε βάρος της Άκρας Δεξιάς.
 
Τελικό σχόλιο
 
Η κοινωνική αναταραχή, εξαιτίας του προσφυγικού, σε συνδυασμό με την διαρκή απειλή ενός τρομοκρατικού χτυπήματος, υπήρξε έντονη στην Ευρώπη και οι πολιτικές επιπτώσεις μοιάζουν ευνοϊκές για τα ακροδεξιά κόμματα. Οι επιλογές της Κεντροδεξιάς στο ζήτημα των προσφύγων είναι σε ορισμένες περιπτώσεις ηπιότερες και σε ορισμένες άλλες σκληρότερες. Οι δημοσκοπικές καταγραφές δείχνουν ότι οι πλέον επιτυχημένες, με όρους εκλογικούς, είναι οι σκληρότερες επιλογές ηγεσιών όπως αυτές των Γάλλων και των Βρετανών Συντηρητικών, και όχι οι ηπιότερες προσεγγίσεις της Γερμανίδας Καγκελαρίου ή του Ολλανδού Πρωθυπουργού. Οι εκλογικές αναμετρήσεις του 2017 σε Γερμανία, Γαλλία και Ολλανδία θα δώσουν βεβαίως πιο καθαρές απαντήσεις. Στο μεσοδιάστημα, και ίσως ακόμα περισσότερο μετά από μια πιθανή νίκη των κομμάτων με τις πλέον σκληρές στο προσφυγικό ζήτημα θέσεις, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, καθώς και χιλιάδες ασυνόδευτα μικρά παιδιά, θα παραμένουν εγκλωβισμένοι σε πρόχειρες κατασκηνώσεις, όπως είναι για παράδειγμα το Καλέ, ανάμεσα στη Γαλλία και στην Αγγλία, με πενιχρή βοήθεια από τις δύο χώρες ή την ΕΕ, ακόμα και για το πλέον ευαίσθητο ζήτημα της επανένωσης παιδιών με τα οικογένειές τους σε άλλα μέρη της Ευρώπης.