Aπό το καλοκαίρι που ψηφίστηκε η αντισυνταγματική τροπολογία για τις κάμερες έχω υποστηρίξει ότι το πρόβλημα, αν θέλει, μπορεί να επιλύσει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αφήνοντας τις “γνωμοδοτήσεις” και τις “οδηγίες” και προχωρώντας σε κανονιστική ρύθμιση. Έχει την σχετική εξουσία που της έχει ανατεθεί από το νομοθέτη, εθνικό και ευρωπαίο, να θεσπίσει ως ανεξάρτητη αρχή μια κανονιστική διοικητική πράξη με νομική δεσμευτικότητα, η οποία θα κλείνει το θέμα, προβλέποντας σαφείς κανόνες για την λειτουργία καμερών σε δημόσιους χώρους.

Ads

Tου E-Lawyer από το https://elawyer.blogspot.com/

Ύστερα και από τη θετική διαβεβαίωση του υπουργείου περί απάλειψης της τροπολογίας, αλλά και με την υποστήριξη της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. εδώ), η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επανέρχεται για να μας πεί λίγο – πολύ: βάλτε κάμερες παντού, αρκεί να έχω εγώ (κι όχι ο εισαγγελέας) την εποπτεία για την λειτουργία τους.

Η Αρχή υπεραμύνεται της “φυσικής” αρμοδιότητάς της, την οποία της στέρησε ο νομοθέτης, σε συνέχεια μιας από τις περίφημες γνωμοδοτήσεις Σανιδά. Και σε δεύτερο επίπεδο μισο-ακολουθεί την πρόταση για κανονιστική ρύθμιση: ας εκδοθεί προεδρικό διάταγμα για την λειτουργία των καμερών. Το προεδρικό διάταγμα είναι μια κανονιστική πράξη, η οποία πρέπει να περάσει από την επεξεργασία του Συμβουλίου της Επικρατείας και στη συνέχεια να εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η προετοιμασία του γίνεται από την ίδια την Αρχή, αλλά μόνο ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης (άρθρο 5 παρ. 3 του Ν.2472/1997). Και πάλι δηλαδή, η Αρχή ζητάει από την πολιτεία να “εγκρίνει” την κανονιστική της αρμοδιότητα, ενώ θα μπορούσε, χωρίς την “πρόταση” Υπουργού να εκδόσει από μόνη της μια κανονιστική πράξη (άρθρο 19 παρ. 1 (ι) Ν.2472/1997).

Ads

Δυστυχώς για μια ακόμη φορά προκύπτει ότι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων δεν είναι σε θέση να ασκήσει με αποτελεσματικό τρόπο τη συνταγματική της αποστολή για προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών στην πληροφοριακή τους διάσταση. Θέλει να ασκήσει μια αρμοδιότητα, την οποία δεν είναι σε θέση να ασκήσει, μόνο και μόνο επειδή “πρέπει”. Αναφέρει μεγάλα πεδία εν δυνάμει βιντεοκάλυψης, ενώ αποφεύγει να εκδόσει την κανονιστική πράξη που θα οριστικοποιούσε τους κανόνες προστασίας δεδομένων. Ζητάει την “πρόταση του Υπουργού” και την “επεξεργασία του Συμβουλίου της Επικρατείας”, λες και δεν είναι σε θέση να διατυπώσει ισχυρούς κανόνες προστασίας, εκδίδοντας μια νομικά δεσμευτική κανονιστική πράξη, μονομερώς, όπως κάθε κρατικό όργανο που είναι εξοπλισμένο με κανονιστικές αρμοδιότητες. Μεταθέτει δηλαδή σε άλλους την ευθύνη για την πρωτοβολία, όπως περίπου ο στερεοτυπικός και γραφικός δημόσιος υπάλληλος που καλύπτεται πίσω από το “δεν έχω αρμοδιότητα”.

Η απογοήτευση είναι πολύ μεγάλη. Το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία προσωπικών δεδομένων χρειάζεται ριζική επανεξέταση, η οποία θα πρέπει να ξεκινήσει από την δομή και τη συγκρότηση της ανεξάρτητης αρχής. Διότι το πρόβλημα κρατάει εδώ και αρκετά χρόνια και τελικά θίγει το επίπεδο διασφάλισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη Χώρα.