Όταν μια χώρα βρίσκεται σε κρίση, οικονομική, πολιτική και πνευματική, έρχονται στιγμές που κάποιες σκέψεις οφείλουν να αποτυπωθούν, να εκφραστούν και να βρουν αποδέκτες. Μερικές φορές όμως οι λέξεις είναι δύσκολο να συνδεθούν μεταξύ τους, οι εικόνες είναι δύσκολο να χαραχτούν στο θυμικό με τη σειρά που συνέβησαν, τα γεγονότα είναι δύσκολο να θεωρηθούν αληθινά. Και όμως είναι αυτές τις στιγμές που τα εμπόδια αυτά οφείλουν να ξεπεραστούν, η σκέψη να βρει το δρόμο της και η ίδια η δομή, η λειτουργία και η εικόνα μιας χώρας που ψάχνει να βρει το δρόμο της μέσα σε σκοτεινά μονοπάτια να τεθεί υπό ενδελεχή επιτήρηση, έλεγχο και αξιολόγηση.

Ads

Υπάρχουν όμως και κάποιες ακόμα πιο ιδιαίτερες στιγμές, όταν οι λέξεις δεν είναι δύσκολο να εκφραστούν. Είναι οι στιγμές εκείνες που οι λέξεις εκφράζονται ξεκάθαρα, μα η έκφραση είναι κάλπικη, ψεύτικη, σχεδόν προσβλητική. Είναι τότε που οι λέξεις χάνουν το νόημά τους,τρεκλίζουν ντροπιασμένες για την ίδια τους την ύπαρξη και ξεψυχούν μονάχες στα χείλη κάποιου τηλεπαρουσιαστή που σέρνει την ύπαρξή και την ευρυμάθειά του από οθόνη σε οθόνη με την επιθυμία να δικαιολογήσει τη φήμη, το μισθό και τη ματαιοδοξία του,μα που ξέρει πως οι λέξεις θα ξεχαστούν, όπως και ο ίδιος, όταν η αυλαία πέσει, τα φώτα σβήσουν και κάποιος λαμπρότερος διάδοχος θα πάρει τη θέση του έχοντας ως εφόδιο την δική του φρέσκια και απατηλή ματαιοδοξία. Είναι εκείνες οι στιγμές, όταν οι λέξεις χάνουν το νόημά τους που πρέπει να μιλήσουν εκείνοι που δεν έχουν τη δύναμή της οθόνης, ακόμα περισσότερο, εκείνοι που θα επέμεναν να παραμείνουν σιωπηλοί, αν οι λέξεις δεν είχαν χάσει το νόημά τους.

Στην εποχή μας πολλές λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους, αλλά σήμερα η φράση που θα εκφωνηθεί, θα ακουστεί και θα εκληφθεί ως εξόχως οικεία είναι η φράση «μεμονωμένο περιστατικό». Οι γνώριμοι δημοσιογράφοι, οι ίδιοι που με το γνωστό αυτάρεσκο τρόπο θα σχολιάσουν ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εσωτερικής πολιτικής,οικονομίας, πολιτισμού, ηθικής, καλλιτεχνικού πατινάζ, μόδας και φυσικά τον τελικό της Eurovision, είναι οι ίδιοι που θα υπογραμμίσουν με τρόπο κατηγορηματικό πως το χτεσινό συμβάν είναι ένα «μεμονωμένο περιστατικό» όπως και όλα τα προηγούμενα. Ο αρμόδιος Υπουργός, με την εύλογη συναισθηματικά και ψυχολογικά -μα καθόλου εύλογη ορθολογικά- ανάγκη να καλύψει τους υφισταμένους του θα μιλήσει για «μεμονωμένο περιστατικό».

Αλλά ένας τρόπος να διαπιστώσει κανείς πως οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους είναι όταν αυτές αντιστέκονται στην κοινή λογική, τη διαστρεβλώνουν και την αφήνουν να κείτεται σαν άψυχο κουφάρι μιας κάποτε όμορφης, ορθολογικής και γεμάτης νόημα ιδέας. Σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη «μεμονωμένος» είναι: «αυτός που είναι ένας, χωριστός και συνήθ. διαφορετικός από το σύνολο». Ένας. Διαφορετικός από το σύνολο. Μα θα ήταν κανείς αφελής αν εξέφραζε την άποψη πως τα περιστατικά άσκοπης ή υπέρμετρης βίας από μέρος της Ελληνικής Αστυνομίας αποτελούν μεμονωμένα κρούσματα στον ελλαδικό χώρο. Θα ήταν επίσης υπερβολικός αν έλεγε πως αποτελούν τον κανόνα. Αλλά από το «μεμονωμένο» έως τον «κανόνα» υπάρχει ένα χάσμα το οποίο πρέπει να γεφυρωθεί. Και η ελληνική περίπτωση ακυρώνει εξορισμού την έννοια του μεμονωμένου.

Ads

Τα περιστατικά είναι γνωστά, απαριθμημένα και χαραγμένα στη μνήμη. Δυστυχώς πολλαπλασιάζονται διαρκώς. Μια φράση μπορεί μόνο να ειπωθεί αναζητώντας ένα ψήγμα ορθολογισμού: Ας αφήσουμε τους ευφημισμούς. Οφείλουμε να τους εγκαταλείψουμε για χάρη της λογικής. Οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τον αδόκιμο εκ των πραγμάτων όρο «μεμονωμένα περιστατικά» και να υιοθετήσουμε τον πλέον δόκιμο, βάσει των γεγονότων, όρο των «μεμονωμένων γενικοτήτων». Γενικοτήτων οι οποίες δείχνουν να πολλαπλασιάζονται με ρυθμό ανάλογο με εκείνον που μια κοινωνία πιεσμένη υπό το βάρος ασήκωτων μέτρων (με μέρος των ευθυνών δικό της,αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση) θυμώνει, οργίζεται και ξεσπάει. Και αντιμετωπίζεται με τρόπο απαξιωτικό, βίαιο και απόλυτο από την πολιτική ηγεσία που έχοντας μεγάλο μέρος ευθύνης για την γέννεση αυτής της οργής κρύβεται πίσω από άλλους ευφημισμούς όπως αυτός της φράσης «μαζί τα φάγαμε». Όταν κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας οι ευφημισμοί βασιλεύουν και οι λέξεις χάνουν το νόημά τους.

Θα περίμενε κανείς να συνεχίσω με χαρακτηρισμούς απαξιωτικούς, βαρείς και υποτιμητικούς για το θεσμό της Ελληνικής Αστυνομίας. Να χρησιμοποιήσω γνωστά απαξιωτικά σλόγκαν, να εκφράσω οργή, θυμό και αγανάκτηση για το γεγονός πως ένας τριαντάχρονος χαροπαλεύει, πως ακόμα περισσότεροι τραυματίστηκαν και πως οι εικόνες τους, με το αίμα να τρέχει στο μέτωπο τους κάνουν το γύρο του κόσμου πληγώνοντας για άλλη μια φορά βαθύτατα τη συλλογική μας συνείδηση. Δεν θα το κάνω. Όχι μόνο γιατί δεν ασπάζομαι προσωπικά τέτοιες απαξιωτικές θέσεις -κάτι το οποίο εξηγώ παρακάτω-, ούτε γιατί και αστυνομικοί έχουν βρεθεί να χαροπαλεύουν ή έχουν χάσει τη ζωή τους, ειδικά το τελευταίο διάστημα, αλλά γιατί η οργή και ο θυμός είναι κακοί σύμβουλοι στο δημόσιο διάλογο, εξόχως κακοί σύμβουλοι ειδικότερα όταν οι ίδιες οι συνθήκες δείχνουν να απαιτούν θυμό και οργή.

Είναι γεγονός αναμφίβολο πως ο θεσμός της Αστυνομίας αποτελεί έναν σοβαρότατο θεσμό ο οποίος είναι επιφορτισμένος με ένα ιδιαίτερα σημαντικό έργο, αυτό τη διαφύλαξη της ασφάλειας της ζωής και της περιουσίας του Έλληνα πολίτη. Αποτελεί σημαντικότατο θεσμό κάθε σοβαρού και εύρυθμου κράτους καθώς αποτελεί τον φορέα εκείνον ο οποίος εγγυάται τη δράση του κρατικού Λεβιάθαν, του κοινωνικού συμβολαίου και την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Είναι όμως εντυπωσιακό το γεγονός πως παρότι στην πλειοψηφία των χωρών της Ευρώπης ο θεσμός της Αστυνομίας απολαμβάνει υψηλό κύρος και εκτίμηση από μεγάλο μέρος των πολιτών, παρά τις τριβές που είναι πιθανό να προκύπτουν ενίοτε, στην Ελλάδα ο θεσμός γνωρίζει την απαξίωση και αποστροφή μεγάλου μέρους του πληθυσμού.

Το γιατί δεν απασχόλησε ποτέ διαδοχικές κυβερνήσεις, διαδοχικούς υπουργούς και διαδοχικές ηγεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας. Θέλω να πιστεύω και είμαι σίγουρος όμως πως έχει απασχολήσει πολλούς έντιμους, σοβαρούς και απλούς αστυνομικούς οι οποίοι ενώ προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους αντιμετωπίζουν την αποστροφή και την απαξίωση, ίσως να απορούν «γιατί;». Η ευθύνη βαρύνει την μέχρι τώρα ηγεσία τους η οποία αδυνατεί να καταλάβει μερικά στοιχειώδη χαρακτηριστικά της ελληνικής ιστορίας, να τα αξιολογήσει και να προχωρήσει σε κάποιες κατάλληλες πρωτοβουλίες αποκατάστασης των σχέσεων του θεσμού με τους πολίτες, κάτι που θα οδηγούσε ίσως σε «μεμονωμένα περιστατικά». Αντί αυτού η επιλογή παραμένει αυτή της σύγκρουσης με την κοινωνία και των επακόλουθων «μεμονωμένων γενικοτήτων». Και όσο κι αν αυτό φαίνεται παράλογο, αυτοί που πρώτοι πληγώνονται από αυτήν την επιλογή είναι οι ίδιοι αστυνομικοί που προσπαθούν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους.

Είναι γεγονός πως η 7ετία των συνταγματαρχών έφερε πολλά πλήγματα στην Ελληνική Δημοκρατία. Ένα από αυτά ήταν το σπάσιμο των δεσμών μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας με τους θεσμούς της Ελληνικής Αστυνομίας και του Ελληνικού Στρατού -στο βαθμό που υπήρχε αυτός ο δεσμός νωρίτερα.. Και όχι άδικα. Ο Στρατός μέχρι τότε είχε ουκ ολίγες φορές πρωταγωνιστήσει σε εξωθεσμικές παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή με αποκορύφωμα την επταετία, η δε Αστυνομία χρεώθηκε εύλογα μια πρωτοφανή βαρβαρότητα εις βάρος της ίδιας της κοινωνίας. Αυτά είναι γνωστά, αποτελούν ιστορία και τίποτα καινούριο δεν έχει ειπωθεί ως τώρα. Είναι αλήθεια πως και οι δύο θεσμοί στην πορεία εκδημοκρατίστηκαν σε σημαντικό βαθμό -πάντα υπάρχει χώρος για σημαντικότερη βελτίωση- κάτι εξ’ ορισμού θετικό γιατί και οι δύο αποτελούν σημαντικά τμήματα κάθε σοβαρής κοινωνίας και κράτους.

Ωστόσο είναι εύλογο η Ελληνική Αστυνομία να αντιμετωπίζει οργή και αγανάκτηση ενίοτε, καθώς αποτελεί το θεσμό εκείνο ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την εφαρμογή του νόμου επί των πολιτών και έρχεται σε διαρκή επαφή μαζί τους. Ο Ελληνικός Στρατός αναλαμβάνοντας έκτοτε το πραγματικό του ρόλο ως φορέα της προστασίας της Εθνικής Άμυνας της χώρας δεν παραστράτησε έκτοτε και η σχέση του με την Ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε γενικά καλά επίπεδα. Το πρόβλημα για την Ελληνική Αστυνομία ξεκινάει όταν τμήματά της, υπό την ανοχή ή την άγνοια -ή ακόμα χειρότερα εν γνώση- της ηγεσίας τους και υπό ειδικό προνομιακό καθεστώς ασκούν υπέρμετρη και αλόγιστη βία και καταλήγουν να διασύρουν συνολικά το θεσμό και να φέρνουν κάθε αστυνομικό αντιμέτωπο με το άδικο και υποτιμητικό σύνθημα «μπάτσοι, γουρούνια,δολοφόνοι».

Είναι κάτι παραπάνω από κοινό μυστικό πως το τμήμα εκείνο της Ελληνικής Αστυνομίας το οποίο πρωταγωνιστεί στα περιστατικά αστυνομική βίας είναι εκείνο των ΜΑΤ. Όλοι μας έχουμε στο μυαλό μας κάποια εικόνα αυτού στου στρατιωτικοποιημένου σώματος της Ελληνικής Αστυνομίας, εικόνα κατά την οποία τα μέλη του ξεφεύγουν από τις επιταγές του ρόλου τους και με υπέρμετρο ενθουσιασμό ασκούν βία, βρίζουν και στέλνουν στο νοσοκομείο διαδηλωτές οι οποίοι όπως φαίνεται και από πολλά βίντεο τα οποία παρουσιάζουν σχετικά περιστατικά δεν ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι ή επιθετικοί. Αλλά αυτό που οφείλει να οργίζει κάθε σοβαρό Έλληνα πολίτη είναι οι εικόνες μελών των ΜΑΤ να έχουν στο πάτωμα μεμονωμένους διαδηλωτές και να τους χτυπούν με γκλοπ, ασπίδες και κλωτσιές στο κεφάλι και το πρόσωπο.

Οι ενέργειες αυτές δεν είναι απλά εγκληματικές. Είναι δολοφονικές. Ο ρόλος της αστυνομίας σε ένα κράτος δικαίου είναι η σύλληψη του υπόπτου και η παράδοσή του στις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι η άσκηση βίας όταν ο διαδηλωτής είναι άοπλος,μόνος και αβοήθητος στο πάτωμα και η μετατροπή του σε μέσο εκτόνωσης των απωθημένων των μελών των ομάδων καταστολής πλήθους. Τα μέλη των ΜΑΤ, η ηγεσία τους και περαιτέρω η φυσική και πολιτική ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας φέρουν βαριά ευθύνη τόσο προς τους Έλληνες πολίτες οι οποίοι βλέπουν δημοσίους υπαλλήλους να αποκτηνώνονται πάνω σε πολίτες όσο και προς τους αστυνομικούς οι οποίοι γεύονται την αποδοκιμασία και αγανάκτηση μιας κοινωνίας η οποία υπό ομαλές συνθήκες θα έπρεπε να τους εμπιστεύεται και να τους εκτιμά. Όμως ο καιρός των ομαλών συνθηκών έχει παρέλθει προ πολλού, βρισκόμαστε στον καιρό των «μεμονωμένων γενικοτήτων». Δεν είναι λάθος κανενός άλλου πέραν της κατώτερης των περιστάσεων ηγεσίας

Υπονοώ πως τα μέλη των ΜΑΤ είναι ζώα όπως διατείνονται πολλοί; Υπονοώ πως τα ΜΑΤ πρέπει να καταργηθούν; Η απάντηση είναι και στα δύο όχι. Στο δεύτερο ξεκαθαρίζω πως όπως και σε κάθε χώρα οι δυνάμεις καταστολής πλήθους είναι εύλογο να υπάρχουν και να λειτουργούν, πόσο μάλλον σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου δυστυχώς η απεργία και η διαδήλωση από όπλα αγώνα και αντίστασης έχουν μετατραπεί σε εβδομαδιαίο hobby. Και όταν έχεις μια απεργία τη βδομάδα είναι εύλογο πως η συνήθεια αφαιρεί από το μέσο την επιρροή που θα είχε αν ήταν πιο αποσπασματικό και ισχυρό (αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση). Όσο για το πρώτο; Το κακό, λέει ο καθηγητής του Στάνφορντ Φίλιπ Ζιμπάρντο στο βιβλίο του “The Lucifer Effect” συνίσταται στο να βλάπτει κανείς, να κακομεταχειρίζεται, να εξευτελίζει ανθρώπους, να τους στερεί την ανθρώπινη υπόστασή τους, ή να καταστρέφει αθώους- ή να χρησιμοποιεί τη δύναμή και την ισχύ του ώστε να έχει άλλους να το κάνουν αυτό. Η άσκηση βίας ανθρώπων πλήρως οπλισμένων εναντίον ανθρώπων που βρίσκονται άοπλοι στο χώμα αποτελεί άσκηση του κακού, και μάλιστα ακραίας μορφής άσκηση του κακού.

Και αυτή η άσκηση του κακού βασίζεται στην ίδια τη φύση του θεσμού. Ο ίδιος ο Ζιμπάρντο με το Πείραμα της Φυλακής του Στάνφορντ έδειξε πως ακόμα και οι καλύτεροι άνθρωποι όταν βρεθούν σε ένα θεσμό οποίος αναπαράγει την ομοιογένεια και την κοινή δράση μπορεί να αλλάξουν και να ακολουθήσουν τις στρεβλές νόρμες του θεσμού- πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα θεσμό ο οποίος χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη λογοδοσίας και ευθύνης (και εδώ εννοώ αυτό που εννοούμε με τον Αγγλικό όρο accountability).

Η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα
, έλεγε κάποτε ο Λόρδος Άκτον και άνθρωποι κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία της στολής, την αδυναμία αναγνώρισης και επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παρανόμων πράξεων απολαμβάνουν την απόλυτη δύναμη. Και η απόλυτη δύναμη αποκτηνώνει εξ’ ορισμού. Έτσι κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία, γνωρίζοντας πως καμία εξουσία δεν θα απαιτήσει από αυτούς να λογοδοτήσουν δρουν ανεξέλεγκτα. Χτες έστειλαν έναν άνθρωπο στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. Άνοιξαν κεφάλια. Τους έχουμε δει να χτυπούν βάναυσα ηλικιωμένους,νέους, εργαζόμενους μέχρι και αστυνομικούς. Ναι, αστυνομικούς. Γιατί εδώ έχουμε άλλον έναν ευφημισμό. Τα ΜΑΤ να θεωρούνται αστυνομικοί. Δυστυχώς αυτός ο ευφημισμός προσβάλλει τους αστυνομικούς. Γιατί όταν ένα σώμα ενστόλων κρυμμένο πίσω από την ανωνυμία της μάσκας ασκεί έκνομη βία δεν αποτελεί φορέα εφαρμογής του νόμου αλλά αναρχικό στοιχείο. Τα ΜΑΤ είναι εξίσου αναρχικοί όσο οι μασκοφόροι με τους οποίους ενίοτε συγκρούονται .Βλάπτουν απαράμιλλα με τη δράση τους τον ίδιο το θεσμό της Ελληνικής Αστυνομίας και το σημαντικό της ρόλο εντός της Ελληνικής κοινωνίας.

Όταν οι ευφημισμοί κυριαρχούν και οι λέξεις χάνουν το νόημα τους πρέπει να μιλήσουν εκείνοι οι οποίοι υπό άλλες συνθήκες δε θα επιθυμούσαν να μιλήσουν Οι απλοί αστυνομικοί.. Αυτοί οι οποίοι υποβιβάζονται και ακούν απαράδεκτους χαρακτηρισμούς εξαιτίας της δράσης των ανώνυμων «συναδέλφων» τους. Εκείνους τους οποίους η Ελληνική κοινωνία έχει φτάσει να θεωρεί υπηρέτες των πολιτικών και της εκάστοτε κυβέρνησης παρά προστάτες του Έλληνα πολίτη. Καταπιεστές της ελεύθερης και εύλογης διαμαρτυρίας και όχι προστάτες του έννομου συμφέροντος. Οι απλοί αστυνομικοί, ως Έλληνες πολίτες και δημόσιοι υπάλληλοι, πρέπει να μιλήσουν και να δηλώσουν αν συμφωνούν με τα έργα των ΜΑΤ. Ο Υπουργός και ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ θα μιλήσουν και αυτοί, αλλά αυτοί εξ’ ορισμού έχουν βήμα για να εκφραστούν. Σε αυτούς ανήκει η κύρια ευθύνη επανασύστασης των δεσμών της Ελληνικής Αστυνομίας με την Ελληνική κοινωνία.

Μέχρι στιγμής έχουν υπάρξει απελπιστικά λίγοι στο ρόλο τους. Όταν Υπουργός λέει πως τα ΜΑΤ θα έχουν διακριτικά αλλά δε μας λέει πως θα δει τον αριθμό το αιμόφυρτο θύμα της απρόκλητης αστυνομικής βίας ο Υπουργός είναι λίγος και ανεπαρκής. Όταν ο εκπρόσωπος τύπου της ΕΛ.ΑΣ δηλώνει πως «Πάντως, δεν υπήρχε περίπτωση να εντοπίσουμε έναν άνθρωπο σοβαρά τραυματισμένο και να τον αφήσουμε σε αυτή την κατάσταση, χωρίς να του παράσχουμε τις πρώτες βοήθειες» την ίδια στιγμή που ένας άνθρωπος χαροπαλεύει και εικόνες των ΜΑΤ να πατούν στο χώμα αβοήθητους διαδηλωτές κάνουν το γύρο του κόσμου τότε ο εκπρόσωπος τύπου είτε έχει ανεπαρκή ενημέρωση και δεν θα έπρεπε να βιαστεί να μιλήσει είτε ψεύδεται.

Είμαι καλοπροαίρετος και πιστεύω πως συμβαίνει το πρώτο. Το δεύτερο θα με απογοήτευε τραγικά και δεν μπορώ να το δεχτώ, γιατί σε μια δημοκρατία οι κρατικοί λειτουργοί οι οποίοι χρησιμοποιούν το θεσμικό τους ρόλο για να ψεύδονται και να υπερασπίζονται συντεχνιακά συμφέροντα θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως προδότες του χείριστου είδους όπως τόνισε κάποτε ο μεγάλος Αλεξάντερ Χάμιλτον και δεν θέλω να πιστεύω πως υπάρχουν τέτοιου είδους κρατικοί λειτουργοί στην επικράτεια της Ελληνικής Δημοκρατίας. Όμως σημασία δεν έχει η γνώμη κανενός άλλου, πέρα από τη γνώμη του απλού αστυνομικού. Ο οποίος έχει δικαίωμα να μιλήσει και να απαντήσει σε κάποια εύλογα ερωτήματα τα οποία διατυπώνονται στα πλαίσια του δημόσιου διαλόγου όπως: Συμφωνεί με τη δράση των ΜΑΤ και την κάλυψη που τους δίνεται από την φυσική και πολιτική ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ; Δέχεται να αντιμετωπίζεται η αστυνομία ως σύνολο απαξιωτικά με χαρακτηρισμούς όπως «μπάτσοι, γουρούνια,δολοφόνοι» εξαιτίας της δράσης μια ομάδας η οποία δεν λογοδοτεί σε κανέναν και κρύβεται πίσω από την υπέρμετρη εξουσία της μάσκας και του κράνους;

Ανέχεται ο απλός αστυνομικός το ότι ενώ είναι γνωστό πως την προηγούμενη φορά που δολοφονήθηκε αθώος από την αστυνομία καιγόταν η Αθήνα για ένα μήνα, ένα μέλος των ΜΑΤ θεώρησε σκόπιμο να τσακίσει το κρανίο ενός διαδηλωτή αντί να τον συλλάβει ως όφειλε στην περίπτωση που τον θεωρούσε επικίνδυνο- στα βίντεο που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα όσοι ποδοπατιούνται είναι μόνοι και καθόλου επικίνδυνοι δεν φαίνονται-; Γιατί αν ο απλός αστυνομικός απαντάει θετικά συνηγορεί. Και είναι κρίμα να συμβάλει και αυτός στην απαξίωση του σημαντικού θεσμού τον οποίο υπηρετεί για τον οποίο θα έπρεπε να είναι περήφανος- κάτι το οποίο του έχει στερήσει η αναρχική δράση «συναδέλφων» του και η ανεπαρκής στάση της φυσικής και πολιτικής του ηγεσίας.

Όταν οι λέξεις χάνουν το νόημα τους πρέπει να το ανακαλύπτουμε εκ νέου. Συμμετέχοντας στην πολιτική ζωή, εκφράζοντας τη γνώμη μας με στόχο την παντελή εξάλειψη των ευφημισμών από την δημόσιο λόγο. Τα «μεμονωμένα περιστατικά» βρίσκονται στο χρονοντούλαπο της ιστορίας κύριοι. Βρισκόμαστε στην εποχή των «μεμονωμένων γενικοτήτων» και οι ευθύνες όλων μας είναι μεγαλύτερες.

Publius
Έλληνας πολίτης
12 Μαϊου 2011