Θεοσχωρέστον τον Γκουσγκούνη. Ήτανε κάλτ ο άνθρωπος και βοήθησε τους νέους.

Ads

Διότι τι να κάνει ο δεκαεξάρης κι ο δεκαοχτάρης, που τους έπνιγε η κατάσταση επί επταετίας; Όλα τα ωραία και τα ομαδικά, εκτός βέβαια από το ποδόσφαιρο, ήταν ύποπτα ή εντελώς απαγορευμένα. Το μόνο «αποκλίνον», για το οποίο υπήρχε μια ανοχή (λόγω της ματσίλας των συνταγματαρχών και της αστυνομίας), ήτανε οι τσόντες. Πηγαίναν λοιπόν οι παρέες στα σινεμά που έδειχναν κρυφά τα απόκρυφα. Υπ’ οψιν: εκεί δινόταν και τα συνωμοτικά ραντεβού, να μη μας πάρουνε δήθεν χαμπάρι…

Εκτός απ’ τις τσόντες, υπήρχε και το ομαδικό σπορ της μπουρδελότσαρκας. Εντελώς αθώα πράγματα δηλαδή. Έμπαινε στον «οίκο» όλη η παρέα, καθόταν ήσυχη παρατηρώντας τους άλλους, και έφευγε άπρακτη, άσπιλη και αμόλυντη, όπως είχε μπει. Τη μυρωδιά από ξεθυμασμένο οινόπνευμα, που πότιζε εντελώς το δωμάτιο σαν αποσμητικό χώρου, την έχω ακόμα στη μύτη.

Αναρωτιέμαι που τις βρίσκαμε τις δυνάμεις. Δυο ώρες και βάλε το πήγαινε-έλα στο σχολείο· μετά εξάωρο· άλλο πήγαινε-έλα στο φροντιστήριο· κι ένα τρίωρο εκεί. Έφτανε 10-11 το βράδυ κι ήμασταν ακόμη στον δρόμο. Η κούραση ήταν απερίγραπτη, αλλά εμείς εκεί, το βιολί μας.

Ads

Όχι, δεν ήτανε οι ορμόνες. Αν δεν κάνω λάθος – και δεν κάνω – το Playboy κυκλοφορούσε μια χαρά, με κάτι μικρές ταινίες που έκρυβαν τα επίμαχα στο εξώφυλλο. Κανείς όμως δεν το αγόραζε, όπως δεν αγοράζαμε και διάφορα κίτρινα που ήταν τελείως ξεφτίλα. Άλλα ήταν εκείνα που μας αρέσανε και μας ερέθιζαν πραγματικά, όχι τα κατά μόνας και οι ιστορίες για αγρίους που εισήγαγε αργότερα ο κ. Νίτρος.

Βεβαίως το πήδημα πλανιόταν σαν γενική ιδέα στην ατμόσφαιρα. Το κύριο όμως ήτανε η σαγήνη της ομαδικής «αταξίας» και ο δεσμός ο ιερός της συλλογικής ενοχής. Μετά από κάθε περιπέτεια ακολουθούσε η «ανάλυση» των λεπτομερειών και η ανταλλαγή ιδεών. Φαντασία καλπάζουσα, αλλά καμιά χυδαιότης. Ποτέ δεν άκουσα μειωτικά σχόλια για τα κορίτσια ή κάτι πραγματικά πρόστυχο, βίαιο, σκοτεινό. Αν ήταν θα το θυμόμουν.

Το δεύτερο που τραβούσε τους νέους σε όλα αυτά ήταν η γνωριμία με μια μερίδα της κοινωνίας για την οποία δεν είχαν κλου. Τι ήξερε από κοινωνία ένα παιδί που πηγαινοερχόταν σπίτι-σχολείο, σχολείο-σπίτι; Η μόνη επαφή με τον πραγματικό κόσμο ήτανε στα λεωφορεία: κάτι αγουροξυπνημένοι, κάτι υπάλληλοι στις ναυτιλιακές και τα μαγαζιά, κάτι γέροι που κατεβαίνανε από νωρίς στο ΙΚΑ. Την εργατιά στη Λεύκα και στο λιμάνι δεν την βλέπαμε, γιατί έπιανε δουλειά απ’ τις έξι.

Η Τρούμπα έκλεισε το 1967 και δεν την πρόλαβα. Στη Φυλής είδα για πρώτη φορά αυθεντικούς φορτηγατζήδες απ’ τα Τρίκαλα· ξένους ναυτικούς με ανατριχιαστικά τατουάζ στα χέρια· εργατάκια που είχανε βάλει τα καλά τους και έλαμπαν μέσα στην πρόωρη ανάπτυξή τους· αμήχανους άντρακλες, ποδοσφαιριστές, που φοβόντουσαν ότι δεν θα τα καταφέρουν· και μια κουρασμένη ιέρεια, που έκανε διάλειμμα απ’ τη δουλειά της τρώγοντας μισόγυμνη κολατσιό. Κανείς δεν σκέφτηκε να τη λερώσει με το βλέμμα του, κανείς δεν τόλμησε να πει «τελείωνε». Όλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα, σχεδόν μεθυστικά. Πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά.

Όχι, δεν ήταν γραφικότητες και λυρισμοί αυτά τα πράγματα. Δεν ήτανε σκηνές από ιταλική ταινία ή ναύτες του Τσαρούχη. Μιλάμε για υλικούς ανθρώπους, ξαναμμένους, που είχαν όμως μια ασυνήθιστη κοσμιότητα, μια απλότητα και μια ευγένεια στις εκφράσεις, καθώς διηγούνταν ο ένας στον άλλο τον καημό του. Μια φορά πήγα να εξηγήσω σε έναν κοκορίκο, που περιφέρει τη ντεμοντέ «σοφία» του εδώ κι εκεί, την ουσιώδη διαφορά μας. Το πρώτο που σκέφτηκα να πω ήταν αυτό το «εκ Πειραιώς», το συνθηματικό, όπως λέει ο Δεληβοριάς, που τα περιέχει όλα.

Εν πάση περιπτώσει, εδώ λέμε «αντίο» σε έναν θρύλο, τον Γκουσγκούνη, και πρέπει ίσως να κλείσουμε με μια κορυφαία του κινηματογραφική στιγμή. Εγώ τη συγκεκριμένη σκηνή δεν την έχω δει, αλλά μου την περιέγραψε μετά πάσης λεπτομερείας ένας παλιός μου φίλος.

Είναι, λέει, ο Γκουσγκούνης με την παρέα του και προσπαθούν να αποφασίσουν προς τα που να πάνε. Σε μια στιγμή, ο ήρωας δηλώνει κοφτά: θα πάμε ανατολικά. Και ξεκινάνε όλοι μαζί με φόρα, ενώ η κάμερα δείχνει τον ήλιο να ανατέλλει από την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση!

Α, βέβαια, η ιστορία περιέχει πολιτικό υπονοούμενο. Ο μακαρίτης είχε συγκεκριμένη στρατηγική όταν ξεκίναγε για την ανατολή βαδίζοντας προς τη δύση. Σου λέει, σφαίρα είναι ο κόσμος· όποιον δρόμο κι αν πάρεις, ακολουθώντας σταθερά την ίδια κατεύθυνση θα βγεις στο τέλος στον προορισμό σου. Μεγαλοφυές, έτσι;